"Μυθιστόρημα"
του Θωμά Συμεωνίδη
εκδόσεις Γαβριηλίδης
η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress https://www.bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/sumeonidis-thomas-gabriilidis-muthistorima-dimitriadou
Προσωπικό μυθιστόρημα – μύθος και ιστορία
Η πολυσημία των λογοτεχνικών
κειμένων, ως προς το περιεχόμενο, δεν είναι κάτι που μας ξαφνιάζει ούτε θα
πρέπει να θεωρείται ίδιον μόνον της μεταμοντέρνας εκδοχής της αφήγησης.
Προσφέρεται παλαιόθεν -ιδιαίτερα η εκτενής αφηγηματική γραφή- για περιπλάνηση
(συχνά γόνιμη) σε περισσότερα του ενός επίπεδα. Να δεχθούμε επίσης ότι η
ανάμειξη των μορφών της αφήγησης, των αφηγηματικών τρόπων και τεχνικών, ή και η
διατάραξη της ευθύγραμμης χρονικής σειράς, η εναλλαγή των υποκειμένων, ακόμη
και η συνύπαρξη διαφορετικών προσώπων στο ένα αφηγηματικό υποκείμενο (αυτό
λιγότερο συχνά) δεν είναι νέα δεδομένα στο λογοτεχνικό τοπίο. Ωστόσο, κάθε φορά
που έχουμε μια ανάλογη διαφοροποίηση των απλών και τετριμμένων τεχνικών της
αφήγησης, κάθε φορά που ένας συγγραφέας μοιάζει να ανακατεύει τα υλικά του,
εστιάζουμε την προσοχή μας στο αποτέλεσμα, κυρίως στο εύρος και το βάθος της
ανατροπής, με την ελπίδα ότι θα δούμε την ευφάνταστη νέα λογοτεχνία να
ανατέλλει.
Το «Μυθιστόρημα» του Θωμά Συμεωνίδη θα μπορούσε να συνοψισθεί μέσα στο
έργο του εξωφύλλου. Ο Γιώργος Ανδρούτσος έχει σχεδιάσει με κάρβουνο και κιμωλία
(ανόμοια υλικά) μια ανδρική μορφή (με τον εύγλωττο τίτλο Άτιτλο) με συγκεχυμένες γραμμές, ή καλύτερα με πολλές διαγραφές της
μορφής που αρχικά σχεδιάστηκε, δίνοντας έτσι την αίσθηση της αδυναμίας (ή
άρνησης) να δώσει σχήμα συμβατικό στο πρόσωπο που ζωγράφισε. Αν θέλαμε να
μιλήσουμε για την πορεία της ζωής του προσώπου αυτού, θα φτιάχναμε ένα
απροσδιόριστο -ως προς τη μορφή τουλάχιστον- κείμενο. Ο ήρωας της ιστορίας του
Συμεωνίδη θα ήταν αυτό το πρόσωπο. Ακριβώς γιατί ούτε ήρωας αλλά ούτε και
ιστορία υπάρχει με βάση τις παραδεδομένες (συμβατικές αλλά ακόμη και
ανατρεπτικές) ως τώρα εκδοχές γραφής. Προχωρώντας στα ενδότερα στεκόμαστε στην
προμετωπίδα, η οποία χωρισμένη στα δύο δίνει την πόρτα εισόδου για το κύριο
μέρος του βιβλίου. Από τη μια το επίσης «Μυθιστόρημα»
του Σεφέρη, το εκτενές ποιητικό του δημιούργημα χωρισμένο σε 24 μέρη, για τον
τίτλο του οποίου ο ποιητής διευκρινίζει:
Είναι τα δύο συνθετικά που μ’ έκαναν να διαλέξω τον τίτλο αυτής της
εργασίας. ΜΥΘΟΣ, γιατί χρησιμοποίησα αρκετά φανερά μια ορισμένη μυθολογία.
ΙΣΤΟΡΙΑ, γιατί προσπάθησα να εκφράσω με κάποιον ειρμό μια κατάσταση τόσο
ανεξάρτητη από μένα όσο και τα πρόσωπα ενός μυθιστορήματος. (Σημείωση του
Γιώργου Σεφέρη στην πρώτη έκδοση της τρίτης ποιητικής του συλλογής Μυθιστόρημα, 1935.)
Υβριδικό, λοιπόν, το «Μυθιστόρημα», το κάθε μυθιστόρημα,
ισορροπώντας ανάμεσα στη μυθοπλασία και στην αλήθεια της ζωής του συγγραφέα
πρωτίστως, κατόπιν του ήρωα. Ο συγγραφέας σε απόσταση από το έργο του, στο
οποίο ωστόσο ιστορεί κάτι από τον δικό του κόσμο, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο.
Από την άλλη, το απόσπασμα από το
επίσης «Μυθιστόρημα» του Γιώργου
Χειμωνά:
Στις στενές ανηφόρες από χαμηλά με κοίταζαν ακίνητα και σκοτεινά
παιδιά. Σε λίγη ώρα θα κλειστώ για να κοιμηθώ. Θα πω να μην έρθουν το πρωί να
με ξυπνήσουν. Ξαφνικά ήρθαν ο Στέφανος και η Ανθή. Με πήραν και φύγαμε.
(Γιώργος Χειμωνάς, Μυθιστόρημα,1966)
Η αναφορά στο εμβληματικό αυτό
έργο του μοντερνισμού ήδη μας έχει δώσει ένα πρώτο κλειδί ανάγνωσης για όσα
ακολουθήσουν. Η απροσδιοριστία, ο αιφνιδιασμός, η ανατροπή εισβάλλουν στη
συνείδηση του αναγνώστη. Μαζί και ΑΥΤΟΣ, ο ήρωας (μπορούμε άραγε να τον
ονομάσουμε έτσι;) με τα κεφαλαία γράμματα του ονόματός του να ισοσταθμίζουν την
αοριστία της ταυτότητάς του και με την αρχή του βιβλίου να παραπέμπει στο
θεατρικό σανίδι. Και μετά το ταξίδι, όχι
αυτό του Οδυσσέα, αλλά κάποιο σαν το γνωστό του Οδυσσέα.
Ο γέρος ανέκφραστος. Μοναδική κίνηση αυτή των χειλιών του, σπάει τη
σιωπή. Πότε ξεκίνησες το ταξίδι; τον ρωτάει. ΑΥΤΟΣ απαντάει πως δεν ξέρει.
Γιατί το ξεκίνησες; ΑΥΤΟΣ απαντάει πως δεν ξέρει. Θα εγκαταλείψεις; ΑΥΤΟΣ
απαντάει πως δεν ξέρει. Πού θέλεις να καταλήξεις; ΑΥΤΟΣ απαντάει πως δεν ξέρει.
Βρίσκεσαι σ’ ένα νησί, του λέει ο γέρος, εδώ είναι οι οδηγίες (ο γέρος του
δίνει μια φιάλη, πες μπουκάλι, πες μποτίλια, το ίδιο κάνει, με έναν πάπυρο στο
εσωτερικό της). Όταν έρθει η ώρα θα καταλάβεις, του λέει νηφάλια ο γέρος.
Ένα ταξίδι λοιπόν, χωρίς όμως,
όπως θα αντιληφθεί και ΑΥΤΟΣ, να υπάρχουν οδηγίες. Γιατί πορεύεσαι χωρίς
πυξίδα, κι ας μένουν οι οδηγίες κλεισμένες στο μπουκάλι. Έτσι και τα ταξίδια της
επιστροφής, για παράδειγμα αυτά που σε γυρνάνε στην παιδική σου ηλικία για να
κάνεις έναν απολογισμό της πορείας σου.
Κι αν αποφασίσεις να γράψεις αυτή την ιστορία, τη δική σου, την προσωπική,
μάλλον ένα μυθιστόρημα θα προκύψει. Σαν αυτό που αριθμεί 64 σελίδες, που
ισοδυναμούν με το μισό βιβλίο. Με τον μύθο του και με μια ιστορία τόσο ξένη
προς αυτόν που την ιστορεί όσο και οι ήρωες ενός μυθιστορήματος. Δηλαδή και
οικείοι και ανοίκειοι, και αληθινοί και επινοημένοι. Κάτω από αυτή την οπτική,
όμως, το βιβλίο διαβάζεται σαν μια μελέτη πάνω στο μυθιστόρημα ως είδος, άρα μπορούμε
να μιλήσουμε για μια περίπτωση αυτοαναφορικότητας, η οποία πάλι μας θυμίζει τη
μεταμοντέρνα εκδοχή της γραφής. Διαβάζοντας σκέφτεσαι μάλιστα μήπως πρόκειται
για ένα παιχνίδι με τη γραφή, για το πώς και το γιατί της μεγάλης αφήγησης,
δηλαδή του μυθιστορήματος. Ή ίσως μια ευφυής μελέτη για το πώς γράφεται Ναι, η βιογραφία μου. Το αφήγημα της ζωής
μου. Το προσωπικό μου μυθιστόρημα. Είναι, όμως, όλο αυτό μια ιστορία; Όχι!
Όπως θα πει ΑΥΤΟΣ, Εδώ δεν υπάρχει καμία
ιστορία.
Ο αναγνώστης νιώθει σαν αυτή την
μποτίλια τη ριγμένη στο πέλαγος. Αν ιστορία δεν υπάρχει, παρά μόνο σ’ αυτές τις
64 σελίδες, τότε το όλον τι ακριβώς είναι; Εδώ βρίσκεται και το κλειδί της
ανάγνωσης. Πρέπει να συμφιλιωθείς με την ιδέα πως δεν διαβάζεις μια ιστορία
αλλά μια εκδοχή της ζωής με όλες τις αντιφάσεις της, τις ανατροπές της (όπως
αυτή στο απόσπασμα του Χειμωνά) τον παραλογισμό της ενδεχομένως. Και, αν πρέπει
να προχωρήσουμε πιο πέρα, να αφεθείς στην αισθητική εμπειρία που σου προσφέρει
απλόχερα η γραφή του Συμεωνίδη. Η τέχνη στη σχέση της με την κοινωνία, το
περιβάλλον που κατά βάση τη γεννά, μάλλον κερδίζει στα σημεία· ας το
παραδεχθούμε. Το ζητούμενο δεν είναι σε καμία περίπτωση η αντιστοιχία της
«αλήθειας» εν Τέχνη με την αλήθεια
της κοινωνικής πραγματικότητας. Το έργο τέχνης μπορεί να έχει τη νοητική του
αφετηρία ως σύλληψη αρχική στην πραγματικότητα που μας περιτριγυρίζει, ωστόσο
αυτονομείται απ’ αυτήν μόλις μορφοποιηθεί. Έτσι, ως αυθύπαρκτο και αυτόνομο έργο
διαβάζεται και η μυθιστορία· και ως εκ τούτου καμία σχέση δεν υποχρεούται να
έχει με κάποια εκδοχή λογικής
ακολουθίας.
Στο συγκεκριμένο κείμενο τραβούν
την προσοχή κάποιες αναλογίες, οι οποίες με τη σειρά τους δίνουν ένα κλειδί
ακόμη για την ανάγνωση. Η σημαντικότερη και διαυγέστερη είναι η αναφορά στις
σκόπιμες παραμορφώσεις που επιχειρεί η Τέχνη:
Εντύπωση μου έκανε το γεγονός ότι ο Μιχαήλ Άγγελος είχε επιλέξει να
σχεδιάσει παραμορφωμένες τις μορφές στην Καπέλα Σιξτίνα έτσι ώστε από απόσταση
να φαίνονται κανονικές. Κάτι ανάλογο βέβαια θυμήθηκα ότι είχε γίνει με τον
Παρθενώνα. Έκανα μια αναζήτηση στις σημειώσεις που είχα κρατήσει από ένα
προπτυχιακό μάθημα και εκεί βρήκα ότι και οι Αιγύπτιοι χρησιμοποιούσαν
τεχνάσματα και οπτικές διορθώσεις. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για το σύνολο
των τρόπων με τους οποίους επιχειρείται η αναίρεση των οπτικών παραμορφώσεων
της φυσιολογικής οπτικής.
Αλλά και στην περίπτωση μιας
τρισδιάστατης απεικόνισης η αναλογία με την τεχνική της αφήγησης που
επιχειρείται από τον Συμεωνίδη είναι εμφανής.
Όχι, κύριε Αρνό, η τρισδιάστατη απεικόνιση δεν είναι ζωγραφιά. Είναι
ένα σχέδιο. Δείχνει τον χώρο στις τρεις διαστάσεις. Θα αφήσω να φαίνονται και
τα σημεία φυγής για να καταλάβετε καλύτερα.
Ο κόσμος, όπως παρουσιάζεται στο «Μυθιστόρημα» διαβάζεται και με τον
εικαστικό τρόπο, σαν ένα τρισδιάστατο δημιούργημα που νοείται περίοπτο μέσα
στον χώρο (αληθινό όσο και φαντασιακό), σαν ένα αρχιτεκτόνημα που από απόσταση
τελειούται μέσα στο φυσικό περιβάλλον καταργώντας τις επινοημένες και σκόπιμες
ατέλειες στην κατασκευή του, σαν μια εικόνα που μόνον από τη δέουσα απόσταση
του επισκοπούντος υποκειμένου δίνει την τελειότητα της σύλληψης του καλλιτέχνη.
Ως ένα ενιαίο όλον, που αναιρεί τις αναγνωστικές ενστάσεις για την απουσία
εμφανούς δομής και τη σύγχυση ως προς τα πρόσωπα. Σκέφτομαι τη διαίρεση σε 24
κεφάλαια και συνειρμικά πηγαίνω στις 24 ραψωδίες της Οδύσσειας (αλλά και της
Ιλιάδας φυσικά). Ένα ταξίδι κι εδώ, με τον Οδυσσέα να πελαγοδρομεί κυριολεκτικά
(και μεταφορικά μόνον κατ’ επίφαση) προκειμένου να δοθεί το όλον, το σύνολο του
έπους όπως το θέλησε ο δημιουργός του. Άραγε, αν ο ίδιος ο Οδυσσέας (με την
ποιητική και τη μυθολογική άδεια) έγραφε ο ίδιος την ιστορία του, ποια δομή θα
είχε, πώς θα παρουσίαζε την ατέρμονη και ταλαίπωρη πλεύση του σε αναζήτηση του
νόστου; Ποια επινοημένα στοιχεία θα πρόσθετε και με ποια σειρά άραγε; Ας
εκτιμηθεί, επομένως, το παρόν «Μυθιστόρημα»
όχι μόνον ως ιστορία (που δεν είναι ακριβώς) ούτε ως μύθος (που εν μέρει είναι)
αλλά ως μυθιστόρημα. Και αυτό γιατί προσεγγίζει την αισθητική εμπειρία που
πηγάζει από την αυτονόμηση ενός έργου τέχνης που ακροβατεί ανάμεσα στην αλήθεια
και το μαγικό ψέμα της λογοτεχνίας αλλά και γιατί εντυπωσιάζει με την πολυσημία
του (για να γυρίσουμε εν είδει σχήματος κύκλου στην αρχή αυτού του κριτικού
σημειώματος)· βασικό ειδολογικό στοιχείο
της μεγάλης αφήγησης. Σε άλλη περίπτωση, ας αφεθούμε στην απόλαυση μιας
εξέχουσας γραφής που από μόνη της σε συνεπαίρνει και σε κάνει να ξεχνάς ή και
να αδιαφορείς για το δέσιμο της πλοκής. Ίσως, μάλιστα, και αυτό το
χαρακτηριστικό να είναι τελικά επινοημένο, σκόπιμα να συγχέει και να διαγράφει,
όπως δείχνει και το πρόσωπο στο εξώφυλλο. Άλλωστε «Όλα τα έργα τέχνης, η τέχνη στο σύνολό της, είναι αινίγματα· αυτό
εξόργιζε ανέκαθεν τη θεωρία της τέχνης...», όπως επισημαίνει ο Th. W. Adorno, αισθητικά και θεωρητικά
συγγενής με τον συγγραφέα του παρόντος «Μυθιστορήματος».
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου