"Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία"
μυθιστόρημα του Μιχάλη Μοδινού
εκδόσεις Εστία
Ένας ρεαλιστικός "ου τόπος"
Η λογοτεχνία της κρίσης, όρος αμφίσημος. Εκλαμβάνεται ως
λογοτεχνία που γράφεται μέσα σε περιόδους ανακατάταξης και αναδιάρθρωσης δομών
και θεσμών, που συνοδεύονται από κρίση ιδεολογιών και ανατροπή θεμελιωδών
θέσεων και αξιών. Με αυτή την εκδοχή της η λογοτεχνία που γράφεται με ένα
τέτοιο σκηνικό γύρω της (και όχι μέσα της) είναι αναπόφευκτο να επηρεάζεται,
όποιο και να είναι το θέμα της, από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και εκούσα άκουσα να περιέχει στοιχεία (όχι
πάντοτε εμφανή, ωστόσο υπαρκτά) από το κλίμα της εποχής. Σε μια άλλη εκδοχή του
όρου, όμως, πρόκειται για μυθοπλασία που έχει ως θέμα της αυτήν ακριβώς την
κρίση, με τους ήρωες να εκφέρουν άποψη για τα γεγονότα μέσα στα οποία ζουν και
τις επιπτώσεις των οποίων υφίστανται. Αναπόφευκτα, όμως, πίσω από τα πρόσωπα
της μυθοπλασίας διακρίνεται η θέση-άποψη του γράφοντος, ο οποίος βιώνοντας την
κρίση της κοινωνίας και όντας επιμέρους κομμάτι της εικόνας αυτής, είναι
αμφίβολο (ως και αδύνατο) να βγει έξω από το πλαίσιο αυτό και να μπορέσει να
δει και να εκτιμήσει τη συνολική εικόνα, απαραίτητη προϋπόθεση για τη γραφή του
μυθιστορήματος. Γιατί αυτό απαιτεί κατασταλαγμένη άποψη, οπτική θέα σε μια
βιωμένη και απόμακρη χρονικά πλέον πραγματικότητα. Υπό αυτή την έννοια, ό,τι
προκύπτει συγγραφικά μπορεί να έχει τη μορφή άρθρου προβληματισμού, μελέτης με
συνοδευτικά στοιχεία και τεκμήρια, ίσως λογοτεχνικά να παίρνει τη μορφή
διηγήματος, το οποίο εστιάζοντας σε στιγμές και επιμέρους εικόνες δικαιούται να
αποδώσει την αποσπασματική, και παρορμητική γνώμη για τα συμβαίνοντα. Στην
περίπτωση, ωστόσο, που ο συγγραφέας
εκτιμήσει πως η τοποθέτησή του στο ευρύτερο σκηνικό είναι τέτοια που του
επιτρέπει την εποπτεία του χώρου ως συνολικής εικόνας πλέον, τότε η γραφή δεν
μπορεί παρά να έχει τη μορφή ενός οραματικού δοκιμίου που συνιστά ίσως και μια
προειδοποίηση προς τους αγνοούντες τη ζοφερή εικόνα, η οποία αποδίδεται πια με
προφητική χροιά.
Η εισαγωγή αυτή εξυπηρετεί μια προσωπική μου αμηχανία ως
προς την κατάταξη του συγκεκριμένου βιβλίου σε κάποιο είδος λογοτεχνικό. Έτσι,
αδυνατώ να το ονομάσω μυθιστόρημα αναφερόμενο στη σύγχρονη κρίση, στη βάση της
παραπάνω ήδη εκτεθειμένης άποψης. Η κατάταξή του στα μελλοντολογικά του είδους
ίσως το αδικεί, με την έννοια ότι η προσέγγιση που επιχειρεί ο συγγραφέας
καθόλου ανεδαφική δεν θα πρέπει να θεωρηθεί. Διαβάζοντάς το ανακαλύπτω σκηνές
οικείες, με την ανάλογη οπωσδήποτε μυθοπλαστική κάλυψη που η λογοτεχνική
συνθήκη επιτρέπει. Περισσότερο θα εξυπηρετούσε ο όρος μυθοπλαστικό δοκίμιο, αν
φυσικά υπήρχε.
Κινούμαι συστηματικά
σαν εκκρεμές μεταξύ Αθηνών και Κορίνθου. Επιστρέφω στη βάση μου με το πρώτο
χάραμα. Μοιάζει με αιώνια επιστροφή, με τη διαφορά ότι δεν προσφέρει τη λύτρωση
μιας νέας αρχής.
Έτσι θα αρχίσει τον μονόλογό του ο αφηγητής της ιστορίας
δίνοντας το στίγμα του. Μια επαναλαμβανόμενη πορεία, αδιέξοδη, ατελέσφορη και
παράλογη στην παλινδρόμησή της, σε μια παράλληλη διαδρομή με αυτή που πορεύεται
η χώρα. Αυτοκαταστροφική. Ο χρόνος κάποια χρόνια μετά από τη σημερινή εποχή,
διανύουμε ήδη τον όγδοο χρόνο μ. Κ. (μετά καταστροφής). Υποπτευόμαστε ήδη από
την αρχή ποιο θα είναι το τέλος αυτής της ιστορίας. Έτσι όπως προσδιορίζει τον
εαυτό του στο κατατοπιστικό κεφάλαιο Αριθμοί
μετρώντας τα μεγέθη της ζωής του και συνυφαίνοντάς τα υποχρεωτικά με την
κατάσταση της καταρρέουσας χώρας του, αναμένουμε η τελική καταστροφή, η διάλυση
των πάντων, να συμπαρασύρει και την
προσωπική του ζωή. Τουλάχιστον αυτή την πεποίθηση έχει ο ίδιος, όπως νιώθει να
είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζοφερής εικόνας.
Γυρίζω στην πόλη αυτή
που εδώ και καιρό είναι ένα άδειο κέλυφος, όπου διασταυρώνεται με κενά
βλέμματα, με χαμένες υπάρξεις, με ψυχές που μοιάζουν να περιφέρονται στο
Καθαρτήριο χωρίς να καταλαβαίνουν τι τις βρήκε, με απισχνασμένες κατατονικές
μορφές που ψαχουλεύουν τους σκουπιδοτενεκέδες, με αλλοεθνείς που εκθέτουν τη
μίζερη πραμάτεια τους σε χράμια, με επαίτες που αφηγούνται τις καταθλιπτικές
ιστορίες τους και εκθέτουν τα έλκη τους στο Σύνταγμα ή στα διαρκώς αραιότερα
δρομολόγια του μετρό, ανάμεσα σε καύκαλα από φαγωμένα περιστέρια,
κονσερβοκούτια και περιττώματα.
Μα όλα αυτά που περιγράφει, το νιώθει ο αναγνώστης, δεν
συμβαίνουν μόνο στη φαντασία ενός συγγραφέα, ούτε αποτελούν τμήμα μελλοντολογικής
μυθοπλασίας. Είναι σκηνές που όλοι βλέπουμε γύρω μας. Έτσι, αντιλαμβανόμαστε
ότι αυτή η υπόθεση μας αφορά με τον πιο άμεσο τρόπο.
Την αφήγησή του την ξεκινά νύχτα σε μια τελευταία απόπειρα
να κάνει αυτό το ταξίδι ως την Κακιά Σκάλα, όπου και επιτέλους θα τερματίσει τη
ζωή του. Συνιστά αυτή η κατάληξη μια παράλογη επιλογή; Η έξοδος από τη ζωή θα
μπορούσε να εκληφθεί και ως συνειδητή πράξη ως αντίδραση σε μια παράλογη
συνύπαρξη: ο άνθρωπος που ερωτά και θέλει να καταξιώσει μια θέση στον κόσμο που
τον περιβάλλει από τη μια, και από την άλλη η σιωπή ως απάντηση στον διακαή
πόθο του για ερμηνεία των πάντων. Το μόνο σοβαρό ερώτημα της ανθρωπότητας, αυτό
της αυτοκτονίας. Ο άνθρωπος παίρνει τη μοίρα του στα χέρια του, όσο και αν αυτή
η κίνηση συνιστά και το ταυτόχρονο τέλος της ζωής του. Σ’ αυτό το παιχνίδι
δυνάμεων ποιος έχει την τελευταία λέξη;
Δικαιολογούμε τη στάση του ήρωα, την απόφασή του. Μια ηρωική έξοδος.
Ωστόσο, υπάρχει μια φωτεινή χαραμάδα, που ίσως ανατρέψει
τελεσίδικες αποφάσεις. Η τελευταία έξοδος μπορεί να είναι η Στυμφαλία.
Απ’ όλα τα θαύματα του
κόσμου περισσότερο μ’ αφήνει έκθαμβο η ατρόμητη επέλαση του φωτός. Απ’ όλα τα
θαύματα επιλέγω τη νίκη επί της νύχτας, που τώρα, κουρελιασμένη σε σκιές
υποχωρεί άτακτα από το οροπέδιο. Ο μαβής βαρύς όγκος του βουνού στα δυτικά,
τονισμένος από γενναιόδωρες πινελιές ροδαλού χιονιού, λιώνει μες στην πρωινή
αχλύ. Η αιμάτινη γραμμή του ορίζοντα στην ανατολή προσπαθεί να ανασηκώσει την
παγερή μολυβένια νέφωση πάνω από τον Σαρωνικό. Πίσω μου, η θαλάσσια λωρίδα του
Κορινθιακού ανακτά το χρώμα της.
Οι γενειοφόροι άντρες
με τις στολές παραλλαγής και τις κυνηγετικές καραμπίνες έλεγξαν το κάτι σαν
πάσο με το οποίο με εφοδίασε ο Ειδικός Φρουρός. Τα μάτια τους έλαμπαν από τη
φωτιά που τριζοβολούσε δίπλα στην μπάρα. Τα πρόσωπά τους μου θύμισαν κάτι προ
πολλού ξεχασμένο, κάτι ακαθόριστα οικείο. Έτριβαν τα χέρια τους για να
ζεσταθούν. Έπειτα, μου επέτρεψαν να βγω από το αυτοκίνητο. Μου πρόσφεραν ένα
καυτό φλιτζάνι τσάι του βουνού κι ένα παξιμάδι.
Καλωσόρισες από τη
χώρα των νεκρών, είπε ένας τους.
Πώς αναθεωρείται μια απόφαση αυτοκτονίας; Ποια ικανή συνθήκη
μπορεί να κάνει πάλι τη ζωή βιώσιμη; Απέναντι στον τόπο της καταστροφής τι αντιπαρατίθεται; Ένας ου τόπος. Μια Στυμφαλία του μυθολογικού μας συλλογικού
υποσυνείδητου. Ο Μιχάλης Μοδινός μας προσκαλεί σ’ αυτό τον τόπο συνειδητά, μας
προκαλεί ταυτόχρονα να τον θεωρήσουμε υπαρκτό στον συμβολισμό του, ένα αντίπαλο
δέος απέναντι στο τέρας της καταστροφής που απειλεί να μας συμπαρασύρει στον
χαμό. Είναι ρεαλιστική λύση; Εδώ προκύπτουν δύο ερωτήματα: Το πρώτο αφορά την
αποτελεσματικότητα μιας προσπάθειας ανασύνταξης της ζωής πάνω σε άλλη βάση,
αναθεωρώντας αξίες (αμφισβητήσιμες οπωσδήποτε όμως ισχυρές), με τις οποίες
πορεύτηκε η ανθρωπότητα ως τώρα δομώντας μια ζωή κάποτε ελπιδοφόρα που κατέληξε
σε πλήρη ανατροπή των αρχικών επιδιώξεων, ίσως γιατί η βάση εξ αρχής ήταν σαθρή
ή υπονομευόμενη από ποικίλα συμφέροντα. Με αυτή την οπτική εξετάζοντας τη
«Στυμφαλία» θα λέγαμε ότι ο στόχος αναδεικνύεται ανεδαφικός, πολύ περισσότερο
επειδή η προσπάθεια αυτή εκπορεύεται από έναν ελάχιστο αριθμό ανθρώπων, οι
οποίοι στην καλύτερη περίπτωση θα διασώσουν το ατομικό τους σαρκίο. Θα μου
πείτε, είναι λίγο αυτό; Ίσως όχι, πάντως ανεπαρκές μπροστά στην ευρύτερη χαώδη
κατάσταση. Δυστυχώς οι κοινωνίες που έχουμε δομήσει δεν είναι αριθμητικά σύνολα ομοειδών ατόμων. Μακάρι να
ήταν, οπότε λύσεις σαν και αυτή να έβρισκαν μέσω της ενημέρωσης πολλούς
οπαδούς.
Το δεύτερο ερώτημα αφορά τα λογοτεχνικά πράγματα. Κατά πόσο δηλαδή η λογοτεχνία
με τη δική της δυναμική μπορεί να κινητοποιήσει συνειδήσεις, να εμφανίσει
προτάσεις και λύσεις που με την απαραίτητη μυθοπλασία να εμφανίζονται ιδανικές,
έστω μέσα στον συμβολισμό τους. Όσοι θιασώτες της δύναμης του λόγου θα θέλαμε
αυτό να το πιστέψουμε. Άλλωστε ποτέ δεν θεωρήσαμε τη λογοτεχνική παρουσία
πολυτέλεια των ολίγων.
Απαραίτητη προϋπόθεση, βέβαια, ο λόγος αυτός να είναι ικανός,
με την εκφραστική του δεινότητα και τη λιτή παρουσίαση της αλήθειας των
πραγμάτων, να φθάσει μέχρι τον
αναγνώστη. Και εδώ έχουμε ένα τέτοιο δείγμα λόγου. Ο Μιχάλης Μοδινός με τον
τρόπο της γραφής του, την άψογη περιγραφή καταστάσεων, την ικανότητα να
παραπέμπει σε κοινό τόπο βιωμάτων, δεν μπορεί παρά να κινητοποιήσει τη σκέψη
του αναγνώστη. Ίσως λίγο πιο πέρα από τον ρομαντισμό ενός οικολογικού
κινήματος, που εκ των πραγμάτων αφορά λίγους. Ίσως προς μια κατεύθυνση λιγότερο
πολιτική (τουλάχιστον στη μορφή που πλέον αυτή η εκδοχή της σκέψης εμφανίζεται)
και περισσότερο υπαρξιακή. Ο άνθρωπος απέναντι στον εαυτό του και στις
θεωρούμενες αξίες. Σε τελευταία ανάλυση, η όποια λύση έχει ως απαραίτητη,
πρωταρχική προϋπόθεση τη συνειδητοποίηση της κατάστασης. Κατόπιν απαιτείται η
εκτίμηση των δυνάμεων αλλά και των ορίων.
Σκέφτομαι ότι ο συγγραφέας εύστοχα μεταμφίεσε τον δόκιμο
λόγο του σε μύθο, δημιουργώντας αυτό που ονόμασε μυθιστόρημα. Γιατί έτσι συνομίλησε με τον αναγνώστη του (ιδιαίτερη
προσοχή πρέπει να δοθεί στο γεγονός ότι αυτό το κατόρθωσε με την
αφήγηση-μονόλογο του ενός προσώπου) μέσα από μια πλοκή ενδιαφέρουσα, που με τη
σειρά της δημιούργησε ερωτήματα προς
απάντηση. Ίσως έτσι μπορεί να μεταλλαχθεί ένας ου τόπος μιας ουτοπικής σύλληψης σε ρεαλιστική εκδοχή, έστω με τη
δύναμη της λογοτεχνίας. Με αυτό ως έναυσμα ανοίγει ο ορίζοντας για μια εκ νέου
εκτίμηση της ζωής όπως την καταντήσαμε. Αν όμως αυτό μπορεί να το κάνει η
λογοτεχνία, τότε και η δυναμική της πρέπει να επανεξεταστεί από τους δύσπιστους
για την αποτελεσματικότητα του επινοημένου σύμπαντος.
Διώνη Δημητριάδου
(η πρώτη δημοσίευση έγινε στο περιοδικό Cantus firmus http://cantfus.blogspot.gr/2016/10/blog-post_89.html?spref=fb)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου