Piano Forte
του Βασίλη Μπαρούτη
εκδόσεις Φίλντισι
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal fractalart.gr/piano-forte/
Οι ήχοι των αφηγήσεων
Γράψαμε τραγούδια που μιλούσαν για τη θλίψη
των άρρωστων, δυσάρεστων, και μάταιων δεσμών.
Παίξαμε με στίχους που γελούσαν με την πίστη
των άτυχων, των άσχημων, των άδοξων θνητών.
Φτιάξαμε τραγούδια που γλεντούσαν με τις τύψεις
των άχρωμων, ασήμαντων, ανόητων εραστών.
Κλάψαμε με στίχους που γραφτήκαν για τις πτώσεις
των όμορφων, ανέγγιχτων, απόμακρων ονείρων.
Κι αυτό που μένει...
(Διάφανα Κρίνα, στίχοι: Θ. Ανεστόπουλος)
Παράδοξο ίσως, αλλά διαβάζοντας
τα διηγήματα που φτιάχνει ο Βασίλης Μπαρούτης έχεις την αίσθηση μιας μουσικής
κλίμακας που σε κυριεύει και σε παρασύρει στον ρυθμό της. Όχι, δεν υπάρχουν
ιδιαίτερες θεματικές αναφορές στη
μουσική μέσα στις σελίδες τους. Κι όμως, οι λέξεις τους μοιάζει να
συντροφεύονται από μια ηχητική υπόκρουση
γνώριμη. Σαν να μπήκες σε κάποιο μπαράκι και να ελευθερώνεις τη σκέψη σου
πίνοντας μία μία τις ιστορίες του βιβλίου. Ξεκινούν χαμηλόφωνα, σαν εντελώς
προσωπικές στιγμές δικές σου, και στη συνέχεια απογειώνονται απρόβλεπτα και
ξαφνικά. Όπως έτσι πρέπει να κάνουν οι καλές ιστορίες, αδιάφορο αν είναι με
λέξεις ή με νότες γραμμένες. Κάποιες μέσα από υποβλητικές εικόνες να σε οδηγούν
σε σκηνικά απίστευτα, λίγο ή πολύ πιο πέρα από τη λογική. Άλλες να σε βάζουν
στο κέντρο μιας καθημερινότητας ακριβώς για να σου δείξουν τα όρια της αντοχής,
του ήρωα αλλά και τα δικά σου. Και κάποιες άλλες να τα ξεπερνούν αυτά τα όρια
ξαφνιάζοντας ακόμα και τους ίδιους τους ήρωές τους.
Ο Βασίλης Μπαρούτης μαζεύει
κομμάτι κομμάτι τα υλικά του και αφηγείται τις ιστορίες του. Σαν να ήταν νότες
που συνθέτουν μια μουσική φράση. Άλλωστε το παραμύθι και το τραγούδι δεν έχουν
αυτό το κοινό σημείο συνάντησης; Ξεπηδούν από ένα φόντο λευκό, όπου τίποτε δεν είναι
γραμμένο, και χτίζουν τους ήχους τους δίνοντας υπόσταση στο αθέατο κομμάτι του
νου. Έτσι όπως ξεδιπλώνονται οι ιστορίες του, με τη συνοδεία των εύστοχα
επιλεγμένων ποιητικών αποσπασμάτων, που ανοίγουν την είσοδο στην πλοκή τους, νιώθεις
πως η καλή λογοτεχνία δεν γνωρίζει περιορισμούς· μπορεί να συνδιαλέγεται η μία
φόρμα με την άλλη σε αγαστή αλληλοσυμπλήρωση. Η εξαιρετική Ρομφαία της Κατερίνας Λιάτζουρα, για παράδειγμα, δίνει τη νοηματική
σκυτάλη στην ιστορία παραλόγου μέσα στο αστικό λεωφορείο, εκεί που ο Μεσολογγίτης
κυρ-Ζαφείρης μεταλλάσσεται σε ακούσιο (;) δολοφόνο. Ένα εύστοχο,
μεταφορικό σχόλιο στο θέμα της ατομικής
εξέγερσης, με την αφετηρία της να βρίσκεται στα πιο σκοτεινά αυλάκια του
μυαλού, στις πιο απόκρυφες γωνίες της συνείδησης (Το αστικό λεωφορείο).
Ρομφαία
Η ενατένιση
του κόσμου
δίχως
προσδοκία μιας άλλης ζωής
γεννάει
παιδιά του παραλόγου. Τσιράκια.
Το θέαμα της
ιστορίας και των εγκλημάτων της
γεννά παιδιά
εξεγερμένα.
Βούτηξα
ξαφνικά στα ταραγμένα νερά του περιθωρίου
και του
εφήμερου.
Βρήκα
χοντροκοπιά, αν όχι ευτέλεια
στην υπόρρητη
επίκληση της υπερβατικότητας.
Υπερβατική
είναι μόνο η αυθεντία
που σύρθηκε
εδώ
κομίζοντας
ρομφαία.
Δαφνοστόλιστη.
(Κατερίνα Λιάτζουρα)
[…]
Του
κυρ-Ζαφείρη, παραδομένου από ώρα στα δεσμά του, καλάγιαζε μέσα του το μίσος για
την πρωτεύουσα και τους ανθρώπους της. Κοιτούσε τον άμοιρο στο πάτωμα και τον
έπιανε μια απέραντη θλίψη, πηγάδι που ανάβλυζε την φρενήρη φυγή της ψυχής του
στο ασφάλτινο σφαγείο, έξω από τα κλειστά τζάμια του λεωφορείου.
Το λεωφορείο,
ένα ξέφρενο δοξάρι να σπάει μανιασμένο τις χορδές της πόλης και να σκορπίζει
τον τρόμο, τρέχοντας σε λεωφόρους, σε πεζόδρομους, σε πλατείες. Χωρίς καμία
πρωτοβουλία, καμία διάκριση, να κουμαντάρει στο δρόμο αυτά που είχε μέσα στα
σωθικά του κλεισμένα. Τη φυλακή, το θάνατο, τη λύτρωση.
Η
μικρή φόρμα που επιλέγει ο Μπαρούτης ως μορφή συνιστά το απόλυτο
στοίχημα της γραφής: πώς θα γίνει να πεις όσα πρέπει με όσο γίνεται λιγότερες
λέξεις. Η αίσθηση του περιττού κυρίαρχη. Με τα πιο λιτά μέσα, με μια γραφή
χωρίς στολίδια και διακοσμητικές ωραιοποιήσεις, προσεγγίζει αυτό το δύσκολο
(όσο και πολύπαθο) είδος, το διήγημα. Και κατορθώνει να δώσει μια πλήρη εικόνα,
με νόημα, με εξέλιξη, με ξάφνιασμα, με ανατροπή (με απαλούς και δυνατούς
εναλλασσόμενους τόνους, που παραπέμπουν στον τίτλο του βιβλίου) με ήρωα
σκιαγραφημένο στις βασικές και απαραίτητες γραμμές του, με τα υπόλοιπα πρόσωπα
γύρω του να συμπληρώνουν την εικόνα, όσο μπορεί το καθένα με το βάρος που του
αναλογεί για να μη σκιάσει το κεντρικό πρόσωπο. Και όλο αυτό να έχει τη δύναμη
να φτάσει στον αποδέκτη και να προλάβει σ’ αυτόν τον ελάχιστο χρόνο της
ανάγνωσης να συνομιλήσει μαζί του. Με δυο λόγια, η τέχνη της γραφής.
Η μνήμη λειτουργεί ως συνεκτικός
ιστός στις ιστορίες του βιβλίου. Και μας πάει πίσω στη γνήσια αίσθηση της
παιδικής ηλικίας - απόλυτη γενεσιουργό δύναμη και της ζωής και της γραφής. Οι
ήρωες του Μπαρούτη θυμούνται και, όπως θυμούνται, ζουν τη σημερινή ζωή τους
άλλοτε όρθιοι και άλλοτε σερνάμενοι. Στο Επίμετρο
θα δοθεί η εξήγηση, η μοναδική ερμηνεία που αρκεί για να ολοκληρωθεί το νόημα.
[…]
Θυμάστε που όταν είμαστε παιδιά νιώθαμε τη ζέστη και κρυβόμαστε μέσα
στο φως το κατακαλόκαιρο; Μέχρι που μελαγχολούσαμε, όταν μας έβαζαν για ύπνο με
το ζόρι το μεσημέρι.
Μετά που μεγαλώσαμε, γιατί άδειασαν τα μάτια μας από τους ήλιους; Μόνο
κάποιες σταγόνες μνήμης λαμπιρίζουν στο μέτωπο μετά την αποκαθήλωση της λήθης.
Οδυνηρή η πραγματικότητα
υπενθυμίζει διαρκώς το πέρασμα του χρόνου. Οι εικόνες ξεθωριάζουν, όμως οι
αισθήσεις ακόμα ζωντανές κινούν την ύπαρξη. Τέλος έρχονται οι ήχοι, αδιόρατοι,
όμως υπαρκτοί, να δένουν τις σκηνές μεταξύ τους, άλλοτε σαν μια υπόκρουση
μνήμης (του συγγραφέα ή του αναγνώστη) κι άλλοτε σαν απόλυτο συμπλήρωμα των
λέξεων, για να ειπωθεί καλύτερα η ουσία τους.
Δανείζομαι τα λόγια του:
Στο φεύγα μου, την ώρα που πατούσα έξω, αν δεν ήταν η πνοή του αέρα,
σίγουρα άκουσα μια παραφωνία στη μελωδική δέηση. Ένα ανεπαίσθητο βακχικό
τρέμουλο, σαν μικρού πουλιού φτερούγισμα, έναν αναστεναγμό.
(από το εξαιρετικό Ολονύχτια δέηση)
Πώς μια ψαλμωδία μεταλλάσσεται σε
βακχικό ήχο; Και πώς αφήνεται ελεύθερη να υπερίπταται σε μια κατανυκτική σύναξη
η ερωτική επιθυμία ασπαίρουσα με όλο το σώμα
της; Μια εναλλαγή των χαμηλών τόνων με τους πιο ηχηρούς, όπως άλλωστε συμβαίνει
στη ζωή την ίδια. Ποιος θα μπορούσε άραγε να αγαπήσει μια ολόισια ζωή, χωρίς
τις απότομες στροφές της; Μα κι αν το μπορούσε, δεν θα ήταν ήρωας αυτών των
διηγημάτων.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου