Πέμπτη 27 Ιουλίου 2017


Για τις "Λέξεις απόκρημνες" της Διώνης Δημητριάδου γράφει ο Γιώργος Ρούσκας
(αναδημοσίευση από το περιοδικό Φρέαρ frear.gr http://frear.gr/?p=17949)

Συνομιλία με «το ασαφές νεφέλωμα».

(Προσέγγιση της ποιητικής συλλογής Λέξεις Απόκρημνες της Διώνης Δημητριάδου, εκδ. «μικρές Εκδόσεις», 2017)

Κ’ έγινε να ψάχνω για λέξεις άφοβες

για λέξεις μάχιμες κι αθάνατες

για λέξεις παρατεταμένες

που ατές τους παρατείνονται

ανυπόμονες πεισματικές

για λέξεις αμαζόνες απόκρημνες

έψαχνα για τη λέξη που όλη απόγνωση

πηδάει στο κενό

και που στην προσγείωση

χίλια κομμάτια. (1)

Όχι, δεν είναι της Διώνης Δημητριάδου. Είναι του αείμνηστου Έκτορα Κακναβάτου. Μοιραζόταν κι εκείνος τις ίδιες αγωνίες για τη γλώσσα. Ο γραπτός του λόγος ήταν «στακάτος», καίριος, ευθύς και οι λέξεις του ακριβείς, ουσιαστικές, χωρίς στολίδια. Αλλά και ο προφορικός του το ίδιο, καθώς θυμάμαι εκείνη τη μια και μόνη φορά που συνομιλήσαμε τηλεφωνικά.

Όταν ο λόγος είναι πηγαίος και ακριβής, χαράσσεται μέσα μας. Όπως το διαμάντι χαράσσει το γυαλί. Γι αυτό και η ποιήτρια εστιάζει στο «απόκρημνες», παρόλο που φαίνεται σε πρώτη ματιά λίγο οξύμωρο, αφού ο επιθετικός αυτός προσδιορισμός, δηλώνει μεν την ποιότητα των λέξεων, μα παραμένει επιθετικός, άρα ίσως πλεονασματικός, συνεπώς όχι τόσο απόκρημνος, θα έλεγε κάποιος. Είναι όμως έτσι;

Γιατί η Δ. Δημητριάδου να ρισκάρει εστιάζοντας στο απόκρημνο των λέξεων και δεν αφήνει και άλλες χαραμάδες για να τρυπώσουν και άλλες λέξεις; Με τον διαχωρισμό αυτό, απορρίπτεται άραγε ή ενισχύεται ο πολυγραφότατος Παλαμάς, που λέει:

Οι στίχοι ’ς την πατρίδα μου είνε καθάριο μέλι (2);

Υποτιμάται ο Ελύτης, ο Σικελιανός, ο Ρίτσος, κ.α. που έχουν άλλου είδους γραφή; Ή είναι απλά προτίμηση προσωπική; Έχω την αίσθηση πως είναι ο τρόπος που «της πάει», που την αγγίζει, που επικοινωνεί βέλτιστα. Εκφράζεται αρτιότερα, με χειρουργική ακρίβεια, χρησιμοποιώντας το νυστέρι της γλώσσας, που τίποτε περιττό δεν μπορεί να σταθεί επάνω του. Δεν απορρίπτονται οι άλλες πλευρές και οι άλλοι τρόποι έκφρασης, απλά δεν υιοθετούνται.

Νομίζω πως είναι πιο κοντά της ο Σολωμός, ο Σεφέρης, ο Νίκος Καρούζος, ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Κώστας Καρυωτάκης, ο Γιάννης Δάλλας, ο Τίτος Πατρίκιος, αλλά και η Κική Δημουλά.

Η ποιήτρια, επιλέγει συνειδητά πλέον τον λακωνικό τρόπο, έτσι όπως καταστάλαξε μέσα της ως ουσία, μετά από τη μακρά φιλολογική και συγγραφική της πορεία. Αν ήταν αρχιτέκτονας, σε μια άλλη εποχή και της είχαν αναθέσει την κατασκευή του Ναού του Θεού Λόγου, ή της Θεάς Αθηνάς, στοιχηματίζω πως ο ρυθμός θα ήταν καθαρά δωρικός.

Για να δώσω έναυσμα για προβληματισμό, σε σχέση με τους ποιητές που ανέφερα πριν και οι οποίοι κινούνται σε άλλα ποιητικά περιβόλια, ενδεικτικά σημειώνω πως με τον Γιάννη Ρίτσο (τον οποίο επίτηδες διαλέγω επανειλημμένα στη συνέχεια, διότι παρ’ όλο που κινείται σε άλλη θεματική και με διαφορετικό ύφος και τρόπο, ανταμώνει συχνά με τις «Λέξεις Απόκρημνες»), συναντιέται τουλάχιστον στην πρόθεση, έστω φευγαλέα:

όλα τα στολίδια είναι βαριά – και τα’ άνθη ακόμα (3)

και αλλού:

δε μου χρειάζεται τίποτε, – χορταστική ολιγάρκεια (4).

Όπως και με τον Ελύτη, παρ’ όλο που είναι σε εντελώς διαφορετικό μήκος κύματος, συναντιούνται σημειακά σε μια ολόκληρη απόκρημνη ημέρα:

Έντεκα του Αυγούστου απόκρημνες κι άνθρωπος κανείς (5).

Κατά την άποψή μου, η Δ. Δημητριάδου, ταυτίζεται με τον Θαλή, ένα από τους επτά σοφούς που πρέσβευε:

ἕν τι κεδνὸν αἱροῦ·

δήσεις γὰρ ἀνδρῶν κωτίλων γλώσσας ἀπεραντολόγους

(να κόψεις φιλοδόξησε

των φλύαρων τις πολύγλωσσες απεραντολογίες) (6) .

Δεν θα επιμείνω άλλο, το θέμα είναι τεράστιο και μπορεί από μόνο του να αποτελέσει τον πυρήνα για πολλά δοκίμια. Θα σταθώ στο βιβλίο και στον τρόπο γραφής του, ο οποίος είναι απόλυτα συνεπής με την διακήρυξη του τίτλου της συλλογής.

Όμως, γιατί απόκρημνες; Γιατί λέξεις γεμάτες γκρεμούς, δύσβατες, απότομες; Ίσως γιατί όταν είσαι στα όρια, στο χείλος του γκρεμού, μένει μόνο η αλήθεια σου και εξαφανίζονται όλα τα περιττά.

Μένεις εσύ. Έτσι και η λέξη. Απαλλάσσεται από τα στολίδια και μένει γυμνή, αληθινή, πλήρης ουσίας. Λέξεις απόκρημνες, ήτοι δωρικές, λιτές, εργαλεία χρηστικά και αποτελεσματικά, χωρίς μπιχλιμπίδια επάνω τους. Αυτός είναι ο τρόπος της ποίησης που έχουμε μπροστά μας. Ευθέως δηλώνεται ως προτροπή (ή ως προσταγή;):

Λέξεις απόκρημνες.

Αυτές να προτιμάς. Έτσι να γράφεις.

Λέξεις που συμβαδίζουν με την τραχιά, ορεινή μορφολογία της χώρας μας, με τη σκληρότητα και το βραχώδες των νησιών, λέξεις που ντύνουν το λόγο με τα ρούχα της τίμιας και σκληρής δουλειάς, με τα ρούχα του αγρότη ή του εργάτη:

Μα τι;

Υδάτινα και αέρινα θαρρείς πως ντύνεται ο λόγος;

Χωμάτινα φορεί και λερωμένα κι η όψη του στεγνή.

Εδώ σκληρός είναι ο τόπος

τραχιά κι η ποίησή του.

Στο ποίημα “Truce”, οι λέξεις ως πιόνια στο σκάκι του λόγου, ζητείται περαιτέρω να είναι

μαχητικά πιόνια εκ φύσεως διεκδικητικά.

Το θέμα που ανακύπτει εδώ –για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας- είναι το πώς μπορεί να περιγράψει κανείς ορισμένα θέματα, με λέξεις απόκρημνες. Εντάξει, ο φόβος, οι πόλεις, τα βότσαλα, οι λέξεις, η ποίηση, οι καταστάσεις ζωής, θέματα τα οποία προσφέρονται για φιλοσοφική ή πραγματειακή ανάλυση, αποδίδονται θαυμάσια με λέξεις λιτές. Αυτή η λιτότητα μάλιστα, ενισχύει την δόνησή τους και εισχωρεί βαθύτερα. Στην ποίηση αυτή, όπου κάθε ποίημα είναι ένα μικρό δοκίμιο, αυτό κι αν είναι αρετή.

Πώς όμως να (από)δώσεις ένα μοιρολόι για τον απρόσμενο θάνατο ενός παιδιού, πώς να δώσεις τον έρωτα, το χάδι, την ομορφιά της θάλασσας, το μεγαλείο του ήλιου, τη χάρη, το φλερτ, το νάζι, τα παιχνίδια του φωτός, μόνο με λέξεις απόκρημνες; Τα αποφεύγεις ή υπάρχει τρόπος; Ερώτημα μέγα και δυνατή πρόκληση. Πολλές οι απαντήσεις.

Στη συλλογή υπάρχει ένα ποίημα με τίτλο «Ερωτικό». Εκεί η Δ. Δημητριάδου δίνει τη δική της απάντηση, ανοίγοντας ένα ακόμη θέμα, το οποίο μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει μόνο του ένα έναυσμα για μια έρευνα και συζήτηση, π.χ. σε μια Λέσχη Ανάγνωσης ή σε ένα blog.

Ποίηση λοιπόν που θέτει ζητήματα. Υπαινικτική, εξομολογητική, κατά βάση ενδοστρεφής, με αυτοσαρκασμό, με χρήση εικονοποιίας, κατά κύριο λόγο δοκιμιακή.

Άλλο ζήτημα: η χρήση επιθέτων ή ανάλογων προσδιορισμών, επιβαρύνει ή αποσαφηνίζει; Είναι απαραίτητη ή περιττή, έχει θέση στην ποίηση ή όχι; Αποτελεί στολίδι ή αναπόσπαστο κομμάτι του ουσιαστικού, ώστε να επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή ακρίβεια;

Σημειώνω εδώ πως η Δ. Δημητριάδου δεν τιτλοφορεί την ποιητική συλλογή «Λέξεις» αλλά «Λέξεις Απόκρημνες». Έχει σημασία η χρήση επιθέτου, η επιλογή του αλλά και η τοποθέτησή του, στην συγκεκριμένη περίπτωση μετά το ουσιαστικό. Κρίσιμο.

Αν το σώμα είναι το ουσιαστικό, τα επίθετα είναι τα ρούχα; Αν ναι, ποια ρούχα ταιριάζουν σε κάθε περίπτωση; Ή δεν χρειαζόμαστε πλέον τα ρούχα; Επιπρόσθετα ερωτήματα που θέτει η ποιητική συλλογή, εμμέσως πλην σαφώς. Απαντήσεις; Κάθε αναγνώστης, είναι ελεύθερος να λάβει θέση. Μελετώντας τα ποιήματα, ανοίγονται δρόμοι και έρχονται αυτοί να σε συναντήσουν, κι ας είσαι ακίνητος σωματικά. Από εκεί και μετά επιλέγεις. Το πνεύμα, με τα ποιήματα, μπορεί κάλλιστα να ταξιδεύει.

Η σχέση λόγου και εικόνας; Ακόμη και οι εικόνες, οι παραστάσεις στον κόσμο της ποιήτριας, συμβαδίζουν με την απλότητα των λέξεων:

• να δει τα ανεξήγητα ερμηνευμένα όλα

με λόγια απλά με εικόνες ταπεινές

• κι έλεγες πως ζητάς στέρεα λόγια

όχι εικόνες δυσερμήνευτες.

Η γιορτή των απόκρημνων λέξεων, ξεκινά με ένα χορό. Ναι, και οι απόκρημνες λέξεις χορεύουν. Ελληνικό χορό, σε κύκλο, Ποντιακό ή Κρητικό, δεν αποσαφηνίζεται, πάντως σε κύκλο και με μαχαίρια (μαχαίρια που απαλλάσσουν από τα περιττά), όπως δίδεται στο πρώτο πεζόμορφο ποίημα:

Χορός των μαχαιριών, είπε, και χύθηκε στο δικό του μοναχικό τραγούδι.

Το ποίημα, είναι ίσως συμβολική παραπομπή και στον Κύκλο με την κιμωλία (7) του Μπρεχτ, όπου και εκεί ζητούμενο είναι να προκύψει η αλήθεια, φτάνοντας ακόμη και στο όριο του γκρεμού. Όπως και εδώ, ζητούμενη είναι η αλήθεια της λέξης.

Χορός, μαχαίρι, τραγούδι, μοναχικότητα. Θα επανέλθει παρακάτω.

Στο ευρηματικό ποίημα “Μικρές Παρασκευές”, αναδεικνύεται η σημασία της καθημερινότητας που ονομάζεται μικρή αλλά ποσοτικά είναι συντριπτικά πλειοψηφική, σε αντίθεση με την προσδοκία μιας ετήσιας γιορτής, η οποία ποσοτικά είναι μόλις υπαρκτή. Οι Παρασκευές πλην μιας, περνούν ταπεινά με την

ανωνυμία της θυσίας τους

για μια απούσα –έστω μικρή- ανάσταση.

Από τις αισθήσεις, η αφή, κυριαρχεί στο βιβλίο, όχι μόνο ως αίσθηση αυτή καθ’ εαυτή, αλλά και ως προϋπόθεση για την ίδια την ανάγνωση, αφού πιάνουμε το βιβλίο με τα χέρια να το διαβάσουμε. Πέρα από την όραση που τα «πάνθ’ ορά» στη συλλογή, συμμετέχει με κυρίαρχο τρόπο και η αφή, η οποία παίρνει πολλές διαστάσεις, ως και πρόσωπα:

• Και μετά χτύπημα ανεπαίσθητο ίσα να αγγίξει το κορμί

να το ξυπνήσει από τον λήθαργο ζεστής ανάσας

• Το ήξερε πως με τα μάτια αγγίζεις όλα αυτά που φοβάσαι. Έχει αφή το βλέμμα, κι ας μην έχει δέρμα να καλύπτει τις εικόνες του

• Μόνο με λόγια που δουλεύτηκαν από τα χέρια ποιητών

που δοκιμάστηκαν σε δύσκολους καιρούς

και ακόμη ανασαίνουν.

• πρόσωπα δίχως μάτια / χέρια να πιάνουν το κενό

• Μονάχα το άγγιγμα

… ανασύρεται

απ’ τις βαθιές τις αυλακιές

κάθε που μια θύμηση

στο δέρμα επάνω

απλώνεται

• Εγώ με τα ίδια μου τα χέρια

σε σκέπασα καλά

με ωριμότητα κι ευθύνη

σκληρά αποκτημένα και τα δύο.

• Απόμακρα αγγίγματα / κλειστά σαν στρείδια του βυθού

• Τα χέρια / δηλωτικά ζωής


• Τα χέρια / δηλωτικά απουσίας


• Υπέροχη αφή / καταργημένη λίγο λίγο.

Ύμνος στην αφή, κατανεμημένος σε διάφορα ποιήματα.

Πάρα πολλά τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται το βιβλίο. Τα πρώτα βήματα στη ζωή, στην ποίηση, στον έρωτα ώσπου να καταλήξει στους λύκους της κοινωνίας:

Αυτοί οι λύκοι. / Της σκοτεινής μορφής.

Οι μάσκες και τα ψεύτικα προσωπεία, η ηθοποιία, η πλασματική εικόνα του εαυτού μας στο προσκήνιο:

σαν φόρεσε τη μάσκα του ξανά

έσμιξε με το πλήθος

τυφλός μες στους τυφλούς.

Ομολογείται πως οι ιδέες είναι αυτές που μας καίνε

οι ιδέες είναι αυτές που ανάβουν τη φωτιά

και εξαίρεται η η αξία της σιωπής:

Γερά αποθέματα σιωπής αποθησαυρισμένα

απότοκο πολύωρης κοπιαστικής ακρόασης.

Στα δύσκολα; Πόσο λαχταράμε τη φωνή του γονιού που μας διάβαζε παραμύθια όταν ήμαστε μικροί! Αλλά και τώρα

Σε παραμύθι μέσα να ξυπνάει

πόσο θα ήθελε

κι ας γνώριζε πως λίγο θα κρατήσει .

Τα παλιά σπίτια, είτε αυτούσια, είτε ως αναμνήσεις ή παραλληλισμένα με το σώμα και την ύλη γενικότερα, γέρνουν και γερνούν (παιχνίδι με την ίδια λέξη με αλλαγή τόνου, άρα και σημασίας, ή φιλολογικά: φαινόμενο τοπικής παρωνυμίας):

τα σπίτια γέρνουν και γερνούν

καθώς απ’ τις κρυφές ρωγμές τους

ο χρόνος με το σκληρό του βλέμμα

αποσαθρώνει τα υλικά


Ξεθεμελιώνονται παλιά δοκάρια

που συγκρατούσαν τον ειρμό

από χαμένες μνήμες

την ώρα που το περιβάλλον διαβίωσης, η πόλη: ανάμεσα στην προσμονή και στη φυγή.

Πως αναζητείται η αλήθεια; Πώς πορευόμαστε; «Μόνον Έτσι»:

με οιωνούς κρύβεται η ζωή

έχοντας επίγνωση όμως της καθημερινότητας, των στημένων παρτίδων, της ματαιότητας, της μοίρας, γενικά των ανθρώπινων, τα οποία δίδονται μεν απόκρημνα

από χαρτί φτιαγμένα / τα ανθρώπινα όλα

αλλά με προάσπιση του δικαιώματος της επιλογής, έστω και αν αυτό μπορεί να έχει καταστρεπτικά αποτελέσματα. Ο άνθρωπος, δικαιούται να επιλέξει, να δει στιγμιαία τη γνώση, την αλήθεια, το δρώμενο, ίσως και την ποίηση την ίδια, ακόμη και αν ξέρει πως θα τελειώσει εκεί, όπως η γυναίκα του Λωτ:

κι έτσι ακίνητη ατένιζε / τη νύχτα τη δική της.

Πανταχού παρών, ο φόβος, δυνατός:

δεν είναι εύκολο να τον κοιτάξεις / πρόσωπο με πρόσωπο.

Το θέμα της ιδιάζουσας και δύσκολης σχέσης ζωντανών και νεκρών, προστίθεται στις πλάτες του ανθρώπου,:

παρόντες όλοι / σε απουσία δεδομένη

με συνδετικό κρίκο τη μνήμη:

η θύμηση έχει σώμα

βλέμμα σκληρό

ατσάλινο δεν σπάει σε κομμάτια.

Σταγόνα τη σταγόνα

τραβάει ζωή

από παλιά λησμονημένο

ομφάλιο λώρο μυστικό

σε αντίθεση με τη λήθη, η οποία

λειαίνει καρτερικά / όλες τις κοφτερές γωνίες.

Τα ποιητικά, οι λέξεις, οι ποιητές, η γραφή, η έμπνευση, διερευνώνται με έξοχα ποιήματα.

Η Δ. Δημητριάδου διαπραγματεύεται τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Συνειδητοποιεί ότι συχνά τη σώζει η συναίσθηση του

πόσο παιδί ακόμα κουβαλά / ο ώριμος εαυτός μου

και μετά, προχωράει προς την αυτογνωσία:

κι έτσι εισχωρώ σχεδόν αόρατη / στο εσωτερικό τοπίο.

Πολλά ακόμη θέματα στα 40 ποιήματα της συλλογής: οι εν υπνώσει διεργασίες, εμείς και ο άλλοι, η θέση μας στον κόσμο και άλλα. Το κενό, παντού υποκρυπτόμενο:

εκεί στη μέση της γιορτής ένα κενό.

Η σχέση με το Θείο σαφής:

άθυρμα όλα τα ανθρώπινα

παιχνίδια που τσακίζονται στα θεϊκά τα χέρια.

Δεν προχωρώ παραπέρα, ήδη ξεπέρασα την αρχική μου πρόθεση για την έκταση της αναφοράς αυτής, μα πώς να αντισταθείς σε τόσες προκλήσεις;

Παραθέτω ένα ποίημα, άξιο δείγμα γραφής:

Ποιητική

Να μην τις στρίβουμε τις λέξεις

μην τις γυρνάμε τα μέσα έξω.

Καλύτερα ο αέρας να περνάει

να αναπνέει ο στίχος

να απλώνεται στον χώρο του

ελεύθερος και πλήρης.

Γιατί με τόσο στρίμωγμα

με τόση μασκαράτα

ασφυκτιά το ποίημα.

Πνίγεται.

Δεν θα μπορούσα να μη σημειώσω τις υπέροχες φωτογραφίες της πολυτάλαντης ποιήτριας-φιλολόγου-φωτογράφου-ζωγράφου Χριστίνας Καραντώνη (εξώφυλλο και εσωτερικά), το καλαίσθητο της έκδοσης, το πρωτότυπο σχήμα, το δίγλωσσο αυτής με την απόδοση των ποιημάτων στα αγγλικά που έγινε από τον καθηγητή Robert Crist και την Δέσποινα Λαλά-Crist, την ηθελημένη απουσία πίνακα περιεχομένων, αλλά και τα σκίτσα γυναικείας κεφαλής (σκυμμένης, για να υπονοείται πως διαβάζει), που συνοδεύουν κάθε ποίημα. Σε κάθε ένα από τα παραπάνω, μπορεί να γίνει ξεχωριστή ανάλυση. Εδώ όμως δεν υπάρχει χώρος για περισσότερα.

Αν τελείωσα; Όχι. Γιατί, τι άλλο; Θέλω να δείξω και τη θεματική συνεκτικότητα της συλλογής. Χρησιμοποιώντας αποκλειστικά τους τίτλους όλων των ποιημάτων, βάζοντάς τους σε μια δική μου αλληλουχία και προσθέτοντας κάποια σημεία στίξης (όχι πως ήταν απαραίτητο), έφτιαξα ένα ποίημα, που το παραθέτω άτιτλο, αν και τίτλος του σαφώς είναι εν δυνάμει ο τελευταίος του στίχος:

Οι Πόλεις:

Μικρές Παρασκευές.

Εμείς κι Αυτοί.

Truce.

Απλοί Ναυτόπαιδες

Οι Ομοτράπεζοι

Των Λύκων.

Μνήμη όπως Χείμαρρος.

Λήθη

Θέμα Οπτικής.

Η Θεωρία του Παιγνίου.

Μόνη Αίσθηση:

Ο χορός.

Ο Έσω Τόπος.

Αφή

Το άναμμα

Ερωτικό

Γιορτινό.

Η Γυναίκα του Λωτ:

Ο φόβος

Ένα Παιδί.

Ποιητική:

Σιγή

Αποκαθήλωση.

Ιεροτελεστία του ελάχιστου.

Οι Χτίστες

Εν Υπνώσει

Ήθος Ποιούντες

Εις Άγραν Λέξεων.

Σκληρός ο λόγος

Για Κείνα

Τα πρώτα

Τα κλειστά.

Πως Γράφονται;

Μόνον Έτσι

Όσο πιο Απλά.

Χάρτινα

Των Ποιητών

Τα Βότσαλα:

Λέξεις Απόκρημνες.

Υποκύπτοντας στον πειρασμό να κλείσω με τον ίδιο τρόπο που ξεκίνησα, σημειώνω το παρακάτω απόσπασμα (πάλι) του Ρίτσου, που μιλάει για άλλα απόκρημνα, ιδανικά αυτή τη φορά:

Κάποτε οι ποιητές μοιάζουνε με πουλιά μες στο δάσος του χρόνου,

οι άλμπατρος του Μπωντλαίρ, τα κοράκια του Πόε,

κάποτε σα σπουργίτια μες στο χιόνι ή σαν αητοί ψηλά σ’ απόκρημνα ιδανικά (8).

Μήπως και οι λέξεις, είναι ένα από αυτά, τα απόκρημνα ιδανικά;



Γιώργος Ρούσκας



Αναφορές

1. Κακναβάτος Έκτωρ, Άτιτλο, Ενότητα Κιβώτιο Ταχυτήτων, Ποιήματα 1943-1987, εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2010, σελίδα 423

2. Παλαμάς Κωστής, Οι στίχοι ’ς την Πατρίδα μου, Τα τραγούδια της Πατρίδας μου, Ανθολογία, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Ι.Δ. Κολλάρου και Σιας Ε.Ε, 10η έκδοση.2009, σελ. 7

3. Ρίτσος Γιάννης, Χρυσόθεμις, Τέταρτη Διάσταση, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1990, σελ. 173

4. Ρίτσος Γιάννης, ο.π., σελ. 177

5. Ελύτης Οδυσσέας, Άσημον, Τα Ελεγεία της Οξώπετρας, Ποίηση, εκδόσεις Ίκαρος, 2002, σελ. 561

6. Δάλλας Γιάννης, Σχόλια των Επτά Σοφών ,Τα δημώδη των Αρχαίων, Αττικά Συμποτικά, εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2001, σελ. 71

7. Brecht Bertolt, Ο Κύκλος με την Κιμωλία, μετάφραση Μιλτιάδης Κώστας, εκδόσεις Κοροντζής, 2004

8. Ρίτσος Γιάννης, Το χρέος των ποιητών, Άνθρωποι και Τοπία, 1958, Ποιήματα, Τα Επικαιρικά, εκδόσεις Κέδρος, 3η έκδ., 1978, σελ. 360

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου