Κατ’ εξακολούθηση
του Πέτρου Μάρκαρη
εκδόσεις Γαβριηλίδης
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Booktour https://www.booktourmagazine.com/news/mia-kritiki-proseggisi-sto-vivlio-kat-exakoloythisi-toy-petroy-markari-apo-tis-ekdoseis-gavriilidis/
ο
συγγραφικός βίος του Πέτρου Μάρκαρη
Συχνά οι συγγραφείς ανοίγουν την
πόρτα στο συγγραφικό τους εργαστήρι και μας αφήνουν να πάρουμε μια ιδέα
(παραπάνω δεν γίνεται) από τη διαδικασία της γραφής – από την έμπνευση, την
αρχική συνθήκη, ως την τελευταία ματιά στο συγγραφικό αποτέλεσμα. Έχει ενδιαφέρον
όλο αυτό, με μια δόση περιέργειας (κυριολεκτικά εδώ: περί το έργο) που
δικαιολογημένα προκύπτει, όταν αγαπάς τη συγκεκριμένη γραφή και θες να δεις πώς
γεννήθηκε. Ο τρόπος που ανοίγει το εργαστήρι της γραφής για τον περίεργο
αναγνώστη διαφέρει από συγγραφέα σε συγγραφέα, καθόσον ο καθένας έχει την
προσωπική του αντίληψη για τη σχέση δημιουργού-αποδέκτη, που κατ’ εξοχήν
καθορίζει και τη «συνομιλία» μεταξύ τους. Προσωπικά μου αρέσουν εκείνοι οι
δημιουργοί που αφήνουν τη μνήμη τους να πάει πολύ παλιά, να φέρει στην
επιφάνεια παιδικές εικόνες, σκέψεις, γνωριμίες που καθόρισαν τα αρχικά τους
βήματα (αυτό κάνουν οι περισσότεροι), αλλά που παράλληλα επισημαίνουν
σημαδιακές κατοπινές συναντήσεις με πρόσωπα που διαμόρφωσαν την οπτική τους
απέναντι στον κόσμο, εξελίσσοντας έτσι την παρατήρηση, την αποτύπωση -και την
ιδεολογία τους- σε προσωπικό τρόπο έκφρασης στον γραπτό λόγο.
Ο Πέτρος Μάρκαρης είχε δώσει τη
δική του πορεία στα γράμματα πριν χρόνια (το 2006), όταν είχε πρωτοεκδοθεί η αφήγησή του στη
σειρά «Η κουζίνα του συγγραφέα», από τις εκδόσεις Πατάκης, με επιμέλεια του
Μισέλ Φάις. Τώρα σε επανέκδοση στον Γαβριηλίδη, που πλέον φιλοξενεί όλο το έργο
του. Μας παρακινεί να ξαναθυμηθούμε τη γλαφυρή του εξιστόρηση. Το πώς και
-κυρίως το γιατί- της συγγραφής. Σπάνια μια επανέκδοση έχει τόσο ενδιαφέρον.
Ίσως γιατί ο Μάρκαρης έχει για τα καλά πλέον ενσωματωθεί ως γραφή στην
αναγνωστική κουλτούρα των αληθινών φίλων του βιβλίου. Ίσως, πάλι, γιατί ποτέ
δεν χορταίνεις να τον ακούς να μιλάει για τα προσωπικά του βιώματα, έτσι εύστοχα δεμένα με τις
συγγραφικές του αγάπες και τους ήρωές του. Για παράδειγμα, ο τρόπος που ο
Κώστας Χαρίτος, ο αστυνομικός των μυθιστορημάτων του, «εισέβαλε» στη σκέψη του,
νομίζω πως αγγίζει όλους όσοι μέσα στη συνείδησή μας είχαμε (ως απότοκο των
πολιτικών συνθηκών μέσα στις οποίες μεγαλώσαμε και ενηλικιωθήκαμε ιδεολογικά)
την αστυνομική φιγούρα (τον «μπάτσο») ως απολύτως αρνητική και φορτισμένη με
αισθήματα αποστροφής.
Πώς είναι δυνατόν, κάποιος που μεγάλωσε και έζησε σε δύο χώρες -όπου η
βία και η ασυδοσία, σε συνδυασμό με το ανελέητο κυνήγι των αριστερών, ήταν το
ψωμοτύρι της αστυνομίας για δεκαετίες ολόκληρες-, να νιώσει την παραμικρή
συμπάθεια για τους μπάτσους;[…] Πώς να πείσεις καταρχήν τον εαυτό σου, ως
συγγραφέας, ότι κάποιος είναι συμπαθής, όταν αντιμετωπίζεις το επάγγελμα και
τους «συναδέλφους» του με ψυχρότητα, επιφύλαξη και καχυποψία, αν όχι εχθρότητα;
Βρήκε, όπως λέει, τον τρόπο να
υπερβεί την απολύτως δικαιολογημένη αυτή «προκατάληψη» (γνωστή και στους
νεότερους του Μάρκαρη, που ζήσαμε τη δικτατορία στην Ελλάδα) μέσω της
προσέγγισης και απόδοσης στην εντέλεια της μικροαστικής οικογένειας, του
περίγυρου του Χαρίτου, που τόσο πολλά κοινά σημεία είχε με την προσωπική
ιστορία του δημιουργού του.
Ίσως ο χαρακτήρας που βρίσκεται πιο κοντά σε πρόσωπα της οικογενείας
μου να είναι η Αδριανή. Όταν η αδελφή μου διάβασε το τρίτο μυθιστόρημά μου «Ο
Τσε αυτοκτόνησε» με πήρε τηλέφωνο και μου είπε έκπληκτη:
«Ρε συ, αυτή είναι η μάνα μας. Έτσι μας καταπίεζε, όταν ήμαστε
άρρωστοι».
Έτσι βρήκε τρόπους να εξοικειώσει
τον αναγνώστη του, τον μεγαλύτερης ηλικίας και επιβαρυμένο με εικόνες βαθιά
ριζωμένες μέσα του, με τον συμπαθή -κατά γενική ομολογία- ήρωά του. Ταυτόχρονα στα
μυθιστορήματά του μπόρεσε να αποδώσει την κοινωνική κατάσταση γύρω από τους
ήρωες, έτσι ώστε να αντικατοπτρίζουν την ελληνική πραγματικότητα όπως είναι αλλά
και με μια διάθεση ανάλυσής της στα πλαίσια πάντα μιας λογοτεχνίας, που όλο και
περισσότερο πλησίαζε το κοινωνικό και όχι μόνο το αστυνομικό μυθιστόρημα.
Οι περισσότεροι Έλληνες ψάχνουν ακόμα στο αστυνομικό την Αγκάθα Κρίστι,
δηλαδή το σταυρόλεξο που θα τους γαργαλάει το ενδιαφέρον, δεν τους είναι εύκολο
να καταλάβουν ότι το σημερινό αστυνομικό είναι περισσότερο ένα κοινωνικό
μυθιστόρημα με αστυνομική πλοκή και λιγότερο ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, όπως
το ξέραμε παλιά.
Θα μας θυμίσει την αγάπη του για
το θέατρο, την αρχική του επιθυμία να γράψει θεατρικό έργο και τη δυσκολία του
να περιορίσει την ιδέα μέσα σε συγκεκριμένης έκτασης σκηνές, να συμφιλιώσει τον
χειμαρρώδη λόγο του με τη θεατρική γλώσσα και τους αναγκαίους περιορισμούς της.
Απολαυστικό το κεφάλαιο αυτό για όσους είχαμε την ευτυχία να παρακολουθήσουμε
την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα με την «Ιστορία του Αλή Ρέτζο», μέσα στη
δικτατορία στην παράσταση του Ελεύθερου Θεάτρου, του πυρήνα που έβγαλε τόσους
καλούς -και συνειδητοποιημένους- ηθοποιούς. Το αντικαπιταλιστικό και
ανατρεπτικό αυτό έργο (γραμμένο στα ίχνη του Μπρεχτ) μπόρεσε να περάσει από την επιτροπή
λογοκρισίας -με ελάχιστες ανώδυνες για το περιεχόμενό του αλλαγές- για τον
απλούστερο των λόγων. Η επιτυχία ενός ανατρεπτικού σχεδίου είναι αντιστρόφως
ανάλογη της ευφυΐας των διωκτών του.
Διότι το έργο διαδραματίζεται σε ένα χωριό της νοτιοανατολικής Τουρκίας
και οι αφελείς λογοκριτές θεώρησαν ότι ξεφτίλιζε την Τουρκία, γι’ αυτό και το
επέτρεψαν. Όταν κατάλαβαν την γκάφα τους, ήταν πια πολύ αργά. Η επιτυχία ήταν
τόσο μεγάλη, που δεν τόλμησαν να επέμβουν.
Η αφήγηση του Μάρκαρη μας δίνει
ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τη
συνεργασία του με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο στα σενάρια των ταινιών του, τη
«διδασκαλία» ως προς το πώς γράφεται ένα σενάριο, κι ας ταίριαζε περισσότερο με
τη γραφή μιας νουβέλας (όπως
χαρακτηριστικά λέει ο Μάρκαρης) παρά με την ιδιομορφία ενός σεναρίου πάνω στο
οποίο θα «έγραφε» η ματιά του έξοχου σκηνοθέτη. Στέκομαι για λίγο ακόμα στην
προσωπικότητα του Αγγελόπουλου, όπως μας δίνεται εδώ, για να σημειώσω μια πολύ
ενδιαφέρουσα και ευφυή παρατήρηση του Μάρκαρη:
Το σημείο επαφής ανάμεσα στις ταινίες του Θόδωρου και στα θεατρικά του
Μπρεχτ που, κατά τη γνώμη μου, αξίζει να μελετηθεί είναι η σχέση του
πλάνου-σεκάνς στον Αγγελόπουλο με την «εικόνα» στα έργα του Μπρεχτ. Ως γνωστόν,
ο Αγγελόπουλος είναι ο μεγάλος μάστορας του πλάνου-σεκάνς, του πλάνου που από
μόνο του αφηγείται μια μικρή ιστορία μέσα στην ιστορία. Τα έργα του Μπρεχτ,
πάλι, δεν είναι χτισμένα πάνω σε πράξεις ή σκηνές αλλά πάνω σε «εικόνες». Οι
εικόνες αφηγούνται και αυτές μια μικρή ιστορία και λειτουργούν όχι ως σκηνή
αλλά ως ένα είδος θεατρικού πλάνου-σεκάνς.
Υπέροχη παρατήρηση από ένα
συγγραφέα που γνωρίζει και στη δική του δουλειά τη σημασία των επιμέρους
στοιχείων που χτίζουν το όλον. Από την άλλη, πρόκειται για μια ακόμη αναφορά
στον Μπρεχτ, που θα έλεγα πως δεσπόζει στην όλη αφήγηση του βιβλίου, ως
εμβληματική παρουσία. Άλλωστε στον Μπρεχτ αναφέρεται εισαγωγικά, στην
προμετωπίδα, στα λόγια του που μετρούν τον χρόνο – της ζωής και της
δημιουργίας.
Όλα αλλάζουν
να
ξαναρχίσεις
μπορείς και
με την τελευταία σου πνοή.
Και σ’ αυτόν αποδίδει τον τρόπο που κοιτάζει τα
πράγματα ως μυθιστοριογράφος. Από απόσταση, σαν
ένας παρατηρητής που βρίσκεται στο επίκεντρο μιας συμπλοκής. Ακόμα και το
τρίπτυχο που αγαπά ο ήρωάς του ειρωνεία,
σχόλιο, απόφθεγμα σ’ αυτόν το οφείλει.
Ο Χαρίτος
χρησιμοποιεί συχνά και την ειρωνεία και το σχόλιο και το απόφθεγμα. Ας μη
βιαστούν κάποιοι, που περιμένουν με το τουφέκι ν’ αναλύσουν τα πάντα. Ο Χαρίτος
ούτε μπρεχτικός είναι ούτε μαρξιστής. Χρησιμοποιεί την ειρωνεία, το σχόλιο και
το απόφθεγμα μάλλον ως πληβείος.
Όσοι έχουμε εξαντλήσει τα μυθιστορήματα του Μάρκαρη
κατανοούμε απολύτως αυτό το τρίπτυχο, το «όπλο» του προφορικού λόγου, που
προσδίδει και στον γραπτό λόγο την ποθητή προφορικότητα.
Ο Μπρεχτ, ο Γκαίτε (έργο ζωής η μετάφραση του
«Φάουστ»), η γερμανική γλώσσα, όλα σημαδιακά γι’ αυτόν τον τρίγλωσσο συγγραφέα
που μας διαγράφει γλαφυρά την πορεία του
από τη μικρή και περιθωριακή Χάλκη ως σήμερα εδώ: Χάλκη-Πόλη-Βιέννη-Αθήνα. Ποια
άραγε να θεωρεί πατρίδα του;
Ποια πατρίδα
λοιπόν; Ένας εξελληνισμένος Αρμένης, και γερμανόθρεφτος Πολίτης. Ποια πατρίδα;
Δεν ένιωσα ποτέ την Τουρκία ως πατρίδα μου, γιατί με αντιμετώπιζε σαν ξένο σώμα
και ζητούσε από μένα να «τουρκέψω», για να μου αναγνωρίσει την ισοτιμία και την
ισονομία που δικαιούται κάθε πολίτης σε μια ευνομούμενη χώρα.[…] Η Πόλη είναι
το πιο κοντινό σημείο στην έννοια πατρίδα που μπορώ να φτάσω.
Το βιβλίο διαβάζεται ως συμπληρωματικό στο έργο του
Μάρκαρη, διαφωτιστικό στις αφανείς πτυχές της γραφής του, ένα ανάγνωσμα που
δείχνει τον δρόμο που διάνυσε μέχρι να βρει την ιδιαίτερη φυσιογνωμία των μυθιστορημάτων του. Κάθε βήμα
και ένα στοιχείο διαμόρφωσης, σημαντικό για την ολοκλήρωση της εικόνας – αν
φυσικά δεχθούμε πως έχει βρει την τελική της μορφή. Ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις
με τον Μάρκαρη.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου