«Καραβοφάναρο στο μαύρο
νερό»
του Colm Tóibín
σε μετάφραση και
επίμετρο της Αθηνάς Δημητριάδου
από τις εκδόσεις Gutenberg (σειρά Aldina)
"σχέσεις βυθισμένες στο μαύρο νερό"
Συνειδητοποιούσε ότι
για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια -μπορεί και δέκα- γινόταν ξανά μέλος αυτής της
οικογένειας, που είχε προσπαθήσει με κάθε τρόπο ν’ αφήσει πίσω της. Για πρώτη
φορά ύστερα από χρόνια θα βρίσκονταν όλοι κάτω από την ίδια στέγη, σα να μην είχε
μεσολαβήσει τίποτα. Αντιλαμβανόταν επίσης ότι τα άρρητα μεταξύ τους
συναισθήματα στη διάρκεια του ταξιδιού και η αίσθηση ότι για μιαν ακόμη φορά οι
τρεις τους ήταν ομάδα, τώρα που υπήρχε κρίση, έδειχναν φυσικότατα, αληθινός
καταλύτης. Επέστρεφε εκεί όπου είχε ελπίσει ότι δε θα ξαναγύριζε ποτέ, στην
πατρική της οικογένεια, κι άθελά της ένιωθε ανακουφισμένη.
Όπως στη θεατρική σκηνή, ανοίγει η αυλαία και το ένα πρόσωπο
μετά το άλλο παίρνουν τη θέση τους για να αρχίσει το έργο. Γιατί, για να στηθεί
η παράσταση, πρέπει να μαζευτούν όλοι στον μικρό χώρο που θα διαδραματιστεί η
πλοκή. Έτσι κι εδώ, στο μυθιστόρημα του Colm Tóibín, στο σπίτι της Ντόρα
Ντέβερο θα έρθει η Λίλι και η Έλεν, κόρη και εγγονή αντίστοιχα, γιατί η σύναξη
αυτή είναι απαραίτητη. Κι ας μην τη θέλει καμία από τις τρεις. Οι τρεις
γυναίκες σε μια πολυετή απομάκρυνση (κι ας έχουν την πιο στενή σχέση αίματος),
με απουσία ακόμη και των τυπικών σχέσεων που κρατούν έστω τα προσχήματα σε μια
οικογένεια, θα κληθούν να συμβιώσουν, όπως το θέλει ο Ντέκλαν, ο αδελφός της
Έλεν. Και ο κύκλος δημιουργείται γύρω από αυτό το τραγικό πρόσωπο, που ζώντας
τη βεβαιότητα ενός τέλους που πλησιάζει επιθυμεί τη συμφιλίωση των γυναικών της
οικογένειας. Γύρω του θα σχηματιστεί από
την αρχή η επώδυνη επικοινωνία, με τα πρόσωπα να μιλούν χωρίς προσχηματικό
λόγο, ρίχνοντας κατευθείαν τα βέλη τους στον πιο ευάλωτο κάθε φορά αντίπαλο για
να βεβαιωθεί η τρώση του εχθρού. Μόνο που σιγά σιγά ο ευθύς λόγος θα αρχίσει να
λειτουργεί προς επούλωση των τραυμάτων και να οδηγεί ομαλά προς μια επικοινωνία
αληθινή. Ο Ντέκλαν ως τραγικός καταλύτης εκών άκων θα δίνει διαρκώς επιμέρους
λύσεις στις προστριβές που θα προκύπτουν. Ως το τέλος.
Είναι απίστευτη η ευκολία με την οποία ο Tóibín σε βάζει
στην πλοκή της ιστορίας, χωρίς να χρησιμοποιεί κανένα από τα συνήθη εργαλεία
της γραφής. Δεν υπάρχει δράση, δεν υπάρχουν ανατροπές, το τέλος είναι προοικονομημένο
από τη φύση της ασθένειας του Ντέκλαν (από τα πρώτα θύματα του AIDS, τότε που η ίαση έδειχνε
απίθανη), αμφίβολο αν τα όσα συμβαίνουν συνιστούν γεγονότα, κι όμως
παρακολουθείς με αμείωτο ενδιαφέρον την ιστορία. Η δομή είναι θεατρική,
προσέχεις τις συσπάσεις των προσώπων, έτσι όπως σου τις μεταφέρει ο συγγραφέας
με την περιγραφή, δίνεις βάρος στην παραμικρή λέξη, ακόμα περισσότερο στις
σκέψεις και στις σιωπές, γιατί μπορεί να διαταραχθεί η ισορροπία των σχέσεων.
Δέχεσαι σαν απολύτως φυσιολογική την εισβολή στο σκηνικό των δύο φίλων του
Ντέκλαν, του Λάρι και του Πολ, σε μια διαρκή παρουσία στο σπίτι, και ακούς τις
αποκαλύψεις που θα πυροδοτήσουν αντιδράσεις -πώς να δεχθούν η αδελφή και η
γιαγιά την πραγματικότητα της ομοφυλοφιλίας του Ντέκλαν;- αλλά και τις ιστορίες
της προσωπικής τους ζωής. Συνυπάρχουν σ’
αυτό το σπίτι διαφορετικές γενιές, γλώσσες, θρησκευτικές και πολιτικές αντιλήψεις,
κοινωνικές προκαταλήψεις. Ωστόσο είναι απαραίτητη και μια κατάσταση ηρεμίας
χάριν του ασθενούς. Όλες οι αντιθέσεις θα υπάρχουν αλλά θα χαμηλώνουν τους
τόνους της αντιπαράθεσης, όταν χρειάζεται.
Διαβάζοντας ανακαλύπτεις πως το κεντρικό πρόσωπο
μετακινείται προς τον κύκλο παραχωρώντας την προνομιούχο θέση του εναλλάξ σε
κάθε μία από τις τρεις γυναίκες. Η γιαγιά
Ντόρα Ντέβερο μια μητριαρχική φιγούρα, δεσποτική και σίγουρη για τις
επιλογές της, απρόσμενα ανεκτική στα όσα συμβαίνουν στο σπίτι της, Η μητέρα
Λίλι μια δραστήρια γυναίκα που κρύβει τα αισθήματά της επιμελώς μέχρι σχεδόν το
τέλος, η Έλεν που γυρνάει τη σκέψη της στο κοινό παρελθόν με τον αδελφό της ψάχνοντας
τα στοιχεία εκείνα που της λείπουν για να ολοκληρώσει την εικόνα των
διαταραγμένων σχέσεων.
[…]μια εμπόλεμη
κατάσταση σε εξέλιξη, οι περίεργες απαιτήσεις και οι συμμαχίες
Κάθε φορά που μία απ’ αυτές θα πάρει τα ηνία της ιστορίας,
οι προβολείς του συγγραφέα – σκηνοθέτη θα πέφτουν πάνω της και θα έχεις την
αίσθηση ότι είναι η βασική ηρωίδα, που ίσως με τις άστοχες κινήσεις της στο
παρελθόν οδήγησε τις σχέσεις σε αδιέξοδο. Έτσι κατανοείς το μερίδιο ευθύνης που
αναλογεί στην κάθε μία.
«Ένα πράγμα που έχω
παρατηρήσει στις γυναίκες της οικογένειάς σου», είπε ο Λάρι, «είναι πως μιλούν
λες και διοικούν».
Ωστόσο σου μένει η εντύπωση ότι η Έλεν θα μπορούσε σε πρώτο
πρόσωπο να αφηγηθεί την ιστορία, όχι μόνο γιατί βρίσκεται στα μισά της
διαδρομής για να αποκαταστήσει τη σχέση με τη γιαγιά πρώτα και τη μητέρα μετά,
ούτε τόσο γιατί είναι το πιο κοντινό στον αδελφό της πρόσωπο. Περισσότερο γιατί
έχει την ευαισθησία να συλλαμβάνει τα μηνύματα που εκπέμπονται από κάθε
κατεύθυνση προς κάθε κατεύθυνση, προσέχοντας να μην επαληθευθεί το κοινότοπο
ότι στο τέλος η κάθε γενιά μοιάζει στην προηγούμενη. Άλλωστε είναι η μόνη που
συνταιριάζει τη διάθεσή της με τον κύκλο που κάνει το φως που εκπέμπει το καραβοφάναρο του Blackwater,
το μόνο που διασώζεται στην περιοχή και φωτίζει με τον δικό του ρυθμό το
σκηνικό, σαν ένας παρατηρητής – σχολιαστής της ζωής των προσώπων. Ο φάρος που
είναι από πάντα εκεί, που δίνει και τον τίτλο στο μυθιστόρημα. Ευφυώς η
μεταφράστρια προτίμησε να αποδώσει στα ελληνικά και το τοπωνύμιο Blackwater ως μαύρο νερό, προσθέτοντας έτσι στην
ατμόσφαιρα της αφήγησης ένα μυστηριακό τόνο, που πολύ ταιριάζει στα υπόρρητα
συναισθήματα και στις σιωπές των προσώπων.
Τώρα πια το έβλεπε
καθαρά, θαρρείς κι όλη τούτη η εβδομάδα προς αυτή την κατεύθυνση την ωθούσε, να
συνειδητοποιήσει πως οι άνθρωποι δεν ήταν απαραίτητοι, ότι δεν είχε σημασία αν
υπήρχαν ή όχι. Ο κόσμος θα συνέχιζε την πορεία του. Ο ιός που αφάνιζε τον Ντέκλαν, που
τον έκανε να φωνάζει απελπισμένος μέσα στο ξημέρωμα, οι αναμνήσεις και οι
απόηχοι που την έζωναν μέσα στο σπίτι της γιαγιάς της, η αγάπη της για την
οικογένεια της που τώρα δα είχε τόση δυσκολία να ανακαλέσει, όλ’ αυτά δεν ήταν
τίποτα, και τώρα, έτσι όπως στεκόταν στην άκρη του βράχου, έμοιαζαν μ’ ένα
τίποτα.
Όσο ο Ντέκλαν θα
βαδίζει προς το τέλος, τα άλλα πρόσωπα της ιστορίας θα αποκαθιστούν τις
διαταραγμένες σχέσεις τους, όσο το σώμα του θα αρνείται πλέον να του δώσει το
στήριγμα της ζωής, τόσο θα ανοίγουν οι συναισθηματικοί κόσμοι των άλλων γύρω
του, λες και αυτός ως φυσική παρουσία ήταν το εμπόδιο τόσα χρόνια για μια
επικοινωνία. Σαν να προσφέρει τη σωματική του φθίνουσα υπόσταση εν είδει
γέφυρας πάνω από ταραγμένα νερά.
Ο Colm Tóibín δίνει με αυτό το μυθιστόρημα μια ψυχογραφία
των σχέσεων μέσα στην οικογένεια. Ποτέ δεν είναι αυτονόητες ως σχέσεις αίματος,
ποτέ δεν είναι δεδομένη η αγάπη, η συμπαράσταση, η κατανόηση. Κερδίζονται με
κόπο και προσωπικό κόστος. Και καταργούνται ή μπαίνουν σε κατάσταση ύπνωσης,
όταν η υποχώρηση δεν συγκαταλέγεται στις ενέργειες που πρέπει να
επιστρατευθούν μπροστά σε μια διαφωνία.
Ένας ισχυρός χαρακτήρας μπορεί να ταράξει τα νερά μιας ήσυχης λίμνης και να
δημιουργήσει γύρω του ομόκεντρους κύκλους που φθίνουν όσο απομακρύνονται από το
σημείο στο οποίο εκείνος δεσπόζει. Και ένας ασθενής κρίκος της οικογενειακής
αλυσίδας μπορεί να αποκαταστήσει τις σχέσεις των υπολοίπων μόνο με την παρουσία
του ή, όπως εδώ, με την απουσία του ως άμεση τραγική προοπτική.
Δεν είναι η πρώτη φορά που μεταφράζεται στα ελληνικά
μυθιστόρημα του Colm Tóibín. Ούτε η πρώτη φορά που σχολιάζεται τόσο θετικά η
καλή του πένα, που κατορθώνει να συνεγείρει τον αναγνώστη, αλλά και η συνειδητή τοποθέτησή του πάνω σε πολιτικά
και κοινωνικά θέματα, που τον καταξιώνει ως μια σοβαρή λογοτεχνική πρόταση. Με
το «Καραβοφάναρο στο Μαύρο Νερό» νιώθεις
κάτι παραπάνω. Ότι η υπόθεση σε αφορά πιο άμεσα, ότι είσαι σε μια γωνιά αυτού
του σπιτιού και παρακολουθείς τη σταδιακή μετάλλαξη των προσωπικών σχέσεων.
Αυτή η ιδιότυπη συμμετοχή δεν είναι μικρό πράγμα. Όταν η λογοτεχνία το
κατορθώνει, και μάλιστα με το ελάχιστο της δράσης, τότε έχουμε μπροστά μας ένα
σπουδαίο συγγραφέα.
Μια ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στην έκδοση. Πρόκειται
για το δεύτερο βιβλίο της νέας σειράς των εκδόσεων Gutenberg, τη σειρά ALDINA.
Την εμπνεύστηκε και την οργάνωσε ο εκλιπών σπουδαίος ποιητής και φιλόλογος
Δημήτρης Αρμάος, προς τιμή του λόγιου ανθρωπιστή, τυπογράφου και εκδότη της
Αναγέννησης, του ελληνιστή Άλδο Μανούτιο. Κάθε βιβλίο, κάθε aldina που έβγαινε
από το τυπογραφείο του με αυστηρή επιμέλεια και κάτω από τον δικό του προσωπικό
σχεδιασμό, είχε ως λογότυπο ένα δελφίνι τυλιγμένο γύρω από μια άγκυρα (πηγή
έμπνευσης στάθηκε ένα ρωμαϊκό νόμισμα του 80 μ.Χ, όπου το συγκεκριμένο σήμα
συνοδευόταν από το ρητό «σπεῦδε βραδέως» - λατ. «festina lente»). Το ίδιο
λογότυπο κοσμεί και τη νέα σειρά των εκδόσεων Gutenberg, που περιλαμβάνει στο
πρόγραμμά της πολλά σημαντικά, σύγχρονα και παλαιότερα, λογοτεχνικά έργα,
εκδόσεις με υψηλές προδιαγραφές.
Θα το καταλάβει ο αναγνώστης, όταν πιάσει αυτά
τα βιβλία στα χέρια του. Όλο το μεράκι, όλη η φροντίδα που παλαιότερα
συναντούσαμε πιο συχνά και που σήμερα από κάποιους θεωρούνται περιττά
«στολίδια». Δεν είναι όμως περιττά καθόλου, ίσα ίσα χαρακτηρίζουν την αληθινή
αγάπη για το βιβλίο, που ξεκινά από την εκδοτική ομάδα και φθάνει να αγγίξει τον πραγματικό φίλο των βιβλίων και
της ανάγνωσης. Στο σύνολο μια εξαιρετική έκδοση, με το εξώφυλλο να κοσμείται
από την «Αυτοπροσωπογραφία του Α. Κ, 1942», έργο του Γ.Χατζημιχάλη.
Διώνη Δημητριάδου
(η πρώτη δημοσίευση έγινε στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/karavofanaro-sto-mauro-nero/)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου