Ὁ ἀγαθός δασκαλάκος
(διήγημα) π. Σταύρου
Τρικαλιώτη
Πρίν λίγο καιρό μέ ἐπισκέφτηκε στόν χῶρο ἐργασίας μου ὁ κ.
Στράτος, ἀρκετά μεγαλύτερος ἀπό ἐμένα, πού ὅταν ἤμουν μαθητής Δημοτικοῦ βοηθοῦσε
οἰκειοθελῶς στίς διάφορες τεχνικῆς φύσεως ἀνάγκες τοῦ σχολείου μας. Πιάσαμε
συζήτηση καί θυμηθήκαμε τά παλιά...
-Θυμᾶσαι τί εἶχε
τραβήξει ἀπό σένα ὁ δάσκαλος ὁ κ. Πέτρος; μοῦ εἶπε σέ κάποια στιγμή.
Ξαφνικά μέ γύρισε
40-45 χρόνια πίσω, τότε πού ἡ σχολική μου φοίτηση ἦταν γεμάτη ἀπό ἀταξίες καί
σχολικές ζωηράδες.
Θά ἦταν γύρω στά 197...
Μιά περίεργη σιγή βασίλευε τότε στήν ἑλληνική κοινωνία. Τά
διάφορα κοινωνικο-πολιτικά γεγονότα μᾶς ἦταν παντελῶς ἄγνωστα. Τότε λίγα σπίτια
εἶχαν τηλεόραση. Μά καί ὅσοι εἶχαν, ἔβλεπαν παθιασμένοι τή Γειτονιά ἤ τόν Ἄγνωστο
πόλεμο. Αὐτή ἦταν ἡ ἐπιτρεπόμενη πνευματική τροφή ἀπό τό τότε σύστημα. Ὅσο γιά
εἰδήσεις, οἱ ἐλεγχόμενες εἰδήσεις τῆς περιβόητης ΥΕΝΕΔ....
Ἐμᾶς, ὅμως, τά παιδιά, τότε, ἄλλα μᾶς ἀπασχολοῦσαν. Τό
παιχνίδι καί μόνο τό παιχνίδι. ῞Ενα παιχνίδι γνήσιο στό ὁποῖο συμμετεῖχε ὅλη ἡ ὁμάδα,
ὄχι ἠλεκτρονική ἀποχαύνωση, ὅπως γίνεται μέ τά σημερινά...
Θά πήγαινα στήν
Τετάρτη ἤ Πέμπτη Δημοτικοῦ. Τό σχολικό διάβασμα γινόταν τσάτρα–πάτρα, γιά νά
μήν ἔχω στό σπίτι τήν μουρμούρα τῆς μάνας μου.
Ὁ κ. Πέτρος ἦταν ὁ
τύπος τοῦ ἀγαθοῦ δασκαλάκου, γύρω στά πενήντα τότε καί, ἄν θυμᾶμαι καλά, μᾶς ἔκανε
τό μάθημα τῆς Γεωγραφίας δύο φορές τήν ἑβδομάδα. Ἡ βασική δασκάλα πού μᾶς ἔκανε
τά περισσότερα μαθήματα ἦταν ἡ κ. Δέσποινα, μιά αὐστηρή Ἠπειρώτισσα ἀπό τήν ὁποία
κι ἔμαθα τά βασικά γράμματα καί τή φέρνω πολύ ζωντανά στή μνήμη μου μέ εὐγνωμοσύνη,
ἄν καί ἔχουν περάσει τόσα πολλά χρόνια.
Ἡ κ. Δέσποινα ἦταν τῆς παλιᾶς σχολῆς. Δέν ἤξερε σύγχρονες
παιδαγωγικές μεθόδους. Μερικές φορές μάλιστα, ὅταν τά πράγματα ἔφταναν στό ἀπροχώρητο,
ἐφάρμοζε τό «ὅπου δέν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος»! Καί ἡ ράβδος ἔπιπτε συχνά,
συχνότατα μάλιστα, γιατί πολλές φορές ἀφηφούσαμε τά λόγια της, ζωγραφίζαμε
σκιτσάκια στά θρανία καί στά βιβλία καί μιλάγαμε λές καί εἴχαμε καταπιεῖ
γλιστρίδα, ὅπως μᾶς ἔλεγε χαρακτηριστικά.
Μερικές ξυλιές στό
χέρι μέ τή μακριά βίτσα μᾶς ἐπανέφεραν πάντα στήν τάξη καί ὡς διά μαγείας προσηλωνόμασταν
πλέον στό μάθημα μέ εὐλάβεια. Ἔτσι μάθαμε τήν πρόσθεση, τήν διαίρεση, τόν
πολλαπλασιασμό, τήν καλή καί τονισμένη ἀνάγνωση, τήν τεχνολόγηση τῶν λέξεων κι ἕνα
σωρό ἀκόμα πράγματα πού μοῦ ἔχουν μείνει ἀνάγλυφα στή μνήμη μου.
Ἀλλά, μέ τόν κ.
Πέτρο τά πράγματα ἦταν διαφορετικά! Δέν λέω, τόν ἀγαπούσαμε τόν ἀνθρωπάκο καί
μάλιστα τόν συμπαθούσαμε πάρα πολύ. Ὅταν, ὅμως, ἐρχόταν ἡ ὥρα τοῦ μαθήματός
του, γινόταν πραγματικός σαματᾶς. Ὀφείλω νά πῶ ἐδῶ ὅτι ἦταν πολύ εὐγενικός γιά
τά μέτρα μας. Προσπαθοῦσε νά μᾶς ἐπαναφέρει στήν τάξη μέ τήν καλοσύνη καί τήν
πειθώ. Μέ σήκωνε –θυμᾶμαι- στόν πίνακα καί μέ ρώταγε μέ παράπονο καί ἀπορία
συνάμα: «Γιατί , παιδί μου, δέν προσέχεις; Γιατί ὁμιλεῖς συνέχεια; Γιατί
μαλώνεις μέ τόν διπλανό σου;» Κι ἐγώ ἔσκυβα τό κεφάλι, ζητοῦσα συγγνώμη καί
γύριζα στό θρανίο φανερά χωρίς νά πῶ τίποτα.
Ὁ καημένος ὁ κ. Πέτρος πειθόταν ὅτι ἀπό ἐδῶ καί στό ἑξῆς θά
εἶμαι ἕνα φρόνιμο καί ὑπάκουο παιδί. Ὅμως τήν ἄλλη μέρα ἡ συμπεριφορά μου ἦταν ἡ
ἴδια καί χειρότερη. Πραγματικά ξεσάλωνα! Παρέσυρα καί τούς ἄλλους καί τήν ὥρα
πού ἐκεῖνος ἔγραφε στὀν πίνακα μέ τά ὡραῖα του γραμματάκια τά βουνά καί τά
ποτάμια τῆς Ἑλλάδας, ἐμεῖς στή γαλαρία ἀρχίζαμε νά οὐρλιάζουμε, νά ἀνασηκώνουμε
καί νά χτυπᾶμε ρυθμικά τά θρανία, νά σφυρίζουμε...
Γινόταν πραγματικά ἕνας
πανζουρλισμός. Εἴχαμε φέρει τό ἀγαθό ἀνθρωπάκι στά ὅριά του. Κάποτε, ἐνῶ ἦταν ἀπό
τή φύση του πρᾶος καί συγκρατημένος, ἄρχισε νά φωνασκεῖ, νά οὐρλιάζει
κυριολεκτικά καί νά βγάζει ἀπό τό στόμα του ἀφρούς. Τό βλέμμα του εἶχε ἀγριέψει
καί ἀπό τά μάτια του ἔβγαιναν σπίθες. Εἶχε βγάλει τό σακάκι του καί τή γραβάτα
του γιά νά πάρει ἀέρα. Σέ λίγα λεπτά εἶχε ἠρεμήσει καί μᾶς κοιτοῦσε θλιμμένα, ὅπως
κοιτάζει ἕνα πληγωμένο καί ἀνήμπορο ζῶο.
Ὅταν τόν εἴδαμε,
κατατρομάξαμε. Εἴχαμε παγώσει καί κοίταξε ἀπορημένα ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Στήν τάξη ἐπικρατοῦσε
πλέον νεκρική σιγή. Κάποιος συμμαθητής μας πῆγε νά κάνει κάποια ἀστεία κίνηση
κι ὅλοι μας κοιτάζοντάς τον περιφρονητικά καί μέ αὐστηρότητα τόν ἐπαναφέραμε
στήν τάξη.
Ξαφνικά, βλέπουμε
τόν κ. Πέτρο νά ἀνεβαίνει στήν ἕδρα, νά στέκεται ὄρθιος, νά σκουπίζει μέ κάποιο
ἐμφανῆ τρόπο τά στρογγυλά γυαλάκια του μέ τόν μαῦρο σκελετό καί μέ ἕνα
αυστηρότατο ὕφος νά μᾶς ἀπευθύνει τόν λόγο.
-«Προσέξτε αὐτά πού
θά σᾶς πῶ. Ὅ,τι ἔγινε, ἔγινε! Ἀπό ἐδῶ ὅμως καί στό ἑξῆς δέν θά ἀνεχθῶ τήν
παραμικρή ἀταξία, τόν παραμικρό θόρυβο. Ὅποιον πιάσω νά ἀτακτεῖ, θά τόν σύρω ἀπό
τό αὐτί καί θά τόν πάω ἀμέσως στόν διευθυντή γιά ἀποβολή. Ὥς ἐδῶ καί μή
παρέκει. Αὐτή εἶναι ἡ τελευταία μου προειδοποίηση».
Ὅλοι μας εἴχαμε
βουβαθεῖ. Δέν περιμέναμε ποτέ αὐτό τό καλοσυνάτο ἀνθρωπάκι νά ἀντιδράσει τόσο ἔντονα.
Τά λόγια του ἦταν σάν ἀναμμένα κάρβουνα στήν ψυχή μας. Ἄρχισαν νά μᾶς
βασανίζουν οἱ τύψεις τῆς συνείδησης γιά ὅ,τι εἶχε γίνει. Δέν τολμούσαμε νά τόν
κοιτάξουμε στό πρόσωπο.
Σέ λίγο χτύπησε τό κουδούνι γιά διάλειμμα. Καθώς βγαίναμε ὁ ἕνας
πίσω ἀπό τόν ἄλλο γιά τό προαύλιο, ὁ κ. Πέτρος κοντοστάθηκε δίπλα μου καί μοῦ
ζήτησε νά τόν περιμένω γιά λίγο. Ὅταν βγῆκε καί ὁ τελευταῖος ἀπό τήν τάξη μοῦ εἶπε:
-«Θέλω νά ξέρεις, Νῖκο,
ὅτι θά μποροῦσα κι ἐγώ νά εἶμαι τόσο καιρό αὐστηρός, ὅπως καί οἱ ἄλλοι
δάσκαλοι. Θέλησα ὅμως νά ἐφαρμόσω μιά ἄλλη παιδαγωγική τακτική, πού θά σέβεται
τόν μαθητή καί δέν θά προσπαθεῖ νά τόν καθηλώσει μέ τήν τρομοκρατία καί τή βία.
Κι ἐγώ ὡς μαθητής δέχθηκα τήν ἀπάνθρωπη σκληρότητα ἀπό τούς δασκάλους μου καί ὑποσχέθηκα
στόν ἑαυτό μου νά μήν τούς μοιάσω. Ἴσως νά μήν ἤμουν ὁ κατάλληλος γι᾽ αὐτό τό
ρηξικέλευθο πείραμα. Ἴσως νά μέ ἐμπόδισε καί ἡ φυσική μου δειλία. Σέ θέλω ὅμως ἀπό
ἐδῶ καί στό ἑξῆς νά εἶσαι σύμμαχός μου, γιατί διαβλέπω ὅτι κατά βάθος εἶσαι ἕνα
εὐαίσθητο καί συνεσταλμένο παιδί. Τί λές;».
- Μάλιστα, κύριε. Θά προσπαθήσω νά γίνω ὁ καλύτερος σύμμαχός
σας» τοῦ εἶπα, καί χωρίς νά τό θέλω βούρκωσαν τά μάτια μου...
Ἔσκυψα αὐθόρμητα,
τοῦ φίλησα τό χέρι κι ἔφυγα τρέχοντας.
Μπορεῖ νά μήν θυμᾶμαι
ὅλα τά ποτάμια, τίς λίμνες καί τά βουνά τῆς Ἑλλάδας πού μᾶς δίδασκε τότε ὁ κ.
Πέτρος, ἀλλά θυμᾶμαι δύο πολύτιμα πράγματα πού μέ δίδαξε ἡ συμπεριφορά του: τήν
ὑπομονή στίς δυσκολίες τῆς ζωῆς καί τήν ἀνοχή τῶν δύσκολων ἀνθρώπινων
χαρακτήρων πού ὅλοι μας θά συναντήσουμε κάποτε. Καί αὐτά τά δύο μέ βοήθησαν
πάρα πολύ στήν μετέπειτα ζωή μου.
Καλή σου ὥρα, κ. Πέτρο, ὅπου κι ἄν βρίσκεσαι...
π. Σταύρος Τρικαλιώτης
(η φωτογραφία του Δημήτρη Χαρισιάδη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου