"Το ταξίδι"
(διήγημα)
Ένας ακόμη να τον ρωτούσε, αν τώρα που πήρε σύνταξη
πηγαίνει κανένα ταξίδι, θα μπορούσε να εκραγεί. Γιατί θα έπρεπε, δηλαδή, να
πάρει τα βουνά και τα λιμάνια στο κατόπι και να τρέχει; Τον ενοχλούσε που ο
κόσμος σε ανάλογες περιπτώσεις λέει τα ίδια πράγματα, χωρίς καμιά πρωτοτυπία,
χωρίς καν σκέψη.
Μέσα
στο σπίτι πάντοτε υπήρχε χάρτης, μεγάλος στον τοίχο, ένας της Ευρώπης και
ένας παγκόσμιος. Φρόντιζε μάλιστα συχνά
να τους ανανεώνει, αν εύρισκε κάποιον πιο όμορφο σε χρώματα ή πάλι αν
χρειαζόταν αλλαγή προκειμένου να είναι πιο ενημερωμένος. Πιο νέος είχε
ταξιδέψει αρκετά και το είχε ευχαριστηθεί. Τώρα είχε βαρύνει κάπως, και μόνο η
σκέψη ενός ταξιδιού τον κούραζε. Του άρεσε που μπορούσε να ξυπνάει λίγο
αργότερα, χωρίς το άγχος του ρολογιού, της κίνησης στον δρόμο, χωρίς να
νοιάζεται αν θα προλάβει όλη τη δουλειά στο γραφείο. Μπορούσε να πίνει τον καφέ
του με την ησυχία του χαζεύοντας λίγη τηλεόραση, μετά να κάθεται στο μπαλκόνι
και να διαβάζει τα βιβλία του, τέλος πάντων να κάνει απλά, καθημερινά πράγματα
που τόσο είχε στερηθεί τα πολλά χρόνια της δουλειάς και του καθήκοντος. Αυτά
τον ευχαριστούσαν και όχι οι ξεσηκωμοί και τα ταξίδια.
Με
την πρώτη ματιά που του έριξε κατάλαβε ότι κάτι τον απασχολούσε. Φίλοι χρόνια
στην ίδια γειτονιά, είχαν πάρει τη σύνταξή τους πλήρη και οι δύο,
συναντιόντουσαν πότε στο ένα σπίτι πότε στο άλλο αλλά και στην πλατεία που
πήγαιναν για βόλτα, στο καφενείο, και όπου αλλού τους έφερναν οι κοινοί δρόμοι
που περπατούσαν πια. Η εξήγηση ήταν σύντομη. Ο φίλος του έπρεπε να πάει στο
χωριό που ζούσε εδώ και πολλά χρόνια η αδελφή του με την οικογένειά της, μια
και τον είχαν ειδοποιήσει ότι ήταν άρρωστη και τον γύρευε. Είχαν χρόνια να
ειδωθούν (ούτε αυτός αγαπούσε τα ταξίδια) και στεναχωριόταν που τώρα θα πήγαινε
να τη δει ίσως για τελευταία φορά.
Δεν
το σκέφτηκε και πολύ. Μια αλλαγή στην καθημερινότητά του και μάλιστα με την
παρέα που προτιμούσε. Γιατί όχι; Θα βοηθούσε και τον φίλο του στη δύσκολη
στιγμή που είχε βρεθεί. Ναι μεν ταξίδια δεν ήθελε αλλά αυτό θα γινόταν κατ’
ανάγκη και για καλό σκοπό. Το χωριό που έμενε η αδελφή του ήταν παραθαλάσσιο,
οπότε θα άλλαζε και τον αέρα του. Τη θάλασσα την αγαπούσε αλλά την είχε λίγο
στερηθεί τα τελευταία χρόνια.
Δεν
θυμόταν να είχε ξαναδεί τόσο ωραίο παραθαλάσσιο χωριό, τόσο όμορφη ακρογιαλιά,
τόσο φιλόξενο στο μάτι μέρος. Απολάμβανε ένα καφεδάκι καθισμένος στο καφενείο
δίπλα στη θάλασσα. Πόση διαφορά από το καφενείο της γειτονιάς του! Τι ωραία
αίσθηση να απλώνεις το βλέμμα σου σε ανοιχτό ορίζοντα! Είχε αφήσει νωχελικά το
σώμα του σχεδόν να κυλήσει πάνω στην καρέκλα και με μισόκλειστα μάτια κοίταζε
πέρα.
Η
βάρκα πλησίασε αργά και με μαεστρία του κυβερνήτη της ήρθε κι άραξε στην άκρη
του γιαλού. Σε λίγο ένα κορίτσι ίσαμε είκοσι χρονών στάθηκε κοντά του. Την
κοίταξε. Μάλλον όμορφη θα έλεγες, τουλάχιστον στα νιάτα του τού άρεσαν οι
βραχύσωμες και λεπτές κοπέλες, με σγουρά σκούρα καστανά μαλλιά, έντονο βλέμμα.
Ήταν ντυμένη με τζιν παντελόνι, που του είχε σηκώσει τα μπατζάκια για τις
ανάγκες της βαρκάδας, από πάνω ένα φαρδύ πουκάμισο στο χρώμα του ουρανού.
Ακριβώς αυτό το χρώμα που ιδιαίτερα αγαπούσε και με μανία φορούσε, πιο νέος
όταν ήταν. Του λέγαν ότι πήγαινε με τα μάτια του.
Καλησπέρα, να σου δανειστώ ένα τσιγάρο;
Μην
παίρνοντας τα μάτια του από πάνω της έψαξε δίπλα του το πακέτο του, της πρόσφερε
ένα και άναψε κι ο ίδιος ένα, το τρίτο για σήμερα, σκέφτηκε, αλλά αξίζει να το
κάνω τώρα με τέτοια παρέα. Της έδειξε την αδειανή καρέκλα. Κάθισε, αν θες, για λίγο. Τράβηξε την καρέκλα, κάθισε και σταύρωσε
τα λιγνά της πόδια. Τον κοίταξε και χαμογέλασε. Ναι, είναι όμορφη, σκέφτηκε.
Από δω είσαι;
Κι από δω κι από αλλού. Ο καθένας μας
από πολλά μέρη είναι. Εσύ δεν είσαι από δω, θα σε ήξερα. Όλους τους ξέρω και
όλοι με ξέρουν. Σ’ αρέσει ο τόπος μου;
Ναι
του άρεσε πολύ, μα πιο πολύ του άρεσε αυτή. Αρκέστηκε να πει:
Ναι πολύ!
Σε κάποιους δεν αρέσει. Βρίσκουν ότι
είναι πολύ απομονωμένο μέρος. Στην ουσία ο πιο εύκολος τρόπος να έρθεις εδώ
είναι από τη θάλασσα. Ο πάνω δρόμος, μέσα από το βουνό είναι μακρύς και
επικίνδυνος. Αλλά αυτό θα το πρόσεξες, αφού από κει ήρθες.
Πώς ξέρεις από πού ήρθα;
Γύρισε
και τον κοίταξε (τι βλέμμα ήταν αυτό!), χαμογέλασε.
Όλα τα ξέρω εγώ. Οι άνθρωποι που
έρχονται από τη θάλασσα το έχουν στα μάτια τους. Είναι ταξιδιάρηδες. Εσύ δεν
είσαι.
Την
κοίταζε και δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω της.
Θες να πάμε μια βόλτα με τη βάρκα; Θα
σου δείξω το μέρος, θα σ’ αρέσει.
Άφησε
το χέρι του στο νερό, όπως η βάρκα αργά απομακρυνόταν από την αποβάθρα. Το
κορίτσι την οδηγούσε στ’ ανοιχτά. Δεν μίλαγαν. Πόση γαλήνη, πόση ηρεμία! Η
θάλασσα έπαιρνε ολοένα και πιο βαθύ μπλε χρώμα, ο ήλιος έγερνε. Ένιωσε ότι
χανόταν όλο του το σώμα μέσα σ’ αυτή την ομορφιά. Πού ήταν; Πού πήγαινε; Πού
τον οδηγούσε; Το μυαλό του ήταν ανάλαφρο, οι σκέψεις και οι έγνοιες του είχαν
χαθεί.
Θα σου πω μια ιστορία.
Η
φωνή της έδεσε πολύ φυσικά με την ηρεμία γύρω. Έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε.
Εδώ πιο κάτω, κατά κει που πηγαίνουμε,
είναι ένα άλλο λιμάνι, φυσικό αυτό, πολύ κλειστό, πολύ βαθύ μέσα στη στεριά. Η
βάρκα θα κάνει πολλή ώρα να δέσει. Οι περισσότεροι το αποφεύγουν, γιατί το
τοπίο είναι τραχύ, τα βράχια απότομα. Παλιά, πολύ παλιά ήταν ορμητήριο πειρατών.
Κρυβόντουσαν εκεί και ρήμαζαν την περιοχή ολόκληρη ως πέρα μακριά. Δεν
μπορούσαν να τους αιφνιδιάσουν, γιατί όποιο πλεούμενο έμπαινε στο λιμάνι το
έβλεπαν και είχαν όλο τον καιρό να το χτυπήσουν. Τα χρόνια εκείνα τα παλιά
έφτασε ως εδώ ένα κορίτσι. Κατατρεγμένο. Άλλοι λένε το ένα άλλοι το άλλο για
τον λόγο που την έκανε να καταφύγει στο αφιλόξενο αυτό μέρος. Δεν ξέρω ποια
είναι η αλήθεια, αλλά δεν έχει και πολλή σημασία πια. Είχε σύρει τη βάρκα της
μέσα σε μια σπηλιά και έμενε εδώ. Κάθε σούρουπο έβγαινε κι αγνάντευε ως πέρα
στην είσοδο του λιμανιού, σαν κάτι, κάποιον να περίμενε. Χρόνια πέρασαν έτσι.
Κάποιοι ψαράδες έλεγαν ότι την είχαν δει με το βαρκάκι της να βγαίνει στ’
ανοιχτά, προσπάθησαν να την ακολουθήσουν αλλά αυτή, πιο γρήγορη, χανόταν πάλι
πίσω στο λιμάνι της. Κάποιοι τη λέγαν ξωτικό. Ότι την έπλασε η φαντασία των
ανθρώπων από φόβο για το δύσβατο μέρος. Εγώ λέω ότι υπήρξε πραγματικά. Από
άλλους έχω ακούσει ότι μια φορά που την είδανε την κυνήγησαν, την πλευρίσαν και
στην προσπάθειά της να σωθεί έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε. Μπορεί και να έγινε
έτσι. Πάντως από τότε και μέχρι σήμερα ακούς να λένε ότι κάποιες νύχτες με
φεγγάρι τη βλέπουν να λάμνει με τη βάρκα της ανοιχτά. Οπτασία; Μπορεί. Εμένα μ’
αρέσει να τη νιώθω κάπου εδώ κοντά. Έχω βγει στη στεριά μερικές φορές,
περπάτησα ως τις σπηλιές, βρήκα τη δική της σπηλιά. Είδα τα χνάρια της. Έχουν
χαραχτεί στα βράχια. Νομίζω πως ξέρω και τ’ όνομά της. Διαμάντω τη λένε, όπως
κι εμένα. Αν πας εκεί, θα το ακούσεις κι εσύ.
Η
βάρκα ήταν τώρα ακίνητη. Δεν άνοιξε τα μάτια του. Ένιωσε πως άκουγε βαθιά μέσα
του την ηρεμία του νερού, την ησυχία του κόσμου γύρω του και δεν ήθελε να χάσει
αυτή τη μοναδική αίσθηση γαλήνης. Το χέρι του ακουμπούσε στα μαλλιά του
κοριτσιού, με το άλλο χέρι λίγο ακόμα και θα την κρατούσε στην αγκαλιά του.
Ήταν τόσο όμορφα, τόσο απίστευτα νέος πάλι!
Δεν μπορούσες να βρεις καλύτερο μέρος
για να ρίξεις έναν υπνάκο, φίλε μου.
Άνοιξε
τα μάτια του και αντίκρισε ξαφνιασμένος τον φίλο του. Καθόταν δίπλα του, εκεί
που πριν καθόταν η… τέλος πάντων.
Πόση ώρα είσαι εδώ;
Πριν λίγο ήρθα. Βαριά η ατμόσφαιρα στο
σπίτι της αδελφής μου. Είπα να κάνω μια βόλτα και να που σε βρήκα να κοιμάσαι
του καλού καιρού. Αν θες σήκω να περπατήσουμε λίγο, να πιούμε κάτι, μετά πάμε από το σπίτι.
Περπάτησαν
ως την άκρη της αποβάθρας. Ένιωθε μουδιασμένα τα πόδια του. Το πάθαινε αυτό εδώ
και χρόνια, αρθριτικά και διάφορα άλλα προβλήματα. Μπήκαν στο μικρό μαγαζί,
κάθισαν και παράγγειλαν δυο ούζα με μεζέ. Σε λίγο τα δύο γίναν τέσσερα, τα
τέσσερα έξι και τα λοιπά. Χαλάρωσαν, λύθηκε η γλώσσα.
Καιρό
είχε να εξομολογηθεί τόσα πράγματα. Λες και κάτι τον είχε απελευθερώσει και
άκουγε τον εαυτό του να μιλάει, να μιλάει, να λέει, να λέει…
Η
παρέα τους είχε μεγαλώσει. Το ποτό του δημιουργούσε την απαραίτητη αίσθηση
οικειότητας με τους, άγνωστους σ’ αυτόν, γνωστούς του φίλου του. Οικειότητα
ικανή να τον οδηγήσει στην κουβέντα που τον έκαιγε. Το κρυφό, βαθύ λιμάνι
υπήρχε; Υπάρχουν θρύλοι γύρω απ’ αυτό; Οι πειρατές; Το κορίτσι; Η οπτασία; Όλα
αυτά ήταν αλήθεια;
Του
είπαν πολλά. Αυτά και άλλα, παραδόσεις που γεννιούνται σε κλειστούς συνήθως
τόπους και παίρνουν μαγικές διαστάσεις στ’ αυτιά των ξένων και περαστικών. Οι
ντόπιοι τα έχουν συνηθίσει, ζουν και μεγαλώνουν μ’ αυτά. Τόλμησε μετά απ’ όλα
αυτά να ρωτήσει.
Η
Διαμάντω ποια ήταν;
Το
κορίτσι στεκόταν μπροστά του και του χαμογελούσε.
Σας ενόχλησα το απόγευμα. Εσείς θέλατε
την ησυχία σας κι εγώ σας τη χάλασα. Μισοκοιμόσασταν κι έτσι δανείστηκα μόνη
μου το τσιγάρο που σας ζήτησα. Να που ξανασυναντιόμαστε πάλι. Το μαγαζί εδώ είναι
του πατέρα μου. Εγώ καμιά φορά ανοίγομαι λίγο με τη βάρκα, αλλά σήμερα ξέμεινα
από τσιγάρο κι έτσι…
Χαμογέλασε
κι αυτός.
Κάτσε να πιεις κάτι μαζί μας, αν δεν σε
ενοχλεί που είμαστε όλοι παππούδες σου.
Πίσω
στα γνωστά του μέρη, στις καλές δικές του συνήθειες, στα σίγουρα πράγματα.
Χάζευε τον χάρτη στον τοίχο. Προσπάθησε να βρει τη μεγάλη εσοχή, τον βαθύ όρμο
του ονείρου του. Προφανώς χρειαζόταν χάρτη της Ελλάδας για να εντοπίσει ακριβώς
το σημείο. Αύριο σίγουρα θα φρόντιζε να προμηθευτεί έναν καλό. Θα τον κρεμούσε
δίπλα στους άλλους, και άμα ήθελε να ταξιδέψει ήξερε τώρα το πώς. Θα ακούμπαγε
τα δάχτυλά του στον χάρτη, θα έκλεινε τα μάτια και θα βρισκόταν ξανά στη γαλήνη
του νερού, στο βαθύ μπλε της θάλασσας, στα μαλλιά του κοριτσιού, στο μυστήριο
του μυαλού, που γεννάει φαντασίες μαζί με πραγματικότητες.
(από
τη συλλογή διηγημάτων «Το ατελιέ», εκδόσεις Νοών, 2011)
(οι φωτογραφίες από το διαδίκτυο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου