«Η Ευδοξία, ο Μίμης και
τα κοράκια»
μυθιστόρημα
του Γιάννη Σολδάτου
από τις εκδόσεις Vakxikon
Ο άνθρωπος και ο κόσμος, η εισχώρηση της ταπεινότητας του
όντος μέσα στο άπειρο του σύμπαντος και η απαίτηση εύρεσης του νοήματος. Και η
αλήθεια: ο κόσμος δεν έχει νόημα, τουλάχιστον στον βαθμό που εννοούμε αυτή την
αποκλειστικά ανθρώπινη ικανότητα σύλληψης του κόσμου μέσω της νόησης, η οποία
αποδεικνύεται απειροελάχιστο μέγεθος μέσα στη λειτουργία του σύμπαντος. Γι’ αυτό
το θεμελιώδες φιλοσοφικό αδιέξοδο της συνύπαρξης ενός αδιάφορου σύμπαντος με
τον διαρκώς ανήσυχο άνθρωπο έχουν γραφτεί πολλά, δίνοντας κάθε φορά ένα βήμα
προς μια θεωρία που να καλύπτει την αγωνία του ανθρώπου για εξήγηση.
Στον πυρήνα του μυθιστορήματος του Γιάννη Σολδάτου ανιχνεύεται
το παραπάνω θέμα, καλυμμένο κάτω από πτυχές πλοκής μιας ενδιαφέρουσας
μυθοπλασίας.
Νομίζω πως όλη η παρέα
κινείται γύρω από την πλανητική σκέψη του Κώστα Αξελού, γύρω από τον ορισμό της
έννοιας κόσμος και στη σχέση μας με αυτόν. Ο φιλόσοφος ορίζει τον κόσμο σαν
σχήμα που περιλαμβάνει το φυσικό περιβάλλον, τον άνθρωπο και τον χρόνο.
Κινητήρια δύναμη του κόσμου είναι ο χρόνος, που προσφέρει την ύπαρξη στον
κόσμο. Ο άνθρωπος παίζει ένα παιχνίδι με τον κόσμο και ο τελευταίος συντρίβει
τον πρώτο. Η τράπουλα είναι σημαδεμένη και η μοίρα μας πλανητική, θα λάμψουμε
αλλά και θα σβήσουμε.
Έτσι θα δώσει την εικόνα των προσώπων ο βασικός ήρωας του
βιβλίου παρουσιάζοντας τη σκέψη του Αξελού προσαρμοσμένη στον μικρόκοσμο της
ζωής τους. Και ταυτόχρονα δείχνει τον μοναδικό ίσως τρόπο για να σταθείς
αντιμέτωπος σ’ αυτό το μοιραία σημαδεμένο σκηνικό: να παίζεις το παιχνίδι, μέσα
στο οποίο βρίσκεσαι, να είσαι ο αντίπαλος παίκτης που ακολουθώντας τους κανόνες
-που ερήμην του ορίστηκαν- αναζητά εκείνες τις ξεχασμένες χαραμάδες ελευθερίας
και αυτόνομης κίνησης που θα επιτρέψουν να κάνει ίσως μια τελευταία κίνηση
αφοπλιστική. Αυτή θα μπορούσε να είναι και μια θεαματική έξοδος από τα ορατά
του κόσμου αυτού, αν θα προκαλούσε την αταραξία του σύμπαντος και θα
περιγελούσε τη Μοίρα που τάχα κρατά τα ηνία στα χέρια της. Αυτή η τελευταία
κίνηση έχει την προσωπική σφραγίδα του όντος που επιθυμεί διακαώς να αποδείξει
την ελευθερία του.
Διαβάζοντας το μυθιστόρημα του Γιάννη Σολδάτου νιώθεις την
ανατροπή δεσπόζουσα στα γυρίσματα της πλοκής, σαν να παρακολουθείς μια
ενδιαφέρουσα κινηματογραφική εκδοχή της ιστορίας, κάτι ίσως αναμενόμενο από ένα
συγγραφέα που πρωτίστως δηλώνει με το
έργο του σκηνοθέτης και θεωρητικός του κινηματογράφου. Ο φακός του θα εστιάσει αρχικά στη γραφή μιας βιογραφίας του στυγνού
δικτάτορα Δημήτρη Ιωαννίδη (ο Μίμης
του τίτλου) οδηγώντας τη μνήμη μας στα σκοτεινά τοπία της δικτατορίας, όταν
αυτή έδειξε απροκάλυπτα το πιο σκληρό της πρόσωπο. Σύντομα, όμως, όπως το πλάνο
ανοίγει, αντιλαμβάνεσαι ότι εισέρχονται νέα πρόσωπα γύρω από τον ιστορικό
Παναγιώτη Γραβάνη, επίκουρο καθηγητή Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας, ο οποίος
έχει αναλάβει τη συγγραφή αυτή για λογαριασμό μιας εφημερίδας. Και οι σχέσεις
που δημιουργούνται αποδεικνύουν ότι η βιογραφία αποτελούσε ένα ζοφερό πλαίσιο
απαραίτητο στην ατμόσφαιρα του έργου ή μόνο το πρόσχημα για να ξεκινήσει αυτό
το παιχνίδι προσώπων και συναισθημάτων που οδηγεί μελετημένα σε νέες εκδοχές
του θέματος.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε:
«Μίμης, ο βασιλιάς των
τσιγγάνων… *»
Δεν συνέβη τίποτε το
συνταρακτικό με την κυκλοφορία του. Υπήρξε απλά ένα πρόσχημα της Ευδοξίας να
συναντηθεί με τον καθηγητή της, κάτω από τις συνθήκες που αυτή όρισε.
(*ο όρος παραπέμπει στους στίχους του Μιχάλη Κατσαρού)
Πρόκειται για μια ιστορία για το ανολοκλήρωτο της ερωτικής
σχέσης, της οποίας ωστόσο το ατελές σχήμα μπορεί να αποδεικνύεται τόσο δυνατό,
ώστε να οδηγεί σε ακραίες επιλογές; Μήπως καλύτερα να λέγαμε ότι -με τη δέουσα
αυτοαναφορικότητα- έχουμε εδώ ένα μυθιστόρημα που παρουσιάζει τα ασαφή όρια
ανάμεσα στην πραγματικότητα και στη
μυθοπλασία;
Μήπως γίναμε πρόσωπα
ενός μυθιστορήματος; τον ρώτησε η Βασιλεία.
Με το εσκεμμένα θολό
τοπίο που δημιουργεί ο συγγραφέας ίσως τελικά να καταθέτει ένα προσωπικό του
σχόλιο πάνω στα δεδομένα της ζωής. Πόσο αληθινή βάση έχουν; Μήπως αυτό που
θεωρείται κάθε φορά μια σταθερά ζωής, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια
εκδοχή του πραγματικού, έτσι όπως είμαστε πρόθυμοι να την εκλάβουμε; Και, τότε,
πού πρέπει να αναζητηθεί η ουσία του αυθεντικού; Κάποιοι από τους ήρωες
εγκιβωτίζουν στην ιστορία τη δική τους εκδοχή γράφοντας τα δικά τους
μυθιστορήματα, συμβάλλοντας έτσι στην αμφισβήτηση της μιας και μοναδικής
αλήθειας των γεγονότων:
Συνθέτω το μυθιστόρημα
που είπατε. Μόνο που εγώ κάνω ντοκιμαντέρ, όπως λένε στην κινηματογραφική
γλώσσα. Οι άλλοι καταπιάστηκαν με fiction, που μετατράπηκε σε science fiction.
Καταγράφω και καταθέτω αυτά που συνέβησαν, ή, αν θέλετε, αυτά που εγώ γνωρίζω
και αυτά που υποπτεύομαι πως συνέβησαν.
Ο κάθε ήρωας φαίνεται να βλέπει μια όψη των πραγμάτων. Η
βασική ηρωίδα του βιβλίου, φαίνεται να έχει -ως κρυφή persona του
συγγραφέα- σκηνοθετήσει την ιστορία:
[…]η συστηματική
κατασκευή του θολού τοπίου. Μας τοποθέτησε όλους σ’ αυτό το τοπίο, ορίζοντας συγκεκριμένη
θέση για τον καθένα, σε απόσταση τέτοια που να μην έχουμε καλή οπτική επαφή.
Σκέφτομαι μήπως πίσω από όλα αυτά κρύβεται απλώς μια γερή
δόση χιούμορ του συγγραφέα, ο οποίος πίσω από τη σκηνή χαμογελά κάθε που ο
αναγνώστης παρασύρεται από την ιστορία και νομίζει ότι κατανόησε. Οι ήρωες του
βιβλίου, δασκαλεμένοι σκηνοθετικά, συχνά κι αυτοί ξαφνιάζονται από τις
αντιδράσεις τους, αδύναμοι, ωστόσο, να αυθαιρετήσουν απέναντι στην επιλογή που
ορίστηκε γι’ αυτούς.
Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου
διαβάζουμε:
Στο νέο του
μυθιστόρημα, ο Γιάννης Σολδάτος συνθέτει ένα κοινωνικό θρίλερ με ιστορικό
φόντο, άκρως επηρεασμένο από την ανεξήγητη ανθρώπινη απολυτότητα. Τα χαμένα
δάκρυα μιας ολόκληρης εποχής αναμοχλεύονται με τα ανομολόγητα πάθη και τα
ξεχασμένα θέλω των ηρώων της.
Ο όρος κοινωνικό
θρίλερ γίνεται αποδεκτός στον βαθμό που η πολιτική (ας μην ξεχνάμε το
αρχικό στοιχείο της πλοκής) είναι αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνικής
πραγματικότητας, στον βαθμό που κι ένα έγκλημα επίσης. Αναμφισβήτητα ένα
θρίλερ, με τον αναγνώστη σε αναμονή μιας απρόβλεπτης εξέλιξης που έρχεται να
ανατρέψει το σκηνικό.
Ο Γραβάνης περίμενε το
κοράκι να χτυπήσει κάποια στιγμή το τζάμι.
Όσο για τα θέλω
και τα πάθη των ηρώων, αυτά
μπλέκονται σε πολύμορφες σχέσεις μεταξύ τους, έτσι που να ενισχύεται η άποψη
ότι εδώ έχουμε ένα μυθιστόρημα που μόνο μέσα από πολυπρισματική ανάγνωση
μπορείς να το απολαύσεις.
Ξύπνησε το πρωί και τα
είδε όλα θολά, το σπίτι, τη Βασιλεία, το
γραφείο του στην εφημερίδα, με την ντουλάπα της Ευδοξίας άδεια. Είχε
συμπληρωθεί ένα εξάμηνο μιας φανταστικής περιπέτειας για τον Γραβάνη. Πέρασαν
όλα, δημιουργήματα της φαντασίας του ήταν, ένα όνειρο σαν αυτά που έβλεπε κάθε
βράδυ. Ήπιε τον καφέ του, πήρε χαρτί και στυλό και κατέγραψε αυτά που απέμειναν
από την εξάμηνη περιπέτεια.
Άλλωστε η σωστή επιλογή της τριτοπρόσωπης αφήγησης επιτρέπει
μόνος παντογνώστης να είναι ο αφηγητής, αφήνοντας εύστοχα με τη μηδενική του
εστίαση να προβάλλεται κάθε φορά η νέα εκδοχή μιας αλήθειας. Ο αναγνώστης
πιάνει τα νήματα της πλοκής και ακολουθεί την ιστορία στις πολλαπλές της όψεις.
Ταυτόχρονα απολαμβάνει μια αφήγηση ενδιαφέρουσα, θελκτική και προκλητική στα
σημεία της.
Διώνη Δημητριάδου
(η πρώτη δημοσίευση έγινε στο περιοδικό Booktour «Η Ευδοξία, ο Μίμης και τα κοράκια» μυθιστόρημα του Γιάννη Σολδάτου από τις εκδόσεις Vakxikon
Διαβάστε περισσότερα: http://www.booktourmagazine.com/news/i-eydoxia-o-mimis-kai-ta-korakia-mythistorima-toy-gianni-soldatoy-apo-tis-ekdoseis-vakxikon1/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου