Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2017

"Ο Αρχίλοχός του"

του Γρηγόρη Τεχλεμετζή


από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης





Ιστορικό μυθιστόρημα τιτλοφορείται το βιβλίο του Γρηγόρη Τεχλεμετζή, αλλά διαβάζοντάς το συνειδητοποιείς ότι δεν έχει μόνον αυτή την ταυτότητα. Ενώ εμπεριέχει όλη τη ζωή του λυρικού ποιητή του 7ου αιώνα π.Χ. Αρχίλοχου -και μάλιστα με πολλές ποιητικές παραπομπές και ιστορικές αναφορές- ανοίγει τον ορίζοντά του σε ευρύτερα θέματα φθάνοντας μέχρι σημερινούς προβληματισμούς, διεκδικώντας έτσι τη θέση του ανάμεσα στα πιο επίκαιρα λόγω θέματος μυθιστορήματα. Ο συνδυασμός των δύο αυτών εκδοχών ανάγνωσης φανερώνεται στον προσεκτικό αναγνώστη από τον τίτλο Ο Αρχίλοχός του, που δείχνει πώς ο ήρωας του βιβλίου οικειοποιείται τη ζωή και την προσωπικότητα του ποιητή.


Η πλοκή μοιρασμένη στα δύο. Από τη μια παρουσιάζει τον Αρχίλοχο, έτσι όπως τον ξέρουμε από τα ποιητικά του αποσπάσματα που έχουν διασωθεί αλλά και από τη μυθοπλαστική επεξεργασία τους, που ο συγγραφέας -λογοτεχνική αδεία- επιχειρεί.  Φαίνεται, έτσι, σαν να καλύπτει με τον πεζό του λόγο τα κενά που αφήνει ο ποιητικός λόγος, σαν να προσθέτει τα σχόλια που λείπουν, επιτρέποντας  με τη δική του παρέμβαση να δούμε τη ζωή του Αρχίλοχου πίσω από τις λέξεις του. Να θυμηθούμε τη φράση του Ντοστογιέφσκι «Το ψέμα σώζει το ψέμα» («Ημερολόγιο ενός συγγραφέα», 1877). Θεμιτό αυτό το γοητευτικό ψεύδος της λογοτεχνίας που πλάθει τα κενά του μύθου εμπλουτίζοντας την αληθινή ιστορία. Από την άλλη μας μεταφέρει στον σημερινό κόσμο για να παρακολουθήσουμε την ιστορία του Δημήτρη Δάκου, του πραγματικού ήρωα του βιβλίου, ο οποίος από θαυμαστής του Αρχίλοχου και της ποίησής του θα οδηγηθεί σε μια ταύτιση με τη ζωή του, όπως το διαταραγμένο του μυαλό θα συνδέει τον εαυτό του με το πρόσωπο του ποιητή.


Υπάρχουν άραγε στοιχεία κοινά στη ζωή των δύο, ώστε να δικαιολογούν -έστω μυθοπλαστικά- αυτή την ταύτιση; Και στα δύο πρόσωπα, όπως τα παρουσιάζει ο συγγραφέας, κυριαρχεί από τη μια η διάθεση για ουσιαστική ζωή και από την άλλη το ανικανοποίητο συναίσθημα που όλα τα ανατρέπει. Κάτω από κοινωνικές συνθήκες δεσμευτικές και από νοοτροπίες αναχρονιστικές (και στις δύο ιστορούμενες εποχές) τα πρόσωπα συνθλίβονται αδυνατώντας να κατανοήσουν για ποιο λόγο η ζωή να μην μπορεί να δικαιώσει τις πραγματικές επιθυμίες. Η διαχρονικότητα της αρχικής σκέψης του συγγραφέα γίνεται εδώ αντιληπτή, και ίσως δικαιολογεί εν μέρει το εγχείρημα να γράψει ένα μυθιστόρημα που να ακροβατεί (επιτυχώς οπωσδήποτε) ανάμεσα στις δύο τόσο διαφορετικές εποχές. Η διαταραχή της προσωπικότητας του σημερινού ήρωα δεν θα έφθανε ίσως για να νιώσει ο αναγνώστης εύστοχη τη σύγκριση των δύο προσώπων. Ωστόσο, έτσι όπως οδηγεί σε διαχρονικά των κοινωνιών προβλήματα, επιτυγχάνει την εκ παραλλήλου ανάγνωση των δύο ιστοριών.
Πανάρχαια αυτά τα θέματα, διογκώνονται μέσα από τις αναγκαστικές (συμφωνημένες) συμβάσεις της κοινωνικής συμβίωσης. Απαραίτητες αλλά απολύτως συχνά δεσμευτικές της ελεύθερης βούλησης των ατόμων. Ο Αρχίλοχος, έτσι, θα υποκύψει στην ταξική διαφορά που δομεί την κοινωνία της εποχής του και θα αφήσει ατελή τον έρωτά του για τη  Νεοβούλη. Θα ακολουθήσει την ποιητική του μούσα, εισπράττοντας την άποψη της εποχής του για το ατελέσφορο της ενασχόλησής του. Θα διαφοροποιηθεί από το ηρωικό πλαίσιο που κατ’ εξοχήν χαρακτηρίζει τη ζωή και τις αξίες των παλαιότερων αλλά και των συγχρόνων του, αποκομίζοντας την έκπληξη, τη χλεύη ακόμη και την απόρριψη. Ο σκεπτικισμός γύρω από την αντιηρωική άποψή του (την αντίθετη με το πρότυπο του ήρωα που καταξιώνεται στις μάχες) θα τον ακολουθεί ως τα σήμερα, επιτρέποντας σε σχολικές αναφορές να οριοθετείται ο Αρχίλοχος από τους υπόλοιπους ποιητές σε ένα χώρο που γεννά τουλάχιστον (από τους προσκολλημένους σε κενά ιδανικά) την απορία. Ίσως αυτό να είναι το διαχρονικό τίμημα που θα πληρώνει ο ποιητής, γιατί μπόρεσε τόσο μπροστά από την εποχή του να μιλήσει για τα πιο γήινα ιδανικά και την καταξίωση του καθημερινού ανθρώπου, πέρα από πολεμοκάπηλους και παντοειδείς σφετεριστές εξουσιαστικών πλεγμάτων.   Ο Δημήτρης, από την άλλη, εγκλωβισμένος μέσα σε ένα γάμο και σε μια εργασία που μόνο πίεση πια του προσφέρουν, αδυνατεί να απολαύσει τη ζωή του με τα δικά της δεδομένα και στρέφει έτσι τον ψυχισμό του προς το πρότυπό του, κι ας απέχει τόσο από τον δικό του κόσμο. Είναι μέσω της φαντασίας που θα αναζητήσει την προσωπική του λύτρωση.

Ήθελε τον Αρχίλοχό του… Μοιραία φυγοπονία σε ένα αγκαθωτό τοπίο. Δεν τον ένοιαζε ακόμα και να τον τρέλαινε. Άλλωστε ποια λογική είχε αυτό που ζούσε; Ήταν ένας Σίσυφος που μόνιμα έσπρωχνε μια πέτρα μάταια προς μια προκαθορισμένη πορεία.

Ο αναγνώστης θα αντιληφθεί σιγά σιγά την ταύτιση αυτή, όπως ο συγγραφέας αρχικά θα εναλλάσσει την πλοκή σε διαδοχικά κεφάλαια και κατόπιν θα παρουσιάζει τις δύο ζωές σε απόλυτη συμφωνία, σε μια αδιάσπαστη σχέση. Κάποια στιγμή θα αντιληφθούμε ότι όλο αυτό αποτελεί ένα μυθιστόρημα που γράφει ο ήρωας.

Ήθελε η υπόθεση να κυλά σαν γρήγορο ρυάκι από μέσα του. Γιατί ήταν μέσα του σαν κομμάτι τού σήμερα. Ήταν ο Αρχίλοχός του, δικός του, μόνο δικός του, και τώρα θα τον μοίραζε στον κόσμο να μεταλάβει το παρελθόν του, ζωντανό χωρίς προγονοπληξίες, να το κάνει να ξυπνήσει μέσα του. Κι ας πίστευαν οι άλλοι ότι τον ξέχασε. Αυτός ήταν όπως πριν αλλά με άλλες εκδηλώσεις. Μόνο που τους τα έκρυβε όλα καλά. Είχε πάντα τον Αρχίλοχό του, μόνο καντηλάκι να αχνοφέγγει στη ζωή του. Όλα τα άλλα μπορούσε πλέον να τα αντέξει, γιατί είχε εκείνον.


Ποια είναι η αληθινή λοιπόν εικόνα από τις δύο; Ποια ζωή ανοίγεται στην πραγματικότητα και ποια στη φαντασία; Αν η ταύτισή του με τον δικό του Αρχίλοχο, αυτή την επινοημένη πια περσόνα, τον οδηγεί στην επαφή με τη ζωή (ενώ όλα τα πραγματικά στοιχεία της τον απομακρύνουν από αυτή), γιατί αυτό θα πρέπει να θεωρείται νοσηρό και αποσυνάγωγο; Ποιος μπορεί να αρνηθεί σε ένα σύγχρονο Σίσυφο να ατενίζει επιτέλους την κορυφή με όποιον τρόπο επινοεί; Ο Γρηγόρης Τεχλεμετζής θέτει το ερώτημα κι εμείς καλούμαστε να το απαντήσουμε. Θεωρώ ότι είναι περισσότερο κοντά στη γραφή του, έτσι όπως μας την παρουσιάζει, να πούμε ότι δεν έχουμε απλώς άλλον ένα συγγραφέα νοσταλγό της κλασικής αρχαιότητας. Πιστεύω ότι απέχει πολύ από μια τόσο επιφανειακή προσέγγιση. Επιλέγει συνειδητά τον Αρχίλοχο και αυτόν μόνο. Για την άποψή του, για την τόλμη του να αποστασιοποιηθεί από έναν ηρωισμό κενό και να επιλέξει τη ζωή, απείρως πολυτιμότερη σε όποια εποχή.  

Κάποιος από τους Σαΐους καμαρώνει για την ασπίδα μου,
όπλο αψεγάδιαστο, που πλάι σε θάμνο παράτησα αθέλητα·
έλα όμως που εγώ σώθηκα. Για κείνη την ασπίδα να νοιάζομαι;
Ας πάει στα κομμάτια· άλλη θ’ αποκτήσω καλύτερη.

Ο Αρχίλοχος έγραψε το παραπάνω, όταν είδε στο πεδίο της μάχης το αληθινό περιεχόμενο των ιδανικών που μέσα τους δεν είχαν ούτε ίχνος από την ουσία του ανθρώπινου πόνου, τίποτα από την αληθινή δυσκολία της ζωής. Αναρωτήθηκε:

Αυτό ήταν το πολυτραγουδισμένο πρόσωπο του πολέμου;

Ο Δημήτρης άρχισε να γράφει για τον δικό του Αρχίλοχο μέσα από μια διαρκή απογοήτευση για τη ζωή που θα έπρεπε να διανύσει, αυτό το ανούσιο βάρος που είχε κληθεί να κουβαλήσει στους ώμους του. Ιαματική η γραφή. Το γνωρίζουμε αυτό. Σε μια διαδοχική σκέψη θα μπορούσε να θεωρηθεί ιαματικός ο ρόλος της και για τον επινοημένο συγγραφέα αλλά και για τον υπαρκτό συγγραφέα του βιβλίου. Ετούτο όμως θα μπορούσε να μας το απαντήσει μόνον ο ίδιος.

Ο αναγνώστης, ωστόσο, επιδιώκει τη δική του ίαση ψυχής μέσα από τις αναγνώσεις του. Και αυτό είναι που καταξιώνει τελικά και τη λογοτεχνία, όταν κυρίως αυτή μπορεί να προσφέρει γραφές που εν μέσω πλοκής (κι εδώ μάλιστα διπλής) παρέχουν ένα διαλογισμό στην κατεύθυνση εσωτερικών αναζητήσεων. Γιατί το συγκεκριμένο βιβλίο δεν διαβάζεται μόνο ως μια ιστορική αναφορά στον ποιητή Αρχίλοχο ούτε μόνο ως μια προβολή της ζωής εκείνου στον ήρωα του βιβλίου, αλλά πιο ουσιαστικά ως μια γόνιμη σκέψη που μπορεί και να αφορά τις προσωπικές μας επιλογές  μεταξύ σφύρας και άκμονος, τότε που πρέπει να αποφασίσουμε εμείς ή να αφεθούμε στις αλλότριες αποφάσεις που μας αφορούν. Ο δικός μας Αρχίλοχος, λοιπόν, έχει κάτι να μας πει, αρχαίο ίσως αλλά πολύ επίκαιρο.


Διώνη Δημητριάδου
(η πρώτη δημοσίευση έγινε στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/o-arxiloxos-tou/)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου