Μαρία Γ. Τζανάκου
Ο μιθριδατισμός του
Αστερίωνα
συλλογή ποιημάτων
εκδόσεις Νοών
Η ποίηση της Μαρίας Γ. Τζανάκου -το επισημάναμε και στις
προηγούμενες ποιητικές της συλλογές- έχει ένα σίγουρο πάτημα στη ρεαλιστική
αντιμετώπιση των πραγμάτων. Δεν προσφεύγει στις συνήθεις ευκολίες των -νεότερων
κυρίως- ποιητών που στοχεύουν σε μια
αδιέξοδη συναισθηματική κινητοποίηση του αναγνώστη. Εδώ η ποίηση μοιάζει να
ξέρει ακριβώς το μέτρο της συγκίνησης, το όριο του λυρισμού. Αυτό είναι και το
ενδιαφέρον στην ποιητική της πρόταση. Συλλέγοντας από τη γύρω και τη μέσα
πραγματικότητα εναποθέτει στους στίχους της σχόλια (συχνά καταγγελτικά ή πικρά
εσωτερικής διεργασίας), τα οποία σε αναλυτικό λόγο θα προσέγγιζαν τη δοκιμιακή
εκδοχή του λόγου ως προς το περιεχόμενο.
Χρησιμοποιεί τα ουσιαστικά και τα επίθετα, δίνοντας ολόκληρο
το βάρος που τους αναλογεί στην πρόταση, αναδεικνύοντας έτσι τις λέξεις σε
ορίζουσες τα νοήματα. Νοήματα απολύτως σαφή, μια που αυτή η ποίηση προτιμά μια
τίμια συζήτηση με τον αναγνώστη της.
Αν αυτό το γνώρισμα είχε εντοπιστεί ανάμεσα σε άλλα στις προηγούμενες συλλογές
της, τώρα μοιάζει να είναι ως τεχνοτροπία η κυρίαρχη διέξοδος που αναζητά ο
λόγος της.
Τα δύο πρόσωπα που κυριαρχούν στα ποιήματά της, το δεύτερο ενικό και το πρώτο ενικό, αποδίδουν με τον καλύτερο τρόπο τον στόχο της γραφής της. Το δεύτερο ενικό πρόσωπο (και το δεύτερο πληθυντικό ως παραλλαγή του) εξυπηρετεί τον διδακτικό τόνο της ποιητικής /δοκιμιακής σκέψης, ακόμη και όταν μεταλλάσσεται σε πρώτο ενικό θυμίζοντας παλαιούς ποιητές, που έκρυβαν επιμελώς το ποιητικό υποκείμενο κάτω από την προσφώνηση «εσύ». Από την πρόσφατη συλλογή της, που εξετάζεται εδώ, απουσιάζει σχεδόν το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο που εντοπιζόταν σε προηγούμενες γραφές της. Ίσως αυτό δείχνει μια περισσότερο ενδοστρεφή ποίηση ή, έστω, μια συνειδητοποίηση μοναξιάς. Δεν παραπέμπει σε εγωκεντρισμό όμως.
Την ποιήτρια την απασχολεί η έννοια της άφευκτης μοίρας, του
πεπρωμένου, απέναντι στο οποίο εμφανίζεται συχνά με λεπτή ειρωνεία ή σαρκασμό,
μάλλον σε μια προσπάθεια να το αντιμετωπίσει με τα ανθρώπινα μέσα, τόσο ατελή
στην άνιση μάχη που δίνουν. Η ποίηση έχει αναλάβει αυτόν τον ρόλο, συχνά
αποδομώντας τα υλικά της και εμφανίζοντας ρεαλιστικά την αλήθεια των πραγμάτων.
Μπορεί εδώ κάποιος να έχει μια ένσταση σχετικά με τον βαθμό που ο ποιητικός
λόγος αντέχει τη γερή δόση ρεαλισμού, με την οποία τον τροφοδοτεί η ποιήτρια. Σκέφτομαι,
όμως, ότι η απόδοση της πραγματικότητας
ως έχει είναι ένας τρόπος γραφής, αντιμέτωπος με πλείστα όσα ποιητικά ασαφή
και απροσδιόριστα. Και ίσως κερδίζει τη μάχη στα σημεία.
Ενδιαφέρουσα είναι η αυτοαναφορικότητα των στίχων της, με
άλλα λόγια η «Ποιητική» της, η αναφορά στο ίδιο το έργο της ποίησης. Μοιάζει να
κερδίζει περισσότερο η απαισιοδοξία, αναμενόμενη οπωσδήποτε σε μια ρεαλιστική
οπτική, που ταιριάζει στην ποιήτρια:
Πότε επιτέλους θα καταλάβεις διάολε
Ότι ο ποιητής
Δεν έχει τίποτα συγκεκριμένο
Να δηλώσει
Παρά μονάχα
Το συναίσθημα και την γραπτή αποτύπωσή του
Με φόντο το τοπίο της Αθανασίας;
Πότε θα το καταλάβεις διάολε;
Κι ο ποιητής αφουγκράζεται…
Κι ο ποιητής σιωπά…
Κι ο ποιητής αποτυπώνει..
Και ο ποιητής αφανώς υπομένει…
Συμβιβασμός.
[Ο Ποιητής]
Ωστόσο, επειδή δεν υπάρχουν στεγανοί χώροι ανάμεσα στο έργο
του ποιητή και στην αντίληψη που έχει για τη θέση του στον κόσμο, θα λέγαμε ότι
η δόση απαισιοδοξίας δεν αφορά μόνο τα ποιητικά πράγματα:
Σκέψεις στοιχειώνουν
Τον νου
Αμφιβολία.
[…]
Ήττες του μέλλοντος
Στοιχειώνουν το παρόν
Απελπισία.
[Ταχύρρυθμες σκέψεις]
Σε μια περίπτωση ενδιαφέρουσα, στην οποία η ποιήτρια μοιάζει
να συζητά με τον εαυτό της και τα διλήμματά της, ερωτά στο πρώτο ποίημα και
απαντά η ίδια στο δεύτερο:
Ξέρω, ξέρω…
Σου αρέσει κι εσένα ο Καβάφης
Να συντροφεύει τα βράδια σου
Κι ύστερα ο Μπόρχες,
Η Σύλβια Πλαθ,
Και άλλοι πολλοί της Τέχνης Υπηρέτες.
Συνηθίζεις κι εσύ με στόμφο να ψελλίζεις:
«Ανυμνείτε τους ποιητές.
Γιατί εγκιβωτίζουν στα γραπτά τους
Αισθήσεις απροσδόκητες…»
Όμως σε ρωτάω
Τι γίνεται όταν τα γραπτά τους
Πέσουν απ’ τα χέρια σου
Και μείνεις μόνος
Κατάμονος
Μπρος σε ένα είδωλο φρικτό
καθρέφτη αντανάκλαση;
Τότε σου λέω τι γίνεται τότε;
Τι βλέπεις;
Πόσες άφατες συγγνώμες καθορίζουν τις στιγμές σου;
Πόσα λόγια αγάπης που δεν είπες μαστιγώνουν το μέτωπό σου;
Και πόσες τύψεις κι ενοχές καταρρακώνουν το θυμικό σου;
Εκεί σε θέλω φίλε μου..
Εκεί…
[Νεκρή φύση
(still life)]
[…]
Η ποίηση αρκεί.
Αρκεί και περισσεύει.
Η ποίηση, λοιπόν, μπορεί όχι μόνον να διασώζει τα προσχήματα
μπροστά στο έλλειμμα της ζωής, αλλά οπωσδήποτε θα παραδεχθούμε ότι σώζει και
τους ποιητές. Σαν σχεδία στο τρικυμισμένο πέλαγος. Σε μια άλλη εκδοχή, που
παραπέμπει και στον τίτλο της συλλογής, ίσως αποτελεί αυτή την ελάχιστη
καθημερινή δόση ποιητικού δηλητηρίου,
ικανή να σε μεταλλάξει τελικά σε άτρωτο απέναντι στα πραγματικά δηλητήρια.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου