Τετάρτη 10 Μαΐου 2017

Μέρη Λιόντη
Βηματισμοί
μικρές ιστορίες και κείμενα  εξομολογητικής σιωπής
Μικρές Εκδόσεις






Η δωρικότητα του λόγου

Με τα γραπτά της Μέρης Λιόντη δεν ξεμπερδεύεις εύκολα, κι ας είναι ο λόγος της λιτός και απέριττος, δωρικός. Σε ξεγελά για απλό το εγχείρημα. Δεν είναι όμως. Διαβάζεις, ξαναδιαβάζεις, ανακαλύπτεις κάθε φορά καινούργια πράγματα, αθέατα σε πρώτη ανάγνωση. Αυτό, όμως, είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα μιας καλής γραφής. Το ξάφνιασμα, η ανανέωση του ενδιαφέροντος, η νέα καταβύθιση στον λόγο. Τι γράφει, λοιπόν, η Μέρη Λιόντη; Διαβάζω:

Δεν λυπάμαι για σκηνές που μου ’χουν φύγει. Κάποιος άλλος δυνατότερος από μένα μπορεί και τις έχει κρατήσει, όλα μπορεί να τα ’χει κρατήσει, όλα εκτός απ’ τη βασιλεία του συναισθήματος. Της στιγμής.
Εκείνο ήταν δικό μου.

Απομονώνει στιγμές. Από το ευρύτερο πλάνο της ζωής αποκόπτει τα δικά της πλάνα, όσο κι αν φαίνονται μικρά, ελάχιστα. Μέσα από τη δική της φωτογραφική ματιά όλα ανάγονται σε άλλο επίπεδο, ο μικρόκοσμος των ηρώων της αναδεικνύεται σε σύμπαν δικό τους πολύτιμο.

Βηματισμοί - μικρές ιστορίες και κείμενα εξομολογητικής σιωπής. Έτσι ονομάζει η ίδια αυτή τη μείξη ποιητικών και πεζών κειμένων. Εξ αρχής δηλώνεται ο γήινος χαρακτήρας αυτού του λόγου. Βηματίζει, πατάει γη και χώμα. Αναγνωστική πρόκληση από κει και πέρα η απογείωση. Στέκομαι στο οξύμωρο του υπότιτλου. Μια σιωπή που εξομολογείται. Μα, ο λόγος ποια θέση έχει εδώ, μπροστά στην καταλυτική αυτή σιωπηλή κατάθεση; Η σιωπή δεν κρύβει; Αντιθέτως αποκαλύπτει πολλά;

Ο λόγος της Μέρης Λιόντη είναι κατ’ εξοχήν πεζός, τουλάχιστον έτσι φαίνεται με μια πρώτη ανάγνωση. Μικρές ιστορίες που αποτυπώνουν πλήρεις εικόνες, ήρωες που με τον λόγο αλλά και με τη σιωπή τους επισημαίνουν αλήθειες της ζωής τους. Επειδή, όμως, στην ουσία ο λόγος ένας είναι, όποια μορφή κι αν του δώσουμε, όπως επίσης η σκέψη μία είναι με όποιες εκφράσεις κι αν της προσδώσουμε υλική υπόσταση, ο λόγος της Λιόντη μεταπηδά από πεζή σε ποιητική μορφή και το αντίστροφο. Σε μια άλλη εκδοχή, το κάθε πεζό της κομμάτι έχει ένα ποιητικό προγεφύρωμα. Μια εισαγωγή με τον περισσότερο κρυπτικό ποιητικό λόγο. Ένας διάλογος της πεζογράφου με τον ποιητικό της εαυτό, ή το αντίστροφο.

Η Λιόντη γράφει απροσχημάτιστα, με μια εντελώς προσωπική γλώσσα, φτιάχνοντας τη δική της σύνταξη, τη δική της σειρά των λέξεων, αποσκοπώντας στη δική της θέα του κόσμου. Λόγος λιτός, χωρίς στολίδι κανένα, ευτυχώς. Γιατί αυτό το γνώρισμα είναι που κάνει και τη διαφορά. Σαν να βλέπουμε απαθανατισμένες σκηνές, εικόνες, όπως ακριβώς είναι (χωρίς φορτώματα περίσσια), όχι όπως θα θέλαμε να είναι. Κοφτές φράσεις, μικρές προτάσεις και σκληρές αποσιωπήσεις. Ο αναγνώστης αφήνεται στις περισσότερες ιστορίες να γεμίσει τα ηθελημένα κενά, να συμπληρώσει (καθοδηγούμενος από τον ελλειπτικό λόγο της Λιόντη) την πλοκή. Και η περιγραφή των προσώπων με απόλυτη αίσθηση του περιττού. Με το ελάχιστο των λέξεων μπροστά μας χαρακτήρες ανάγλυφοι:

Η γυναίκα του, ένα γύρω εκεί στα σαράντα, πιο πολύ στεγνή παρά αδύνατη, καθόταν σκυφτή καθαρίζοντας φασολάκια με μια έκφραση δυσαρέσκειας στο τραβηγμένο από την ένταση πρόσωπό της.

Σκέφτομαι πως και μόνο η λέξη στεγνή αν υπήρχε για να δώσει την εικόνα αυτής της γυναίκας, θα αρκούσε για να τη δούμε μπροστά μας ανάγλυφη.

Οι θαμώνες πλήθυναν. Γυναικείες φιγούρες περνούσαν απ' τα μάτια μου, που τα κράτησα χαμηλά για να μην προδώσω το μέγεθος της περιέργειάς μου. Γυναίκες με περπάτημα πιο ελαφρύ χορευτικό και άλλες με βαριά σερνάμενα βήματα λες και ήταν αποκαμωμένες υπάρξεις, κι όσο και αν δε φαίνονταν περασμένες στα χρόνια μπορεί στην ψυχή τους να 'ταν κιόλας πολλά. Γιατί γερνούν οι άνθρωποι γρήγορα; Τόσο μα τόσο γρήγορα; Ο καιρός των ενθουσιασμών θαρρείς μια στιγμή κρατά...

Στο παραπάνω απόσπασμα οι γυναικείες μορφές με το πλέον χαρακτηριστικό τους γνώρισμα να γράφει πάνω στο βάδισμά τους. Το ελαφρύ και χορευτικό από τη μια σε πλήρη αντίθεση με το σερνάμενο αποκαμωμένο από την άλλη.


Οι χαρακτήρες της Λιόντη έχουν βαθιές επιθυμίες. Σπαράσσονται συχνά από το ασύμπτωτο ανάμεσα στη δύναμη μιας επιθυμίας και στην αδυναμία του εφικτού:

Φώτα σβήνουν αφήνοντας όσα ανήκουν στη σκηνή, που λίγο ως πολύ ξέρεις πώς θα εξελιχθεί. Οι ανοιχτές προοπτικές έχουν εγκαταλείψει από ώρα. Μένει μόνο η αδυναμία του εφικτού. Όλα τα άλλα, πετάγματα που δούλεψε ακούραστα η προσμονή. Λυπάσαι γι’ αυτά καμιά φορά; Ίσως για τα καλά που έφυγαν. Ίσως για τις ανατροπές που ντράπηκαν για λογαριασμό σου και απόφυγαν να σε κοιτάξουνε στα μάτια.

Υπέροχο αυτό το δισυπόστατο της ανθρώπινης φύσης. Οι ανατροπές δικές μας είναι, εμείς τις επιλέξαμε, δεν έχουμε κανένα άλλοθι. Πόσο εδώ εισχωρεί η μνήμη εκείνου του καβαφικού, από τη Σατραπεία, όταν ο ποιητής χρεώνει εν τέλει στον ίδιο τον άνθρωπο την ευθύνη της υποχώρησης μπροστά στις κοινωνικές πιέσεις και συμβάσεις:

[…]και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις
-          η μέρα που αφέθηκες και ενδίδεις

Έτσι κι εδώ, οι ανατροπές σαν να αποκόπτονται από το σώμα, στέκονται απέναντί του και ντρέπονται για λογαριασμό του. Γιατί υποχώρησε, ενώ δεν έπρεπε.

Κάποιοι ήρωες, βέβαια, περνούν το όριο. Σπαρασσόμενοι αφήνονται στην επιθυμία. Έτσι γίνονται διακριτοί, ξεχωριστοί ακόμα και μέσα στην καθημερινότητά τους που απειλεί να τους καταπιεί. Θέμα επιλογής.

Διαλέγω από τα κείμενά της το αριστουργηματικό διήγημα Γαβριήλ Ευγένιος Ματράτσι, μια ιστορία που από μόνη της θα μπορούσε να δώσει στη Λιόντη τα εύσημα της συγγραφής. Εδώ συνοψίζεται όλο το σύμπαν της σκέψης και του έργου της. Η μοναξιά, ο έρωτας, ο έρωτας ως μοναξιά και πάλι, η διαφορετικότητα, ο περίγυρος και η καταλυτική του επίδραση στον κόσμο των ηρώων, η μνήμη, η καταστροφή και αναπόφευκτα η αυτοκαταστροφή, η αμαρτία και η εσωτερική της επεξεργασία, τέλος η τέχνη, αυτή η παντοδύναμη μη πραγματικότητα.  Μας καθοδηγεί αναγνωστικά με το ποιητικό προγεφύρωμα:

Αμαρτία είναι ό,τι ματαιώνει το μονοπάτι που βαδίζεις, ό,τι σε γυρνά, ό,τι σε μπάζει σε μια δίνη.
Αν σε πονά ή αν σε αλαφρώνει, αν σε διδάσκει ή αν κάνει όλες τις γραφές κενές, είναι ένα αίνιγμα που δεν θα λυθεί παρά στο απόλυτο τέλος.
Για την ώρα παίζεις το παιχνίδι της μνήμης και της λήθης. Και της φαντασίας. Για να επινοήσεις όλες τις αμαρτίες που δεν έκαμες ή να διαγράψεις άλλες.

Αν ήταν θεατρικό έργο, θα μιλούσαμε για προϊδεασμό. Για όλα αυτά που θα ακολουθήσουν. Η λέξη αμαρτία (αποδεσμευμένη από την κατοπινή θρησκευτική της διάσταση), με την αρχική της σημασία, την πανάρχαια, αυτή της αστοχίας, της μη συνάντησης με την τύχη. Εδώ δεν έχει καμία θέση η θεϊκή παρέμβαση. Ο άνθρωπος μόνος. Σε όλο το διήγημα η ιδέα πάει κι έρχεται. Αγγίζει τη γυναίκα και τη μεταμορφώνει, αγγίζει τον άντρα και τον καταστρέφει. Είναι η σειρά της γυναίκας να καταστραφεί, και μετά του άντρα. Πόσο πολύ τώρα το μυαλό μου (έτσι όπως ο αναγνώστης κάνει τους δικούς του συνειρμούς) γυρνάει σ’ εκείνο το άλλο διήγημα, του Δημήτρη Χατζή, Το φονικό της Ιζαμπέλας Μόλναρ. Μα εκείνο ήταν ένα μεταμφιεσμένο δοκίμιο περί τέχνης. Ετούτο της Μέρης Λιόντη, πολύ μικρότερο σε έκταση, κυλά την ιδέα του σε πιο πολλά θέματα, κι όμως στέκεται δίπλα του σαν ένα περίφημο παράλληλο. Μια άλλη εκδοχή του, τόσα χρόνια μετά από εκείνο. Οι συγγραφείς συνδιαλέγονται; Φυσικά! Συχνά χωρίς να το γνωρίζουν, και αυτό κάνει την επικοινωνία τους μαγική. Διαβάζοντας τα ποιητικά κομμάτια της Λιόντη ανακαλύπτεις τον γήινο, πεζό τους χαρακτήρα, αλλά και μέσα στις ιστορίες της τις πεζές ανασαίνει ο λόγος ποιητικά. Έτσι μπαίνω στον πειρασμό.  
Παίρνω φράσεις σκόρπιες από αυτό το εξαιρετικό διήγημα, και δείτε πώς μετασχηματίζεται όχι μόνο σε ένα πλήρες, λιλιπούτειο πεζό αλλά και σε ποιητικό λόγο:

(εκείνη)
Η απόλυτη κυρία της μικρής πόλης.
(εκείνος)
Ψηλός, επιβλητικός, με μακριά μαύρα – ασυνήθιστα μαύρα  – μαλλιά και μάτια εντελώς ασταθή στο χρώμα τους.
Άλλαζαν όχι με το φως αλλά με τον άνεμο. Ανάλογα με τη διεύθυνσή του.
(εκείνη)
Τον είδε και ο νους της φουρτούνιασε. Νοτιάς σηκώθηκε. Τα μάτια του ψιχάλισαν και για μια στιγμή τα έριξε πάνω της.
Ζαλίστηκε.
Έτρεφεν ο έρωτας και γεννούσε ονείρατα εικόνες και γέλια ζωντανά.
Είχεν παραδοθεί.
(εκείνος)
Οι άνεμοι τον είχαν ξεχάσει ή τους είχε χάσει στους δρόμους που τριγυρνούσε η απόλυτη βεβαιότητα της ύπαρξής του.
Πλέον οι ζωγραφιές του είχαν χάσει τη μαγεία τους.
Έπρεπε να γυρίσει πίσω τη μοίρα. Να πάρει πίσω τον χαμένο του χρόνο.
Στην άκρη απ’ τη θάλασσα σώσε με, της είπαν τα τυφλά του μάτια.

Τον βρήκαν στο πλάι της ήσυχο, σιωπηλό, να κοιτάζει τη θάλασσα.
Στα ρούχα του το αίμα της.
Ένα φιδωτό μονοπάτι ξετυλιγόταν στους τοίχους. Κόκκινο. Ίδιο φωτιά. Λάθος! Όχι φωτιά. Αίμα. Άλικο αίμα!
Κι ο Γαβριήλ Ευγένιος Ματράτσι απών.

Αυτή η ευελιξία του μετασχηματισμού μιας γραφής είναι άλλο ένα γνώρισμα της πληρότητας που έχει. Μια ιστορία που εμφανίζεται σε διαφορετικές εκδοχές, και σε κάθε μία δεν χάνει τίποτα όλο το νόημα, το αρχικό.

Τα θέματά της Μέρης Λιόντη γυρνούν σε τοπία ερωτικά, μνημονικά, τραγικά του χρόνου περάσματα πάνω στις ανθρώπινες ζωές.  Αυτός ο αδυσώπητος χρόνος που πασχίζει όλα να τα καταργήσει. Φθείρει υλικά το σώμα, αναδεικνύεται, όμως, αδύναμος απέναντι στις επιθυμίες.

Η μνήμη και ο χρόνος.
Μόνος ο χρόνος.
Άλλος στο μυαλό άλλος στο κορμί.
Ξέρεις, όπως στριφογυρίζουμε και χαραζόμαστε παντού μια χαραγή στη δύναμη στη διάθεση στα όνειρα.

Και ο έρωτας, μια καθημερινή σχέση ή μια εξαιρετική ιστορία; Ακροβασίες ανάμεσα σε κραυγές και ψίθυρους. Γιατί ο έρωτας και ως παρουσία αλλά και ως απουσία είναι παντοδύναμος. Όπως εδώ, που μπορεί να γίνει και απελευθερωτικός συναισθημάτων, όταν με χαμηλόφωνο τρόπο καταργείται:

Μ’ αγαπάς; ρώτησε. Κι ήταν σιγανός ο ήχος της φωνής, με μια αγωνία λες ζητούσε επιβεβαίωση αν βρήκε το σωστό κλειδί ν' ανοίξει την πύλη.
Όχι, ακούστηκε η φωνή του και ήταν το ίδιο σιγανή.
Σαν να ξαναβρήκε την ενέργειά της όλη.


Οι ιστορίες αυτές θα μπορούσαν να είναι και φωτογραφικά στιγμιότυπα. Άλλωστε η Λιόντη δηλώνει ότι απαθανατίζει. Η παρατηρητικότητα (βάση της λογοτεχνίας) εδώ σε όλη της την έκταση.

Φωτογραφίζω συχνά και ας μην κατέχω την τέχνη
Ίσως γιατί είναι ένας τρόπος να φροντίζω εμμονές
να συντηρώ απορίες και να μαθαίνω δρόμους

Ιστορίες και ποιητικά σχόλια αυτών των ιστοριών. Η ίδια θα δηλώσει:

Δεν είναι όλες μου οι ιστορίες άξιες για ανάγνωση. Κάποιες είναι τόσο αδύναμες που μετά βίας βρίσκει κανείς μισή λέξη ενθαρρυντική να πει γι’ αυτές.
Ωστόσο δεν τις διαγράφω. Τις κρατώ εκεί εκατό γραφές δοκιμασίες, άταρες, άτονες ανήμπορες, σαν παιδιά με υστέρηση. Σαν παιδιά με ειδικές ανάγκες. Σαν τα παιδιά. Μας. Μου...

Μπορεί γι' αυτό να τις κρατώ.

Γραφές δοκιμασίες, λοιπόν. Συμφωνώ. Αξιοπρόσεκτα στιγμιότυπα και ακόμα πιο άξια προβληματισμού σχόλια. Στο σύνολο μια πεζή/ποιητική κατάθεση μιας εξομολογητικής σιωπής. Το οξύμωρο του υπότιτλου τώρα κάτι παραπάνω από σαφές. Ποιος είπε ότι πρέπει ο λόγος να κραυγάζει; Με τον δωρικό της τρόπο έκφρασης η Μέρη Λιόντη  δείχνει την ουσία των πραγμάτων.


Διώνη Δημητριάδου
(η πρώτη δημοσίευση έγινε στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/vimatismoi/)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου