Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2016

Μια κριτική προσέγγιση

στη συλλογή διηγημάτων 

«Αλλού, στο πουθενά»

της Λουκίας Δέρβη,



Αν για το μυθιστόρημα σημαντική είναι η πλοκή, για το διήγημα νομίζω πως περισσότερο μετρά η ιδέα. Πρέπει να είναι τέτοια που να μπορεί να πυροδοτήσει τη γραφή αλλά και ικανή να κλείσει μέσα της μια ιστορία, να την αναπτύξει, να αναδείξει τον ήρωα και να παρουσιαστεί στο χαρτί με πληρότητα λογοτεχνικού “ενδύματος”.
Τα τελευταία χρόνια πολλοί συγγραφείς επιλέγουν την ολιγόλογη γραφή, τη μικρή φόρμα του διηγήματος. Όχι πάντοτε με καλά αποτελέσματα. Πιστεύω πως το μεγαλύτερο μειονέκτημα αυτής της επιλογής τους είναι ότι δεν έχει διαμορφωθεί μέσα τους με σαφήνεια η βασική ιδέα, ώστε να προλάβει μέσα σε λίγες σελίδες να παρουσιαστεί ολοκληρωμένη. Γιατί, όσο μικρό κι αν είναι το διήγημα, θα πρέπει να έχει αρχή, μέση και τέλος.

Η Λουκία Δέρβη φαίνεται πως βαδίζει με σιγουριά πάνω σ’ αυτή τη βασική ιδέα που ανιχνεύεται πίσω από το κάθε διήγημά της. Είναι το ταξίδι, όχι μόνο με την έννοια της μετακίνησης από τον ένα τόπο στον άλλο αλλά κυρίως με τη μορφή της επιθυμίας της φυγής, της αλλαγής (αν μιλάμε για μια εκούσια πορεία) ή με τη μορφή της βίαιης αποκοπής από τον οικείο, αγαπημένο τόπο (αν μιλάμε για την προσφυγιά ή ακόμη για την αναγκαστική μετανάστευση). Αυτό το μοτίβο η συγγραφέας το μεταπλάθει σε κάθε ιστορία σε μύθο ανάλογο του πάθους των ηρώων της. Πότε, έτσι, θα μας μεταφέρει στην εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο, στις 20 Ιουλίου του 1974, για να μας μιλήσει για μια πανσέληνο που δεν φάνηκε ποτέ στον ουρανό, πότε θα μας ταξιδέψει στο μακρινό Τζιμπουτί, που ποτέ δεν θα συναντήσει η ηρωίδα της, ή στη Μασσαλία ή ακόμα στη Νέα Υόρκη και στο Λος Άντζελες και στη Νυρεμβέργη, εκεί που τα όνειρα σβήνουν και η επιστροφή είναι πια μόνη διέξοδος. Θα μας μιλήσει και για την άγρια σημερινή εικόνα  της χώρας μας, με την ευπιστία να πληρώνεται ακριβά και το όνειρο να καταστρέφεται σε μια απρόσμενη αλλαγή της τύχης.

Η γλώσσα της Λουκίας Δέρβη έχει απλή μορφή. Ορθή επιλογή, νομίζω. Οι ιστορίες έχουν το δικό τους βάρος, για όποιον καταλαβαίνει από  τα πάθη των ανθρώπων. Κανένας λόγος δεν υπάρχει να φορτωθούν με περιττή οδύνη μέσω των λέξεων.

«Μιλούσε,  βάδιζε κι αργοτσουλούσε το καροτσάκι με όλα τα υπάρχοντά του στους δρόμους που είχε τώρα για σπίτι. Μάλιστα, αν έβλεπε κανέναν που ήθελε να του πιάσει κουβέντα ή να του δώσει ένα σεντ, έλεγε με όλη την καλοσύνη του “ο θεός έχει αλλά πρέπει να έχεις κι εσύ για το αύριο. Γιατί το αύριο δεν αστειεύεται”. Κι έπαιρνε την ελεημοσύνη με στυλ».

Ξεχώρισα δύο διηγήματα. Στην «Αποκλειστική» το γύρισμα της τύχης παίρνει τη μορφή ενός τηλεφωνήματος που θα καθορίσει την τύχη της ηρωίδας, χωρίς ωστόσο να μάθουμε την απόφασή της. Ίσως γιατί -κι εδώ είναι η τραγικότητα στη βασική ιδέα- ο ξένος σ’ ένα τόπο δεν μπορεί να αποφασίσει μόνος του, ούτε γνωρίζει ποιος επιτέλους κινεί τα νήματα και διαμορφώνει τη ζωή του. Το διήγημα, με το οποίο και τελειώνει ο κύκλος είναι το ευρηματικό «Τριαντάφυλλα στο μνήμα». Ευρηματικό όχι τόσο για την ιστορία που αφηγείται όσο για τον τρόπο της γραφής. Πρόκειται για ένα χείμαρρο έξι σελίδων, μια ανάσα σ’ ένα κείμενο μιας και μόνο περιόδου, χωρίς πουθενά τελεία, παρά μόνο στο τέλος! Μου θύμισε στο στυλ τον José Saramago αυτός ο μακροπερίοδος λόγος. Εκτός από μια καλή άσκηση γραφής που προτείνει εδώ η συγγραφέας, θεωρώ εύστοχη τη χρήση αυτής της γλώσσας για το συγκεκριμένο θέμα του διηγήματος. Το διαβάζεις και μπαίνεις κατευθείαν μέσα στον ψυχισμό της μάνας που μπροστά στη μέγιστη απώλεια αδυνατεί να συμμαζέψει το μυαλό της που δραπετεύει σε όλες τις στιγμές της ζωής της άλλες μικρές, άλλες μεγάλες, άλλες σημαντικές κι άλλες ασήμαντες, και τελικά επικεντρώνει στο κυρίαρχο και αναπάντητο «ποιος φέρνει τα τριαντάφυλλα στο μνήμα», κι ας είναι το πιο μηδαμινό από όλα τα ερωτήματα που τη βασανίζουν.

Κάποιες από τις ιστορίες του βιβλίου θα ταίριαζε να δουλευτούν σε μορφή μυθιστορήματος έχοντας -το απαραίτητο για το είδος- εύρος χρονικής διάρκειας και τη σχηματική εδώ παρουσία κι άλλων προσώπων, ικανών να υποστηρίξουν δεύτερους ρόλους σε εκτενέστερη αφήγηση. Η Λουκία Δέρβη, πιστή στη συντομία της γραφής, προτίμησε να απλώσει σε ελάχιστο χώρο την πλοκή τους δίνοντας σε μερικές (για παράδειγμα στον «Αμερικάνο») την αίσθηση ότι οι λέξεις δεν επαρκούν για την ανάσα των ηρώων. Δεν είναι, όμως, αυτό που σου μένει διαβάζοντας τα διηγήματα αυτά, όσο σύντομα κι αν είναι. Περισσότερο νιώθεις ότι εισέπραξες τη συνολική εικόνα, ότι διάβασες σε δώδεκα διαφορετικές εκδοχές τη φυγή είτε έχει (για τον Έλληνα) προορισμό την ξένη χώρα είτε η χώρα μας αποτελεί τον τόπο υποδοχής (για τον αλλοδαπό). Κοινή η μοίρα. Εξαρτάται κάθε φορά από ποια πλευρά την κοιτάς. Το ταξίδι έχει σε κάθε περίπτωση τους δικούς του νόμους, κι αυτοί οι νόμοι συνήθως δεν καθορίζονται από τον ταξιδιώτη.

Διώνη Δημητριάδου



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου