Σάββατο 13 Μαΐου 2017

Ελένη Σιγαλού
Ιουλίου Όχλησις
και 61 χαϊκού

εκδόσεις Κουκούτσι







Από το σκίασμα στο φως
απλώνεται μία θάλασσα.
Της ψυχής το πέρασμα
απότομα βαθαίνει.

Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο η Ελένη Σιγαλού ανοίγει το πέρασμα που οδηγεί στην ποίησή της. Δεν είναι τυχαία η επιλογή αυτή. Από τη μια η αντίθεση ανάμεσα στη σκιά και στο φως, και από την άλλη το απότομο ξάφνιασμα του βάθους της ψυχής, έτσι όπως αυτή ολισθαίνει δραματικά προς το δικό της σκοτάδι. Ανακόλουθο με την έξω φυσική φωταψία.
Σ’ αυτόν τον κόσμο των αντιθέσεων θα περιηγηθεί η ποιήτρια συνειδητοποιώντας το ασύμπτωτο ανάμεσα στην επαναλαμβανόμενη και  ρυθμισμένη με ακατάλυτους νόμους καρποφορία της φύσης και στην ανθρώπινη αδυναμία να ακολουθήσει:

Άκαρπη η προσπάθεια
κι όλα τα δέντρα με καρπούς.
Γιατί ’ναι τώρα η εποχή
μα όχι των ανθρώπων.

Στην απόλυτη τάξη που διέπει το σύμπαν, ο άνθρωπος μόνο τραγικά ερωτήματα μπορεί να θέτει, πάντα με μια απατηλή προσδοκία ότι θα απαντηθούν. Και με τη συνειδητοποίηση της θέσης του σ’ αυτό το απρόσωπο και απάνθρωπο σύμπαν, που μόνον αυτός ως νοήμον ον κατέχει, κάποτε κατανοεί ότι μόνο το θαύμα μπορεί να διαρρήξει την αδιασάλευτη λογική πραγματικότητα. Η εναπόθεση, ωστόσο, της ελπίδας στο αιφνίδιο θαύμα, την απρόσμενη αυτή καταστρατήγηση της λογικής, είναι ικανή να διατηρήσει τη ζωή; Θα πει η ποιήτρια:

Η ευτυχία
σκάει σαν το ρόδι
αναπάντεχα!

Όμως:

Ανύποπτος πόνος:
Το κουκούτσι
κοιμάται στο δάγκωμα.

Αναμενόμενη η πορεία από δω και κάτω στον ποιητικό λόγο. Η μνήμη, ο χρόνος, αδυσώπητος κριτής και ολετήρας αισθήσεων και αισθημάτων, μεταλλάσσει το υλικό σώμα σε άυλη υπόσταση που απειλείται να  αφανιστεί από τη λήθη. Και τότε ο στίχος αγωνιά και ψάχνει:

Δεν μπορεί κάπου εδώ θα βρίσκεται
κάτι απ’ την ύπαρξή σου.

Και αλλού, στο ομώνυμο του τίτλου ποίημα:

Να ’τανε, λέει, αλλιώς.
Να ξέγραφαν του Χρόνου τα κιτάπια.
Τα υλικά τα είχαμε.
Πέτρες και χώμα στέρεο και νερό.

Μα τα κορμιά κεριά στου Έρωτα το θρόνο.
Και οι ψυχές θυμίαμα στου Ίμερου το βάθρο.

Η καταλυτική ποσότητα του πόθου και του πάθους, αυτή η ελάχιστη ποιότητα που όμως μαγικά μεγεθύνει την ανθρώπινη ασημαντότητα και μεταμορφώνει την αδυναμία σε τάχα παντοδύναμη ουσία. Η αυταπάτη του ανθρώπου που καταλαμβάνεται από τον έρωτα και θαρρεί πως όλα πλέον είναι μπορετά. Κρατά τη ζωή στα χέρια του, κι εκείνη τον περιγελά για την ψεύτικη αίσθηση. Μα οι έρωτες είναι που φθίνουν πρώτοι. Και τότε ο χρόνος, κυρίαρχος πια, σαρώνει τα αποκαΐδια των σωμάτων.

Χιλιόμετρα λαχτάρας
Μακριά
Καρπίζουν νύχτες
Κόκκινες.

Η ποίηση της Ελένης Σιγαλού ακροβατεί ανάμεσα στο λυρικό και στο πιο λιτό ύφος. Ακριβώς στο όριο. Σαν να γνωρίζει πως αν γείρει από τη μια ή από την άλλη μεριά, θα καταστραφεί η ευαίσθητη ισορροπία και το ποίημα θα καταρρεύσει. Δεν παρασύρεται από έναν αδιέξοδο και άστοχο συναισθηματισμό. Ξέρει πως δεν θα ωφελούσε. Μα ταυτόχρονα σηκώνει λίγο το ποίημά της από το χώμα, του δίνει μια ανάσα ανυψωτική και αναζωογονητική. Ο λόγος πότε να πετάει στο φυσικό ξαστέρωμα και πότε να πατάει στο γήινο φθαρτό και ευτελές. Ενδιαφέρουσα γραφή.
Τη συλλογή συμπληρώνουν 61 χαϊκού. Με τη φόρμα του μικρού στιχουργήματος κατά την ιαπωνική εκδοχή. Όχι μόνο στο μέτρημα των συλλαβών και τη δομή των στίχων, αλλά και στο περιεχόμενο, με τη φυσική ακολουθία των εποχών κατά το κλασικό πρότυπο του είδους.
Επιλέγοντας από αυτές τις τέσσερις εποχές, στις οποίες χωρίζονται τα χαϊκού της συλλογής, τα 4 ακροτελεύτια βλέπουμε τη θεώρηση ζωής που μας δίνει η ποιήτρια.

Τα τρένα φύγαν
Οι ράγες χορτάριασαν
Ο σταθμός εμείς
(Φθινόπωρο)

Ψαύει εντός μου
Η αθέατος φλόγα
Κρύφιο ψύχος
(Χειμώνας)

Ανθίζει πάλι
Αντίδωρη Άνοιξη
Ξόδι των άστρων
(Άνοιξη)

Ετοιμότητα
Σε ατέρμονα παρόντα
Είν’ η ζωή μας
(Καλοκαίρι)

Ο μέσα χρόνος, έτσι όπως μετράει με τα δικά του ζύγια, δεν συμβαδίζει πάντα με τη φυσική διάστασή του. Ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται διαφορετικά τα χρονικά διαστήματα. Πορεύεται στη ζωή του με το δικό του βάρος και ανιχνεύει στον κόσμο γύρω του την επαλήθευση των επιλογών του. Δεν τη βρίσκει πάντα. Η ζωή, όπως λέει η ποιήτρια, διατηρεί την ετοιμότητά της απέναντι στις όποιες εναλλαγές (των εποχών και των καταστάσεων) ελπίζοντας πάντα ότι θα βγει νικήτρια. Κι ας διαψεύδεται συχνά. Η ζωγραφιά του εξωφύλλου (Βασίλης Τάγκαλος, Στάχυα) ελπίζει σε ένα κατάμεστο και καρπερό χωράφι. Μια νότα αισιοδοξίας.


Διώνη Δημητριάδου
(η πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό περιοδικό Φρέαρ frear.grhttp://frear.gr/?p=17916)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου