Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2018

Ο Αρχίλοχος έπεσε από τη Σελήνη με αλεξίπτωτο στην πόλη του Βαγγέλη Αλεξόπουλου εκδόσεις Οδός Πανός η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/o-arxiloxos-epese-apo-ti-selini/


Ο Αρχίλοχος έπεσε από τη Σελήνη
με αλεξίπτωτο στην πόλη

του Βαγγέλη Αλεξόπουλου
εκδόσεις Οδός Πανός
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/o-arxiloxos-epese-apo-ti-selini/






Μέσα από το ναρκοπέδιο της ποίησης



Η ποίηση είναι ναρκοπέδιο

Δεν είναι λιβάδι με παπαρούνες



Η ποίηση του Βαγγέλη Αλεξόπουλου ανοίγει τα χαρτιά της και μας προσκαλεί σε ένα ξεκάθαρο τοπίο – κι ας χρησιμοποιεί συχνά μια συνυποδηλωτική γλώσσα με τη μεταστροφή των λέξεων στη μεταφορική τους σημασία, ικανή να αποδώσει το εσώτερο νόημα. Έτσι κι εδώ, στην τρίτη ποιητική του συλλογή, μετά τις (Αγχέμαχες Λέξεις, Άγκυρα, 2015) και την Πλατεία των Ταύρων, Οδός Πανός, 2017) το μήνυμα είναι σαφές: για ναρκοπέδιο πρόκειται. Οι λέξεις που οδηγούν σε μάχη εκ του συστάδην (αγχέμαχες) και αναμετρώνται με τον ταύρο στο αιματηρό σκηνικό της αρένας, μετέφεραν τη δύναμή τους στο τωρινό ναρκοπέδιο, περισσότερο απειλητικό -καθόσον αφανές-, το οποίο φέρνει στο προσκήνιο την πιθανότητα ενός τέλους, όπως διατυπώθηκε στην προηγούμενη συλλογή του: […] οι αληθινοί ποιητές,/ μου φώναξε μια νύχτα ο Σαχτούρης,/ έχουν πάντα /όλοι /κακό/ τέλος (Προσκλητήριο, Η Πλατεία των Ταύρων).



Εφόσον η συνθήκη αυτή καθίσταται σαφής από τον ποιητή στην Εισαγωγή της ποιητικής σύνθεσης, συνειδητά εισερχόμαστε στα ποιήματα με προσεκτικά βήματα, για να συναντήσουμε τον λυρικό Αρχίλοχο, στο πρώτο μέρος, που φέρει το όνομά του.



Με ταξιδεύει πίσω

στην αρχή των γεγονότων

Ψίθυρος ενός ολόχρυσου

Αρχίλοχου αφηγείται

τα παθήματα του Τάνταλου



Έτσι, με τη μνεία αυτών των πεινώντων και διψώντων αιωνίως, μας εισάγει στη διαρκή κίνηση της ανθρώπινης πορείας, της ποίησης ενδεχομένως, αλλά και της ματαιότητας των προσπαθειών για υπερκέραση των άρρητων νόμων που διέπουν τον δύσκολο αγώνα του ανθρώπου για διακριτή ζωή, πέραν της απλής επιβίωσης. Η συνάντηση με τον Αρχίλοχο, ωστόσο, ανοίγει μια δίοδο ερμηνευτική σ’ αυτήν την πορεία, τουλάχιστον την ποιητική. Είναι εύκολο να καταδικάσεις τον αρνητή της ηρωικής εικόνας, τόσο επιμελώς θεμελιωμένης στο συλλογικό θυμικό των ανθρώπων. Ο ρίψασπις Αρχίλοχος, όμως, εισηγείται ένα νέο ιδεώδες, με τα θεμέλιά του μέσα στην ταπεινή -ωστόσο αληθινή και αυθεντική- ανθρώπινα γήινη, καθημερινή  συνθήκη. Η ανθρώπινη διάσταση αυτής της πραγματικότητας είναι που κάνει αμέσως τον ποιητή οικείο και φιλικό. Εισβάλλουν, όμως, στα ποιήματα μαύρες, σκοτεινές εικόνες, ένα βάρος ασήκωτο μοιάζει να είναι η πλεύση αυτή, με τον Οδυσσέα και τους συντρόφους να



περιμένουν τον χρησμό



με μόνη παρηγοριά ότι επέλεξαν σωστά, όπως άλλωστε και ο ποιητής/Αρχίλοχος:



Γιατί, δεν μπορείς να γράφεις ποιήματα

κουβαλώντας μιαν ασπίδα



Θέμα επιλογής, λοιπόν: ή θα πολεμάς ή θα γράφεις ποιήματα.  Μέχρι να κατανοήσεις πως μπορείς και μ’ αυτά να πολεμάς. Κι έτσι ο Αρχίλοχος θα εγκαταλείψει τη Σελήνη, ανοίγοντας το δεύτερο μέρος της σύνθεσης.



Η νύχτα αγαπάει αυτούς

 που αποσχίζονται

και ονειρεύονται με μάτια ορθάνοιχτα

Ουρλιάζουν,

πετάνε παραμύθια και

νεράντζια με ξυράφια

στο φεγγάρι



Η απόσχιση, κομβικό θέμα στην ποίηση του Αλεξόπουλου, συνιστά επιλογή από τα πρώτα του ποιήματα, ίσως γιατί η αλήθεια βρίσκεται εκεί που λιγοστεύει η βουή του πλήθους, εκεί που αναμετριέσαι με το μπόι σου και μόνο. Ή πάλι γιατί, αν κοιτάξεις προς τα πάνω, θα δεις τον άλλο συρφετό να παίζει στα ζάρια την τύχη σου:



Όταν οι άγγελοι μεθύσουν/τότε είναι που αρχίζουν / φιλοσοφίες και συζητήσεις για την καταγωγή τους άλλοι/ για τον πατέρα, τη μητέρα/ για το υπόλοιπο το σόι/– κάποιοι πάλι συνεχίζουν/ να πετούν το ζάρι –

Και αντί για απαντήσεις /αρχίζουν τα συνθήματα/για τις ομάδες, για τα κόμματα /και ανοίγουν τις εφημερίδες/ και φτάνουν στη γη αποκόμματα/ Και οργιάζουν οι φήμες



Κι αν πας να ερμηνεύσεις τι συμβαίνει με τις δικές σου Άγιες Γραφές, τότε όλα -μα όλα- παραμύθια είναι· οι δικοί σου προσωπικοί μύθοι, πρόσφοροι πάντα στα δύσκολα να γίνουν σωστικές λέμβοι, να σε φέρουν σώο στην ακτή, να μην πνιγείς μεσοπέλαγα.



Όταν ρωτάς το πώς και το γιατί/ και η απάντησή μου πρέπει να είναι/ ερμαφρόδιτη/ κάνω πως δεν ακούω την ερώτηση,/ είναι που περιμένω την πανσέληνο/ ν’ αρπάξω την κούνια/ που κρέμεται από εκεί πάνω/ να σε καθίσω και /κουνώντας σε απαλά/ ν’ αρχίσω πάλι τα γνωστά παραμύθια



Το κύριο σώμα της ποιητικής σύνθεσης, νομίζω, βρίσκεται στο τρίτο μέρος, στην Πτώση. Στο άφευκτον του πράγματος. Στην αδήριτη ανάγκη του ποιητή να βρει τους όμοιους, τους ομοιοπαθείς, τους συνοδοιπόρους σ’ αυτήν την εξαίσια μα και απαιτητική για αίμα πορεία. Στην προηγούμενη συλλογή του έναν έναν τους ονόμασε, αυτούς που τους χαρακτήρισε τυχερούς: Τυχεροί όσοι/ τους παίρνει ο διάβολος/ και τους σηκώνει/ οι υπόλοιποι/ θα καταλήξουμε/ μέσα στο χώμα.



Σαν τα αποδημητικά πουλιά θα τους δει, σαν τα χελιδόνια που αναχωρούν για τα ζεστά κλίματα αποδιωγμένα από το ψύχος του χειμώνα. Κι αυτός, έχοντας γερά καρφωμένα τα χέρια στα κάγκελα -να μην θαρρέψει και τα ακολουθήσει- αρθρώνει την αλήθεια:



Ένα μικρό μαύρο πουλί

μπλέχτηκε στις φλέβες μου

σπαρταράει σαν καρδιά

– δεν θα ξεφύγει



Και όπως εισερχόμαστε στο τέταρτο μέρος της σύνθεσης, το Αλεξίπτωτο (εύστοχη η σχεδίαση του εξωφύλλου από τον Στράτο Φουντούλη), εμβληματικός στέκει ο Μπάροουζ για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους:



Παρανοϊκός είναι εκείνος που αρχίζει να καταλαβαίνει τι συμβαίνει γύρω του. (Γουίλιαμ Σ. Μπάροουζ)



Ποιήματα δεν γράφουν οι παρανοϊκοί

αλλά οι λογικοί, που ζουν

 σε έναν παρανοϊκό κόσμο

(Έλεγε ο Μπάροουζ)






Από δω οι γνωστικοί και από κει οι σαλεμένοι. Να το δούμε αλλιώς, όμως. Φρόντισαν γι’ αυτό και ο Μπάροουζ και ο Μπόρχες και ο Κάφκα φυσικά, ακόμη και ο Καμύ, και μας έδειξαν τα όρια της λογικής αυτού του κόσμου, για να μπορέσουμε να δούμε με ανοιχτά μάτια τη θέση μας στον κόσμο, τη σχέση μας μ’ αυτόν. Παρά τη νόηση ίσως να μην  είμαστε εμείς αλλά ο κόσμος που μας περιβάλλει και επιβάλλει τη μία και μοναδική του λογική και σαν τον πολυπήμονα Προκρούστη παλεύει να χωρέσουν όλοι στο μετρημένο του κρεβάτι. Ας είναι. Οι ποιητές γνωρίζουν τον τρόπο να δραπετεύουν από την κυριαρχία της ορθής και τετράγωνης σκέψης. Ευτυχώς γι’ αυτούς το αλεξίπτωτο εμποδίζει την πρόσκρουση· ανοίγει την τελευταία στιγμή, και ας είναι η διαδρομή τους ίδια με μια ελεύθερη πτώση. Στην πορεία τους θα συναπαντηθούν με τη σύγχρονη Αλίκη, τη δυνατή στα θαύματα, αλλά και με τη γοργόνα του Μεγαλέξανδρου, έτοιμοι να της πουν το μεγάλο ψέμα. Έτσι, με το ακροτελεύτιο ποίημα του Αλεξίπτωτου, ο ποιητής εισέρχεται στην Πόλη, το πέμπτο μέρος της σύνθεσης.



Δεν έχω την ψυχική δύναμη του Ηλία Πετρόπουλου

 ούτε την αντρειοσύνη του Κολοκοτρώνη



Μονάχα κάθε βράδυ απολαμβάνω

το τσιγάρο και την μπύρα μου

στο μπαλκόνι του σπιτιού μου



Μάλιστα κάποιες φορές

 – συνήθως φυσάει ένα δροσερό αεράκι –

Πιάνω τον εαυτό μου να κοιτά με αγάπη,

τα κάγκελα στο μπαλκόνι



Λεπτές οι ισορροπίες, όσο και το ζύγισμα στην κουπαστή του μπαλκονιού, κινήσεις επίφοβες για αιφνίδιες αναχωρήσεις από τις πόλεις με τις καρφωμένες κεραίες, με σπιτωμένα τα όνειρα των άυπνων ενοίκων.



Εδώ – και χρόνια – όλα νοικιάζονται

για 99 χρόνια

Τρεις φορές τα χρόνια του Χριστού,

 τρεις φορές σταύρωση

– χωρίς ανάσταση –

τρεις εις θάνατον



Άγγελοι, Θεοί και δαίμονες, ο διάβολος ο ίδιος σε συνειρμική συνομιλία με τον Πεσσόα, και εδώ ο Χριστός, όλοι κυκλοφορούν στα ποιήματα του Αλεξόπουλου, ξορκίζοντας τον φόβο του αθέατου, παίρνοντας όψη γήινη με πάθη και έγνοιες υλικές. Και ο μαγικός αριθμός, ο περιττός 99 (να λείπει το ένα ακόμη που θα τον κάνει πλήρη και άρτιο) να επιμένει να μετρά τα κενά διαστήματα, τις μάταιες ελπίδες και την καταργημένη ανάσταση. Ευτυχώς που στις πόλεις ακόμη ανασαίνουν οι παλιοί «άγιοι», κι αυτοί φροντίζουν για τις ευαίσθητες ισορροπίες.



οι ακόλουθοι του αγίου Πάνα

που τραγουδούν

και ερωτεύονται



Ο έρωτας παντοκράτωρ και ισοπεδωτής των γήινων φόβων, ο άγγελος των μαγικών αποθεώσεων. Η τέλεια είσοδος για το έκτο μέρος της σύνθεσης, με το υβριδικό όνομα Synοψis. Η κατάργηση του Μέλλοντα χρόνου, τα κόκκινα ξυράφια που γλυκά γλιστρούν και τα σύννεφα που ξαφνικά μεταλλάσσονται σε βρόχινο μοιρολόι:



Καμιά φορά τα σύννεφα θυμούνται

τις ψυχές με τα κόκκινα ξυράφια

που τα διαπέρασαν

οδεύοντας προς τον παράδεισο

και τότε βάζουν τα κλάματα



Κάπως έτσι φθάνει το μακροσκελές αυτό ποίημα -γιατί θα μπορούσε να είναι ένα ενιαίο όλο αυτό- στον Επίλογο. Κι εδώ έρχονται να δέσουν όλοι οι υπαινιγμοί, να ντυθούν το ρεαλιστικό τους ένδυμα όλες οι μεταφορές και να κραυγάσουν οι σιωπές των άλλων ποιημάτων. Είναι ο ποιητής, όχι πλέον ο Αρχίλοχος, αλλά ο ποιητής εδώ που γράφει και ο κάθε ποιητής που νιώθει κάτι πιο πάνω και πιο πέρα από τα ευτελή μικρά που τον περιτριγυρίζουν. Μνημονεύει τον έκπτωτο αρχάγγελο Ουριήλ μέσα από τον ψαλμό του Δαυίδ.



Εγώ είμαι

ο έκπτωτος άγγελος

 που άλλαξε το χρώμα

της στολής τους Μου εκμυστηρεύτηκε

 μεθυσμένος

ο Ουριήλ



Μα δεν πρέπει κάποιος επιτέλους -αν όχι κυρίως ο ποιητής- να περισώσει το μεθυσμένο ευαγγέλιο, κάποιος να δικαιώσει τα αφίλητα σώματα; Είναι χρέος κι αυτό, και η ευθύνη του ποιητή βαριά και μεγάλη. Τάσσεται κι αυτός με τις στρατιές των λεγεωνάριων αγγέλων να πίνει μαζί τους μαύρο αλκοόλ και να απαγγέλει ποιήματα για τα αφίλητα σώματα. Να αφήνει ίχνη γράφοντας.



Αφήστε αποτυπώματα παντού

να βρουν πρώτη ύλη

οι ποιητές του μέλλοντος



Ο Αρχίλοχος του Βαγγέλη Αλεξόπουλου άφησε το δικό του χνάρι, αποτύπωμα γερό. Και είναι εδώ, σ’ αυτό το εκτενές συνθετικό ποίημα που βρίσκει την πιο ώριμη ώρα της η ποιητική του φωνή. Γιατί είναι δύσκολο πολύ να δώσεις τη συνέχεια της ιδέας, να πάρεις τον πυρήνα της σκέψης και να τον κατανείμεις σε κομμάτια ποιητικά, να προχωράει το ποίημα και να μη χάνεται ο μίτος μέσα στον λαβυρινθώδη δρόμο, και τέλος να ξαναμαζεύονται οι λέξεις και να δίνουν τη συνολική εικόνα. Και όλο αυτό με το ελάχιστο των εκφραστικών μέσων, σε μια λιτότητα θαυμαστή, με τίποτα το περιττό, με καμία έλλειψη, και με το όλον ειπωμένο. Η τέχνη της Ποίησης; Μα, ναι!





Διώνη Δημητριάδου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου