Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

"Εν μέσω ψιθύρων" του Θάνου Πανταζή εκδόσεις Αω (η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Vakxikon.gr https://www.vakxikon.gr/6-protaseis-anagnwseis-martios/)


"Εν μέσω ψιθύρων"

του Θάνου Πανταζή

εκδόσεις Αω
(η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Vakxikon.gr https://www.vakxikon.gr/6-protaseis-anagnwseis-martios/)







η εύγλωττη ποιητική εικόνα

Ο κόσμος της Τέχνης και ο κόσμος που μας περιβάλλει  πάντα ισορροπούν σε  μια συμφωνημένη θαρρείς αμοιβαία συνθήκη.  Δάνειες εικόνες εναλλάσσονται σε μια αμφίδρομη πορεία. Γιατί αλίμονο αν πιστέψουμε πως η αλήθεια βρίσκεται μόνο στη μία πλευρά, αυτή της ζωής που αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας ή μόνο στην άλλη, της καλλιτεχνικής επινόησης. Αλίμονο αν δεν μπορούμε να δούμε και τη ζωή συχνά να ακολουθεί την Τέχνη. Ωστόσο, το θέμα δεν βρίσκεται μόνον εκεί. Μιλώντας για τη Λογοτεχνία, εν προκειμένω για την Ποίηση, αξίζει να δούμε κατά πόσον μπορεί να αποδώσει την αίσθηση της ζωής που βιώνει ο δημιουργός των ποιημάτων. Όσο δύσκολο (πιθανόν και αδύνατον) είναι να αποδοθεί η όντως πραγματικότητα τη στιγμή που βιώνεται μέσα στη μεγάλη αφήγηση (το μυθιστόρημα), τόσο ανοίγεται πιο βατό μονοπάτι για να δοθούν στιγμές της ζωής μέσα στη μικρή πεζογραφική φόρμα, και ακόμη περισσότερο μέσα στο ποιητικό σχήμα. Ακριβώς γιατί η αποτύπωση στιγμών, η διάσωση μέσα σε λέξεις της αποσπασματικής εικόνας από το όλον που βιώνουμε γίνεται δυνατή, γιατί δεν απαιτεί τη χρονική απόσταση προκειμένου να συνειδητοποιηθεί το μέγεθος, το εύρος και το βάθος (φυσικά και οι συνέπειες στον μακρό χρόνο) των γεγονότων. Η μικρή αφήγηση, πολύ περισσότερο όταν περικλείεται στη φόρμα ενός ποιήματος (γιατί και το ποίημα μια μικρή αφηγούμενη  ιστορία είναι) αιχμαλωτίζει τη στιγμή, σ’ αυτήν εστιάζει, από αυτήν ξεκινά  και σ’ αυτήν καταλήγει ολοκληρώνοντας το νόημα. Έτσι, για παράδειγμα, μπορεί στην ποίηση να αποδοθεί η αίσθηση της πολύπλευρης κρίσης που βιώνουμε σήμερα. Να αποδοθούν οι σκοτεινές και οδυνηρές διαπιστώσεις.

Τα παραπάνω προέκυψαν διαβάζοντας την ποιητική συλλογή Εν μέσω ψιθύρων του Θάνου Πανταζή. Οι προσωπικές αναγνώσεις είναι πολλές μιλώντας ιδίως για την ποίηση, και ο κάθε αναγνώστης επιλέγει τον τρόπο που θα προσεγγίσει τη γραφή και τη σκέψη του ποιητή. Σημειώνοντας, έτσι, ποιήματα που άξιζαν μια δεύτερη ματιά (και δεν ήταν λίγα), μέσα σε όσα ο ποιητής εκφράζει  τη στάση του απέναντι στον χρόνο που περνά (κυρίως εκεί εστιάζει), είδα και τρία που από μόνα τους αρκούσαν για να διαβαστεί το βιβλίο, φυσικά με μια απολύτως θεμιτή προσωπική ανάγνωση. Μάλιστα το ένα δίπλα στο άλλο σε συγκεκριμένη σειρά έδιναν τη σημερινή εικόνα της ζωής μας σε όλο της το μέγεθος αλλά και τη συνακόλουθη τραγικότητα που τη διέπει.  Εστιάζω, λοιπόν, σ’ αυτά για να δώσω την προσωπική μου εκδοχή πρόσληψης του ποιητικού λόγου.

Το πρώτο έχει τον τίτλο «Πατήσια», και αρχικά με τράβηξε για τις κοινές μου μνήμες με τον ποιητή. Μια γειτονιά κάποτε πολύ αγαπημένη, τώρα μακρινή για λόγους προσωπικούς. Τα Πατήσια, όμως, του Πανταζή ανήκουν -ως κατάσταση ζωής και όχι μόνον ως εικόνα- σε όλους μας. Είναι ο ξεπεσμός της ζωής που κάποτε άλλη αξία είχε και τώρα μετριέται ανέλπιστα φτηνή. Είναι η ζωή που δείχνει τα κομμάτια της (αποκόμματα καλύτερα να πεις) από μια παλιά πλέον ευτυχία (κι ας ήταν κατασκευασμένη και ψεύτικη στα σημεία της), και τα κρεμά στα κάγκελα να ανεμίζουν σαν πανιά στον αττικό αέρα, που μοιάζει καθόλου να μη νοιάζεται και να μην έχει αλλάξει τις συνήθειές του. Πάντα θα φυσά ήπιος και ανέμελος. Ίσως για να υπογραμμίζει την απουσία του ταξιδιού εδώ κάτω στους δρόμους αυτής της πόλης. Κι όπου βλέπεις ταξίδι να σκέφτεσαι όνειρο. Κι αυτό χαμένο.

«Πατήσια»

Περιδιαβαίνω γι’ άλλη μια φορά

Τα γνώριμα, εφηβικά λημέρια

Αιώνια δέσμιος της θύμησης.

Σαν άξαφνο χαστούκι με χτυπά

Ο ξεχαρβαλωμένος ξεπεσμός.

Γωνία Καυτατζόγλου με Χρυσοστόμου Σμύρνης.

Κοιτώ ψηλά.

Πολύχρωμα σεντόνια στα μπαλκόνια,

Μπουγάδες στις ταράτσες ανεμίζουνε.

Και γίνονται τούτα τα μουντά τσιμέντα

Σκούνες κομψές που ταξιδεύουνε ανέμελα

Στις γαλανές, στις μερωμένες θάλασσες

Του λιοθρεμμένου ουρανού της Αττικής.



Κι αν σ’ αυτό το πατησιώτικο σταυροδρόμι η ανθρώπινη παρουσία μόνο στην εικασία αφήνεται πίσω από τα πολύχρωμα δηλωτικά ζωής, σ’ εκείνο το άλλο με τον τίτλο «Στάση Αμπελοκήπων» αρκεί μία μόνο μορφή για να εισβάλλουν πλήθος στο τοπίο του υπόγειου συρμού οι ανθρώπινες σκιές, που μόνον σαν απουσία λογίζονται. Η μοναξιά μέσα στο πλήθος, η μηδαμινή έγνοια του σαρκίου δίπλα στην αληθινή οδύνη. Η εικόνα εδώ απολύτως συμπληρωματική της προηγούμενης. Είναι αυτοί που άπλωσαν τα πολύχρωμα ίχνη του νυχτερινού τους ύπνου κάπου στα Πατήσια και χύθηκαν στις υπόγειες της πόλης κατακόμβες.



«Στάση Αμπελοκήπων»



Στεκότανε παράμερα, αποκομμένη από του κόσμου τη βοή.

Ξεχώριζε απ’ το πολύχρωμο μαντήλι στο κεφάλι

Κι από μια τσαλακωμένη μάσκα χειρουργείου.

Μα πιο πολύ ξεχώριζε απ’ το θλιμμένο βλέμμα,

Που ’κρυβε μέσα του μιαν ένταση, που όμοια δεν είχα ξαναδεί.



Μου θύμισε παλιές φωτογραφίες

Από γυναίκες του Έπους του ’40.

Πόνος και θλίψη.

Στεγνά δάκρυα.

Και θέληση από γρανίτη καμωμένη.



Ντράπηκα γιατί μου φάνηκαν οι έγνοιες μου τόσο φτηνές,

Καθώς λογάριαζα πόσα ευρώ μου ’χαν στην τσέπη απομείνει.

Και σαν κατέφθασε επιτέλους ο συρμός,

Με λύτρωσε το υπόκωφο άνοιγμα της πόρτας.

Κι ένοχα αφέθηκα στην κρύα ακινησία του μετρό

’Κει που των ανθρώπων οι ψυχές

Μόνο τυχαία συναντιούνται.



Κι έρχεται τώρα με το τρίτο ποίημα, με τον τίτλο «Έξοδος», να δέσει σε ενιαίο σύνολο η εικόνα. Εδώ δεν είναι μόνον ο χώρος, ούτε είναι μόνον οι αυτόνομες σκιές στο πλήθος μέσα. Εδώ είναι η συλλογική οντότητα και η ευθύνη που φθάνει στην επιφάνεια του βυθισμένου πλοίου. Και η φωνή του ποιητή που στιγματίζει τη συνολική «ύβρι», λίγο πριν την «Έξοδο».



«Έξοδος»



Τριάμισι χιλιάδες χρόνια άντεξαν

Οι γιοι των Δαναών και Πελασγών.

Τους κούρασε το πολύ μπλε του ουρανού,

Όπως το είπε ο σοφός ο ποιητής.

Το φως το δυνατό του τόπου τους

Έκανε ασήκωτους τους ίσκιους των τρανών προγόνων.

Κι εκείνοι τυφλωμένοι από τη λάμψη την παλιά,

Δεν μπόρεσαν να δουν εγκαίρως τις δικές τους αμαρτίες

Βουλιάζοντας στο βούρκο της ύβρης και της παρακμής.

Παλιοί και νέοι θεοί τους ξέχασαν.

Δε θέλαν με τους άσωτους ν’ ασχοληθούν.

Μ’ αυτούς που σαν τον Κρόνο

Άρχισαν να τρώνε από τις σάρκες των παιδιών τους

Μη νοιώθοντας τις Ερινύες να καραδοκούν.

Κι όσος καιρός μας απομένει, φτάνει

Ν’ ανοίξουμε πανιά γι’ άλλες πατρίδες,

Γι’ άλλες θάλασσες και για λιγότερο καθάριους ουρανούς

Προτού ηχήσουνε το τέλος οι βάρβαρες σάλπιγγες της Ιεριχούς.



Έτσι, μέσα σε μόλις τρεις ποιητικές εικόνες όλο το δράμα το σημερινό, όπως το βιώνει ο καθένας μόνος του, όλοι μαζί συλλογικά σαν μια πατρίδα ξεχασμένη, κι ο τόπος ο ίδιος με τη δική του την ψυχή να πλέει στο άγνωστο, σε μία έξοδο ίσως από τον ζοφερό τον χώρο – αν όχι και σε μία «Έξοδο» του τραγικού θεάτρου. Είναι ικανή (δυνατή και αρκετή) η ποίηση να απομονώσει πρώτα τα σημεία των καιρών, και κατόπιν να συναρμολογήσει το νόημα της τοιχογραφίας. Μέσα στους στίχους το κάθε μοναχό σημείο έχει το δικό του βάρος και το νόημά του -ακόμα και το μεταφορικό ή κυρίως αν είναι τέτοιο- παίρνει πλέον τις διαστάσεις που χρειάζεται η περίσταση. Και τότε η ποίηση κοινωνείται και στους άλλους, τους αποδέκτες της.



Κοιτάζω το λιτό εξώφυλλο (ο σχεδιασμός από τη Χρυσάνθη Σ. Ρέτσου), με τρία σημεία όλα κι όλα, και σκέφτομαι πως με τα πιο απλά υλικά μπορείς να δώσεις το αυτονόητο της ποίησης. Δημιουργία πλήρης μέσα στο ελάχιστο του σώματός της.



Διώνη Δημητριάδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου