Μινωική
τοιχογραφία η αυλή μας
αφήγημα
της Βάντας Παπαϊωάννου - Βουτσά
Το σπιτικό μας δυο δωμάτια χτισμένα
στο βάθος με φάτσα στην αυλή, την κλειστή ολούθε με ψηλό τοίχο. Έκλεινε ένα
δικό της κόσμο. Αυτός ο κόσμος «ήταν δικός της και δικός μας». Ακατέργαστες
μαρμαρόπλακες στο δάπεδο από άπειρα χέρια βαλμένες, άμα τις σφουγγάριζες
ένιωθες την ατεχνία κι άμα σκουντούφλαγες επίσης. Τοιχία υψωμένα όπως όπως, ολοκίτρινα, όμως, σαν τον κρόκο του αυγού,
ασβεστωμένα με μπόλικη δόση ώχρας και καρφιά σκουριασμένα εδώ κι εκεί, καρφωμένα για ευκαιριακή
διακόσμηση. Κλουβιά δύο τον αριθμό, με τρόφιμους συνήθως καρδερίνες, άλλοτε και καναρίνια, περπατούσαν από καρφί σε καρφί προς
τα σκιερά. Του πατέρα αγάπες. Σε ένα
τεράστιο καρφί εκεί που σκίαζε η κληματαριά κρέμονταν πάντα ματσάκια δυόσμου,
βασιλικού, λεβάντας, τα μυρωδικά για στέγνωμα. Της μάνας σφραγίδα, φροντίδα. Το
στεφάνι του Μάη από μάη λατρεία μας. Μάζεμα, πλέξιμο, κρέμασμα, αποκαθήλωση και
κάψιμο στην πυρά τ’ Αγιαννιού. Γλάστρες, γλάστρες, αμέτρητες, τενεκεδένιες
γλάστρες στα χαμηλά με σπαράγγι, φτέρη, τριανταφυλλιές, κάλες, ιβίσκους και
βεγόνιες. Ιδιαίτερη μνεία στο βασιλικό, που φυτευόταν εις τετραπλούν σε μισούς
τενεκέδες και κάθε πρωί διαφορετική παρειά του έβλεπε προς τον ήλιο, να
μεγαλώνει ομοιόμορφα. Απαραίτητο και το κορφολόγημά του, που καθυστερούσε το
σπόριασμα. Κάθε άνοιξη φρεσκάραμε το κεραμιδί χρώμα στις γλάστρες εξαφανίζοντας
τις διαφημίσεις του αρχικού τους περιεχομένου, ελαιόλαδου ή τυρού συνήθως. Το
μικρό περιβόλι στη μέση του βόρειου τοίχου ένας εξώστης με εποχιακή πραμάτεια,
πότε χρυσάνθεμα, πότε μοσχομπίζελα, ζίνιες, ζουμπούλια και φρέζες, γύρω τριγύρω
από την κοντούλα λεμονιά, μια πολύχρωμη, διακοσμητική ταινία. Δίπλα στον κίτρινο
τοίχο, οι κεραμιδιές γλάστρες και η
λουλακιά αυλόπορτα πιο πέρα, φαντάζεστε; Μια μινωική τοιχογραφία η αυλίτσα μας.
Μεγάλης αξίας το δίδυμο κιόσκι
κατάφατσα του σπιτιού. Εντός αυλής πάντα, αόρατο από το δρόμο, κρυμμένη ομορφιά
σαν χανούμισσα. Έκπληξη για όποιον άνοιγε πρώτη φορά την αυλόπορτά μας. Γονιμοποίηση
διαφορετικών σπόρων τα δίδυμα βλαστάρια του. Αριστερά η κληματαριά, δεξιά η
περικοκλάδα. Ξεκινούσαν από ξέχωρη θέση της γήινης αγκαλιάς και αδελφώνονταν
στο κέντρο του ουράνιου θόλου τους. Ολόγιομη μπλε χωνάκια η μια, φορτωμένη
αγουρίδες η άλλη, ώσπου να μαυροκοκκινίσουν οι ρώγες στα τσαμπιά, καθόσον
μαυρελιά η ποικιλία της, έλεγε η μάνα. Χοντρόπετση ποικιλία για μαύρο κρασί,
αλλά εμείς σαν σπουργίτια τις κατεβάζαμε τραγανές, αγουρωπές, στυφούτσικες,
κρεατωμένες. Στην παχιά σκιά του δίδυμου πλέγματος να δείτε γλέντια, μινωικού
παλατιού μεγαλοπρέπειας κι αυτά. Και να τα δείπνα τα λουκούλλεια, τα ανάκλιντρα
για τη μεσημεριανή ραστώνη, που συχνά εξυπηρετούσαν και το βραδινό ύπνο όσων
περίσσευαν από τα διαθέσιμα κρεβάτια εντός. Αραδιασμένα στη γωνιά τα υλικά των
παιχνιδιών, βότσαλα για πεντόβολα, κοχύλια για χειροτεχνίες, κόκαλα για βεζίρη
και τα απαραίτητα του εργαστηρίου ραπτικής της μάνας σκεπασμένα με ένα κλαρωτό
ύφασμα. Όλα για μια κοινωνία μελίσσι της
προκοπής.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της αυλής
και της οικίας γενικότερα η φιλοξενία. Σόι αμέτρητο, συγγενείς πολλών γενεών,
φίλοι συγγενών, γνωστοί γνωστών και πλείστοι άλλοι, που μας κουβαλούσαν
ξενιτεμένα «χαιρετίσματα», εδώ είχαν μια θέση στο καλοκαιρινό μας τραπέζι μετά
ύπνου. Το χειμώνα περιορισμένες οι προσφορές. Φαγητό στην γκαζιέρα πιέσεως και
η μάνα μαγείρισσα για δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Ύπνος γιοκ. Ποιος πρώτα στα δυο
δωμάτια πενταμελούς οικογένειας! Καλοκαίρια, όμως, φουλ πανσιόν. Φωτογραφίζουμε
μια αυλή με ράντζα και ντιβάνια, με πανωσέντονο και κατωσέντονο άνετος ο ύπνος.
Το κάτωθεν της κληματαριάς διέθετε κουνουπιέρα, ένα λεπτοϋφασμένο ζαχαρί ύφασμα
ξεκινούσε από την κορομηλιά, στη δυτική γωνία, σφιχτοδεμένο σαν ανθοδέσμη στην
αρχή του. Κι ύστερα στο λοξοδρόμισμα άνοιγε το υφασμάτινο «άνθος» και κουκούλωνε
το κρεβάτι. Το δεύτερο, κάτω από την περικοκλάδα, είχε επίπεδο κιόσκι ένα
υφαντό σεντόνι, προφυλακτικόν από τα μυρμηγκάκια που έπεφταν εξ οροφής. Για τα
κουνουπάκια της νύχτας και τις μύγες του πρωινού μοναδική σωτηρία το κουκούλωμα
από τα νύχια έως και το κεφάλι.
Γέμιζαν οι καλοκαιρινές μας κλίνες από ανθρώπους
βολικούς, που περίμεναν υπομονετικά να αδειάσει το πλυσταριό-τουαλέτα να πάρουν
σειρά, που έριχναν νερό στο πρόσωπό τους πριν την «καλημέρα» στη βρύση πάνω από
τη γούρνα. Μόνο σε υπηρετικό προσωπικό υστερούσε από το παλάτι η «μινωική» μας
αυλή. Σελφ σέρβις οι εκάστοτε φιλοξενούμενοι, με την υψηλή εποπτεία να ανήκει
στη μάνα, στη μαγειρική, όμως, να κατέχει την αποκλειστικότητα!
Βάντα Παπαϊωάννου – Βουτσά
(φωτογραφίες: Βάντα Παπαϊωάννου – Βουτσά)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου