"Δενδρίτες"
της Κάλλιας Παπαδάκη
από τις εκδόσεις Πόλις
(η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/dendrites-kallia-papadaki/
«σύμπας ο χρόνος έχει
ήδη παρέλθει»
Τα καλά βιβλία ζουν την
προσωπική τους ζωή μέσα σου για πολύ χρόνο μετά το διάβασμα της τελευταίας τους
σελίδας. Και συχνά επανέρχεσαι για μια ακόμη ανάγνωση, να βάλεις κάποιες
ψηφίδες της τοιχογραφίας στη θέση τους, να βρεις σημεία που έμειναν στη σκιά
κατά την πρώτη επαφή. Αυτό συμβαίνει και με το βιβλίο της Κάλλιας Παπαδάκη,
τους καθηλωτικούς Δενδρίτες. Το
πρωτοδιάβασα όταν εκδόθηκε (το 2015), κατέγραψα την άποψή μου γι’ αυτό λίγο
μετά σε κριτική που δημοσιεύθηκε, και τώρα μετά τη δεύτερη ανάγνωση δίνω μια
νέα εκδοχή, πιο ώριμη και διαφορετική στα σημεία της. Η αλήθεια είναι ότι δεν
ξεμπερδεύεις εύκολα και αβασάνιστα με ένα τόσο ξεχωριστό βιβλίο. Γιατί έχει ένα
ιδιαίτερο θέμα, με χειρισμό αυτού του θέματος που αναδεικνύει την πολυσημία
του, και τέλος έχει μια γραφή που σε ελκύει με τη δύναμή της και την πρωτοτυπία
της.
Ο Αντώνης και η
Ραλλού, ο Μπέιζελ και η Σούζαν, η Λητώ και η Μίνι, και γύρω τους Έλληνες,
Ιταλοί, Ιρλανδοί, νοικοκύρηδες αλλά και μαφιόζοι, κακομοίρηδες και
κομπιναδόροι, η Αμερική του ονείρου και της διάψευσης, το υποβαθμισμένο Νιου
Τζέρσεϋ, η δεκαετία του ’30 και του ’80,
δύο γενιές μεταναστών. Όλα αυτά σ’ ένα μυθιστόρημα με διαρκή ροή λόγου και
εικόνων. Κάτι σαν ταινία που βλέποντάς την δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς, ίσα
που σε αγγίζει με την αληθοφάνεια των σκηνών της και σε αφήνει να επεξεργαστείς
όσα είδες με τους τίτλους τέλους. Τότε που όλα αποκτούν τη θέση και το νόημά τους.
Η Κάλλια Παπαδάκη
επιλέγει ένα θέμα τόσο μακριά από την ελληνική πραγματικότητα, τόσο πέρα από
την ηλικία της και τα όρια των δεδομένων της. Κυρίως τόσο μακριά από τις
επιλογές όχι μόνο των συνομηλίκων της αλλά και μεγαλύτερων σε ηλικία
συγγραφέων. Και αυτή η διαφορετικότητα δεν μένει μόνο στην επιφάνεια που
δηλώνει ο χρόνος και ο τόπος. Η γραφή της χαρακτηρίζεται από έναν συνεχή και
γρήγορο στον ρυθμό του λόγο, στον οποίο βασικό χαρακτηριστικό είναι η ελάχιστη
χρήση των σημείων στίξης. Μακροπερίοδος λόγος, χωρίς τελείες και άνω τελείες,
με πολλά κόμματα της μιας ανάσας. Μαζί με τον Ενεστώτα χρόνο των ρημάτων δίνει
μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία στο βιβλίο, από την αρχή που θα το πιάσεις στο χέρι
σου. Η αίσθηση της αμεσότητας, η πλοκή που
εκτυλίσσεται εδώ μπροστά σου, τώρα, κι ας διαδραματίζεται η ιστορία τόσες
δεκαετίες πίσω, αλλά και η αίσθηση του ζωντανού λόγου, σαν προφορικό άκουσμα, με
τη χρήση του παροντικού χρόνου δημιουργούν ένα σκηνικό που νομίζεις ότι λίγο να
απλώσεις το χέρι σου θα αγγίξεις τους ήρωες. Μοιάζει να σε κατευθύνει σ’ αυτό η
παράθεση πριν από κάθε κεφάλαιο αποσπασμάτων του Νίκολας Βιργίλιο και του Ουόλτ
Ουίτμαν (και οι δύο συνδεδεμένοι με το Κάμντεν του Νιου Τζέρσεϊ) που υπογραμμίζουν την ατμόσφαιρα και εμμέσως
προσδιορίζουν τα βασικά σημεία της πλοκής. Άλλωστε ως προμετωπίδα μάς εισάγει ο λόγος του
Sebald
στον κόσμο του βιβλίου, την αδυσώπητη αλήθεια των χρονικών διαστημάτων
που αδιαφορούν για το υποκείμενο της ζωής, τον άνθρωπο που αγωνίζεται μάταια να
ελέγξει τα όριά τους:
«… σύμπας ο χρόνος
έχει ήδη παρέλθει… η ζωή μας δεν είναι παρά το ξεθωριασμένο αντιφέγγισμα μιας
μη αναστρέψιμης διαδικασίας…».
(Β. Γκ. Ζέμπαλντ, πάνω στο «Orbis Tertius» του Χόρχε Λουίς Μπόρχες)
Παρακολουθούμε
τη ζωή της παλαιότερης γενιάς μεταναστών, μέσα από την ιστορία του Αντώνη
(Νώντα) και της Ραλλούς, ταυτόχρονα όμως και την εξέλιξή της, μέσα από την
ιστορία του γιου τους, Βασίλη (Μπέιζιλ), και της Σούζαν. Η ματιά της συγγραφέως, η οποία εδώ γίνεται και σκηνοθέτις, μας εναλλάσσει το σκηνικό από τη μια γενιά
στην άλλη, όπως διαδέχονται το ένα το άλλο τα κεφάλαια, ώστε να μας οδηγήσει στη συνειδητοποίηση των εξελίξεων στη ζωή σ’
αυτή τη Γη της Επαγγελίας, που όλα τα
υποσχέθηκε και στα περισσότερα φάνηκε πολύ λίγη, πολύ μικρή για τις προσδοκίες
των ανθρώπων. Το εντυπωσιακό οικοδόμημα μοιάζει να μην αντέχει:
[...] ρωγμές που υποσκάπτουν
την αντοχή των υλικών, και τότε φτάνει ένας ασήμαντος σεισμός, ένα πρόωρο
ξεκαλούπωμα ή έστω μια ατυχής κι ανεπιθύμητη καθίζηση, για να κλονιστούν τα
δομικά στοιχεία [...]
Και είναι τότε που
η ζωή των ηρώων καθίσταται επισφαλής και τα όνειρά τους καταργούνται. Οι ήρωες
φοβούνται πως θα καταλήξουν με το όνομά τους να συνοδεύεται από δυο χρονολογίες
και μια παύλα ανάμεσά τους – αυτό που σημειώνει και ο Ουίτμαν στο επιτύμβιο
κείμενό του. Ο Μπέιζιλ, που θα ήθελε να γίνει συγγραφέας αλλά θα καταλήξει όπως
πολλοί συμπατριώτες του με ελληνικό εστιατόριο, η Σούζαν κολλημένη στο χίπικο
παρελθόν της θα συμβιβαστεί με μια ζωή λειψή, συμβατική και άδεια, χωρίς κανένα
νόημα ούτε για επανάσταση ούτε καν για κάποια διεκδίκηση καλύτερων συνθηκών,
εξαντλώντας την επαφή της με αυτόν τον απόμακρο εαυτό της στο δεύτερο όνομα που
θα δώσει στην κόρη της: Λητώ – «68». Η διάλυση, η ανεπιστρεπτί καταστροφή της
ζωής, όπως την ήθελε και τη φαντάστηκε, μπορεί να αναδυθεί ως πραγματικότητα
μέσα από μια συνηθισμένη εικόνα, καθημερινή και αμελητέα κάτω από άλλες
συνθήκες:
[…] η Σούζαν σηκώνεται
και παίρνει τα σπασμένα κομμάτια από τα χέρια της Μίνι και τα πετά στο καλάθι
των αχρήστων, γιατί δεν έχει ούτε τον χρόνο ούτε την υπομονή ούτε το κουράγιο
για περαιτέρω συναισθηματικούς παροξυσμούς, το βάζο έχει σπάσει και η θέση του
είναι στα σκουπίδια […]
Έτσι είχε συμβεί και με την προηγούμενη γενιά από αυτούς. Ο
Αντώνης θα μείνει με το όνειρο της φυγής και του νόστου, την επιστροφή στη
μακρινή πατρίδα του, τη Νίσυρο, στη μάνα που άφησε πίσω και τώρα πλέον μόνο τον
τάφο της θα μπορεί να προσκυνήσει, η Ραλλού θα επιλέξει (;) τη σκιά του
περιθωρίου μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Στο, κατά τη γνώμη μου, καλύτερο κομμάτι
του βιβλίου το ιδιόμορφο αυτό ζευγάρι θα το δούμε σε μια απεγνωσμένη κίνηση,
χορευτική σχεδόν, να ενώνουν την πορεία τους.
[…] κι ο Καμπάνης
σηκώνεται αργά, σαν να έχει όλο τον χρόνο στη διάθεσή του, και στέκεται σκυφτός
από πάνω της, μετά γονατίζει, την αγκαλιάζει προσεκτικά, πενήντα κιλά όλα κι
όλα έχει απομείνει, και την αποθέτει στο καρότσι, κι ύστερα ανοίγει την πόρτα,
κι είναι μια νύχτα με όρθιο και λειψό φεγγάρι, κι όπως κυλάνε τα ροδάκια πάνω
στην άσφαλτο και το αντρόγυνο ακροβατεί πασχίζοντας να κρατηθεί στη μέση του
δρόμου πάνω στη λεπτή και λευκή
διαχωριστική γραμμή, μοιάζουν οι δυο τους με αντίπαλα στρατόπεδα που έχουν
ανάγκη το ένα το άλλο για να υπάρξουν […]
Μια σκηνή λες βγαλμένη από την κινηματογραφική μαγεία του
Φελλίνι. Αλλά είμαστε στην Αμερική, κι εδώ τα γράφει αυτά μια Ελληνίδα, που
διανύει μόλις την τέταρτη δεκαετία της ζωής της. Συμβαίνουν κι αυτά τα θαύματα
στην ελληνική λογοτεχνία.
Ο αναγνώστης
δεν μπορεί να μην προσέξει τις δύο παιδικές παρουσίες, τα δύο δωδεκάχρονα
κορίτσια, τη Λητώ, αγοροκόριτσο, ατίθασο και δαχτυλοδειχτούμενο στο σχολείο ακόμη
και για το παράξενο στο άκουσμα όνομά της, ενώ η ίδια θα ήθελε να ανήκει, να είναι κομμάτι της συμπαγούς
ομοιογένειας, και τη Μίνι, την Πορτορικανή που θα βρεθεί από τη μια στιγμή
στην άλλη χωρίς τη δική της οικογένεια, για να προστεθεί έτσι απλά σ’ αυτήν του
Μπέιζιλ και της Σούζαν. Είναι αυτή η εκτός
προγράμματος Μίνι που θα απομείνει πάλι χωρίς στήριγμα, όταν η θετή
οικογένειά της θα διαλυθεί. Σκεφτόμαστε αναπόφευκτα το ακόμη πιο αβέβαιο μέλλον
της τρίτης αυτής γενιάς, που αποκόβεται σταδιακά από όσα τη συνέδεαν με τις
πατρογονικές ρίζες στην πατρίδα, που βιώνει αναπόφευκτα την κρίση της
προηγούμενης γενιάς, που αδυνατεί να βρει τα σωστά ίχνη για να πατήσει και να
δομήσει μια ζωή βιώσιμη. Το Αμερικανικό Όνειρο μοιάζει να μην την αφορά, ούτε
ως αρχικό βίωμα (αυτό πάει πολύ παλιά στις πρώτες δεκαετίες του 20ου
αιώνα) αλλά ούτε και ως προοπτική για μια ζωή διακριτή κι αξιόλογη. Η σκέψη των
νεότερων ηρώων του βιβλίου στη δεκαετία του ’80 (που μέχρι τις μέρες μας τους
βρίσκει ενήλικες) δεν μπορεί να δει πολύ μακρινό ορίζοντα, και σε κάθε
περίπτωση αναζητά συμβατικές λύσεις. Η Λητώ ίσως ανοίξει τα φτερά της για πρώτη
φορά στη μετακόμιση στο Βερμόντ – αν και εφόσον κατορθώσει να συμβιώσει ομαλά
με τη μητέρα της. Η ακόμη πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι αυτή της Μίνι, η
οποία θα βρεθεί (ανεπιθύμητη από όσους πίστευε δικούς της) με μόνο τον Μπέιζελ
στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου. Ίσως εδώ να μπορεί για λίγο να ακουμπήσει
μια εκδοχή αυτού που παραπάνω ορίστηκε ως Αμερικανικό Όνειρο· ο Μπέιζελ βρέθηκε
με δύο παιδιά που δεν ήταν δικά του, έφτιαξε οικογένεια που διαλύθηκε, και
κατέληξε με το πιο ξένο από τα δύο παιδιά, την Πορτορικανή Μίνι. Άραγε θα την
εγκαταλείψει κι αυτός ή μήπως η πορεία τους θα είναι πλέον κοινή, σε μια εκδοχή
ζωής που εκεί, στην Αμερική του ’80, θα
μπορούσε να θεωρηθεί πιθανή; Οι ήρωες
της Παπαδάκη είναι οι άνθρωποι που νόμιζαν πως θα κρατήσουν τις αρχικές τους ρίζες
ριζώνοντας εκ νέου στον ξένο τόπο και,
όταν αυτή η ελπίδα αναιρέθηκε -γιατί οι νέες ρίζες αποδείχτηκαν πιο
απαιτητικές-, επέλεξαν τις λύσεις που βρήκαν μπροστά τους για να συνεχίσουν τη
ζωή τους.
Η Κάλλια Παπαδάκη εστιάζει στον άνθρωπο. Τα ιστορικά γεγονότα τον διαμορφώνουν με τη βαρύτητά τους κι αυτός τραβά τον δικό του ανήφορο κάτω από προσωπικές επιλογές και αστοχίες. Είναι, θα λέγαμε, μια ιστορία για τη μοναξιά του ανθρώπου, τόσο ασύμφωνη με την πολυκοσμία του χώρου, για τη διάψευσή του μέσα σ’ αυτόν τον πολλά υποσχόμενο Νέο Κόσμο, για την επιθυμία του να κρατήσει λίγο πιο γήινους ρυθμούς σ’ αυτή την τρελή κούρσα του χρόνου. Τελικά μια ιστορία για το φευγαλέο και μάταιο των επιδιώξεων, που εντυπωσιάζουν όπως οι νιφάδες του χιονιού αλλά που λιώνουν και χάνονται στην επαφή τους με το χώμα, με την πραγματικότητα. Κι ας είχαν η καθεμιά τη μοναδικότητα του σχήματος.
[…] Κάθε κρύσταλλος
είναι ένα σχεδιαστικό αριστούργημα και κανένα σχέδιο δεν επαναλαμβάνεται
ακριβώς το ίδιο. Όταν η νιφάδα λιώνει, το σχέδιο αυτό χάνεται για πάντα. Τόση
ομορφιά χάνεται χωρίς να αφήσει κανένα ίχνος πίσω της […]
(λόγια του Ουίλσον Μπέντλεϊ, του επονομαζόμενου Νιφάδα από το Βερμόντ, που από το 1885
φωτογράφιζε νιφάδες)
Ευφυής η πολυσημία
του τίτλου, Δενδρίτες, είτε
παραπέμπει ακριβώς σ’ αυτές τις ταπεινές κατά τ’ άλλα νιφάδες του χιονιού είτε
στις απολήξεις των νευρώνων του εγκεφάλου που πλάθουν την προσωπική αλλά
απατηλή ιστορία του καθενός είτε ακόμη
και στους εγκαταβιούντες στα δέντρα ερημίτες. Από όποια πλευρά κι αν το
κοιτάξουμε οι ήρωες του βιβλίου θα συγκατανεύσουν πως ο όρος τους αφορά.
Πρόκειται για
ένα από τα καλύτερα δείγματα της σημερινής ελληνικής γραφής, ένα μυθιστόρημα
που δείχνει ότι γράφονται ακόμη μεγάλα έργα. Η μικρή απήχηση της ελληνικής
γλώσσας παγκοσμίως θεωρητικά θα το ανάγκαζε σε μια περιορισμένη ανταπόκριση στο
ελληνικό κοινό και μόνον. Ωστόσο, ήρθε η βράβευσή του με τo Βραβείο Λογοτεχνίας
της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2017 (European Union Prize for Literature). Οι Δενδρίτες έχουν ήδη πάρει τη θέση τους
όχι μόνον στην ελληνική αλλά και στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία δείχνοντας πως οι
καλές γραφές ανοίγουν τον δρόμο για την καταξίωσή τους. Η αληθινή αξία πράγματι δεν χάνεται.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου