Η
σαμπρέλα
διήγημα
του Δημήτρη Μπούκουρα
Ήταν χαρούμενος εκείνη
την ημέρα. Στο Πολύγωνο ήταν ο φούρνος που του είχαν πει ότι θα έπιανε δουλειά.
Ο Νικόλας δεν είχε λεφτά ούτε για να πάρει το λεωφορείο. Αλλά δεν βαριέσαι.
Ήταν συνηθισμένος στην πεζοπορία. Πόσες και πόσες φορές δεν είχε σύρει τα ταλαίπωρα
πόδια του σε σούρτα φέρτα μες στην πόλη ψάχνοντας στα σκουπίδια για τίποτα
παλιοπράματα -περισσεύματα της ευμάρειας
των άλλων- προκειμένου να πάει στα
σκραπατζίδικα να τα πουλήσει για να μπορέσει να φάει στο μαγέρικο του Ντάρλα
μια σκέτη μακαρονάδα ή ολίγες πατάτες
ψητού;
Ο Νικόλας, παιδί μιας
φτωχής οικογένειας ενός ορεινού χωριού της
Ηπείρου, είχε αφήσει το σπίτι του
από μικρός για να κατέβει στην
Αθήνα να κάνει την τύχη του. Ίσα είχε προλάβει να μάθει μερικά
κολλυβογράμματα στο Δημοτικό Σχολείο.
Στην αρχή έμεινε σε κάποιο θείο του που ήταν φορτοεκφορτωτής κάτω στο λιμάνι του Πειραιά. Και αυτός είχε
μεγάλα σχέδια για τον μικρό ανιψιό. Μόλις θα μεγάλωνε λίγο, οπότε και θα
μπορούσε να κάνει αυτήν τη δουλειά, θα τον έχωνε κι αυτόν στον Οργανισμό του
λιμανιού για να έχει μια σίγουρη δουλειά για το μέλλον. Όμως τα πράγματα ήρθαν
αλλιώς. Μια μέρα έσπασε κάποια σαμπανιά και το φορτίο, ένα μεγάλο κιβώτιο,
πλάκωσε τον άτυχο θείο. Τότε ήταν που άρχισε και η μεγάλη περιπέτεια για τον Νικόλα. Ο άνθρωπος, που νοίκιαζε στον θείο τη
χαμοκέλα που έμεναν, τον πέταξε στο δρόμο.
Άρχισε να κοιμάται όπου εύρισκε και να κάνει ό,τι μπορούσε προκειμένου
να εξασφαλίσει ένα κομμάτι ψωμί. Δεν ήξερε βλέπεις και καμιά τέχνη. Τι να
προλάβει να μάθει στο χωριό από όπου έφυγε παιδί πράμα. Έκανε τα πάντα. Μοίραζε
διαφημιστικά, πήγαινε στη Βαρβάκειο και ξεφόρτωνε τίποτα φορτηγά, κόλλαγε
διαφημιστικά στις κολώνες της ΔΕΗ. Όλα αυτά όμως περιστασιακά, ώσπου κάποιος
του άνοιξε τα μάτια. «Θα πας σε αυτή τη διεύθυνση», του είπε, «θα μάθεις κάποια
δουλειά για να μπορέσεις να πορευτείς».
Έτσι πήγε σε κείνο τον
κρατικό Οργανισμό όπου έμαθε επιτέλους μια τέχνη. Έμαθε τη δουλειά του
φούρναρη. Και σήμερα πήγαινε γεμάτος ελπίδα να πιάσει δουλειά στον φούρνο που
του είχαν κανονίσει να πάει μέσω του Οργανισμού. Θα έπαιρνε κάποιο μισθό από το
αφεντικό και ο φούρναρης θα καθάριζε ένα γενναίο επίδομα από τον Οργανισμό.
Έτσι ήταν το πρόγραμμα, έτσι και έγινε. Ο φούρναρης τον προσέλαβε αμέσως. Ο
μισθός δεν ήταν σπουδαίος, αλλά είχε εξασφαλίσει να τρώει ένα κομμάτι ψωμί και το κυριότερο, μια γωνιά να κοιμάται κάπου
στην αποθήκη του φούρνου.
Πέρασε έτσι ένας χρόνος, ώσπου η επιδότηση έληξε και ο φούρναρης τον πέταξε στον δρόμο. Και άντε πάλι από την αρχή.
Και ξανάρχισε η
περιπέτεια. Και μέσα σε όλα όσα έκανε ήρθε και εκείνος ο ύποπτος τύπος που του
πρότεινε μια δουλειά με «χοντρή κονόμα», όπως του είχε πει. Του έδωσε κάποια
διεύθυνση όπου συνάντησε έναν κύριο που του έδωσε δουλειά: Θα πήγαινε στις
γνωστές πιάτσες, εκεί στο Μουσείο, αλλά και στα διάφορα παρκάκια της πόλης και
θα παρέδιδε το εμπόρευμα. Πέρασε έτσι κάνας μήνας και μια μέρα η περιέργεια τον
έκανε να δοκιμάσει κι αυτός, για να δει τι πράμα ήταν αυτό που τόσοι και τόσοι
το αγόραζαν με τέτοιο πάθος, όποτε αυτός εμφανιζόταν στις πιάτσες.
Έτσι ο Νικόλας έπεσε
στα ναρκωτικά και πια άρχισε η εξαθλίωση. Πείνα και στέρηση του νάρκωσαν το
μυαλό. Όμως και αυτό το ναρκωμένο
μυαλό σκέφτηκε κάποτε και κατέβασε μια
ιδέα: Αν πάθαινε κάποιο ατύχημα και νοσηλευόταν σε κάνα νοσοκομείο, θα
εξασφάλιζε λίγο φαγάκι και ζεστασιά για τον χειμώνα που ήδη είχε ενσκήψει βαρύς
και σκληρός. Να έπεφτε άραγε στις ρόδες κάποιου αυτοκινήτου; Να
γκρεμοτσακιζόταν από καμιά σκάλα; Και μια μέρα καθώς έψαχνε στα σκουπίδια βρήκε μια σαμπρέλα αυτοκινήτου
και όπως την κοιτούσε του ήρθε μια έμπνευση. Την πήρε μαζί του και από τότε δεν
την αποχωριζόταν. Είχε καταστρώσει το σχέδιό του, για το οποίο δεν είχε πει
τίποτα όταν τον ρώτησε ο γείτονας του στο διπλανό παγκάκι, εκεί στον κήπο του
Μουσείου που κοιμόνταν πάνω στα χαρτόνια, σκεπασμένοι με κάτι πανάθλιες
κουβέρτες που είχαν βρει στα σκουπίδια. Δεν είχε απαντήσει στις επίμονες ερωτήσεις
για το τι την ήθελε αυτή τη σαμπρέλα.
Αυτό είχε πει στην αστυνομία, όταν ήρθε και έκανε ερωτήσεις μετά το τραγικό ατύχημα που στοίχισε τη ζωή στον Νικόλα.
Εκείνο το απομεσήμερο ο Νικόλας τράβηξε κατά τον Σταθμό Λαρίσης. Είχε περάσει τη σαμπρέλα από τον ώμο και την είχε δέσει σφιχτά στη μέση. Κατευθύνθηκε προς τα εκεί όπου γίνονταν οι μανούβρες των εμπορικών τραίνων. Είχε υπολογίσει ότι με τη μικρή ταχύτητα που γίνονται οι μανούβρες η σαμπρέλα θα τον προστάτευε όταν τον χτυπούσε η ατμομηχανή και έτσι η πρόσκρουση θα του προκαλούσε έναν απλό τραυματισμό. Ένα μικρό πόνο. Και ύστερα θα τον περίμενε η ζεστασιά και το φαγάκι του Νοσοκομείου. Πήρε λοιπόν φόρα και έπεσε πάνω στη μηχανή, καθώς αυτή ερχόταν με χαμηλή ταχύτητα. Αλλά ο απελπισμένος, πού να υπολογίσει τους νόμους της Φυσικής; Ποια δηλαδή είναι η συνισταμένη της ταχύτητας, του βάρους και της ελαστικότητας της σαμπρέλας;
Νικόλα…
Καλό σου ταξίδι στον
παράδεισο -αν υπάρχει- των φτωχών, των ναρκομανών, των ταπεινών, των
καταφρονεμένων.
Δημήτρης Μπούκουρας
(Ο Δημήτρης Μπούκουρας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1942. Η ζωή του σημαδεύτηκε από τον άδικο θάνατο της μητέρας του στα Δεκεμβριανά. Τέλειωσε το Γυμνάσιο Παλ. Φαλήρου και ακολούθως φοίτησε στη δημοσιογραφική σχολή του Σπύρου Μελά. Εργάστηκε για δύο χρόνια στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» από το 1964 μέχρι το 1967, όταν η Χούντα σταμάτησε άδοξα τη δημοσιογραφική του καριέρα, αφού οι εφημερίδες έπεσαν σε χειμερία νάρκη και η λογοκρισία ανέλαβε τον ρόλο του διευθυντή σύνταξης. Ύστερα από πολλές επαγγελματικές περιπέτειες ασχολήθηκε με το εμπόριο. Είναι παντρεμένος με την Αγγελική Μολφέτα. Έχει γράψει μια συλλογή ποιημάτων, μια συλλογή διηγημάτων, δύο παιδικά βιβλία, «Οι Στρατήδες» και το «Γεια σας… Είμαι η Μύρτις», ταξιδιωτικές εντυπώσεις, δύο εργασίες: «Το παραμύθι του οψιδιανού» και «Σύντομη ιστορία του Ελληνικού νομίσματος», και το αυτοβιογραφικό αφήγημα «Διάττοντες» που είναι και η πρώτη του δουλειά που εκδόθηκε από τις "μικρές εκδόσεις". Ποιήματά του, καθώς και διηγήματα, έχουν βραβευτεί σε αντίστοιχους διαγωνισμούς.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου