Σκοτεινός Λαβύρινθος
Γρηγόρης Αζαριάδης
εκδόσεις Μεταίχμιο
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό vakxikon.grhttps://www.vakxikon.gr/lavyrhnthos-azariadhs/
«Δεν είναι το συνηθισμένο φως των
πόλεων, είναι το σκληρό φως της ερήμου, το φως που σε τυφλώνει. Δεν μπορείς να
δεις τα πράγματα καθαρά, βλέπεις μόνο το περίγραμμά τους, μακρινές σκιές με ακαθόριστο
σχήμα. Όταν ανέβω στην επιφάνεια, δεν θα έχω καθόλου χρόνο να σκεφτώ, πρέπει να
είμαι προετοιμασμένη να εκτελέσω την αποστολή μου. Κρατάω πύρινη ρομφαία και θα
πρέπει να πέσει αμείλικτη στα κεφάλια των ασεβών, να βυθιστεί στο αίμα, που θα
τους πνίξει».
Μια ιστορία εκδίκησης; Ίσως ναι. Θα μπορούσε, άλλωστε, να
γραφεί ένα ενδιαφέρον μυθιστόρημα πάνω στο πανάρχαιο αυτό μοτίβο της δίκαιης
ρομφαίας που επαναφέρει την αρμονία στη διασαλευθείσα τάξη του κόσμου. Και σε
ένα αστυνομικό μυθιστόρημα (το είδος που υπηρετεί πιστά ο Γρηγόρης Αζαριάδης
εδώ και χρόνια) υπάρχουν πολλές αφορμές για τη διασάλευση της κοσμικής
αρμονίας. Αντιλαμβάνομαι πως χρησιμοποιώ εκφράσεις που παραπέμπουν στο αρχαίο
δράμα (η αρχή της ύβρεως στον τραγικό
λόγο εδράζεται ακριβώς στην αυθαιρεσία της ανθρώπινης παρέμβασης που ανατρέποντας
τις ισορροπίες καταργεί τον «θεϊκό» σχεδιασμό του σύμπαντος), ωστόσο το νέο
αυτό μυθιστόρημα του Αζαριάδη μπορεί να διαβαστεί και μέσα από αυτή την οπτική.
Όταν ο συγγραφέας με τη νέα του μυθοπλαστική κατάθεση δείχνει την ωριμότητα της
γραφής του, όλες οι πιθανές αναγνώσεις είναι ανοικτές. Θεωρώ πως ο Σκοτεινός Λαβύρινθος απέχει ποιοτικά
μακράν από κάθε προηγούμενη συγγραφική του εμφάνιση σε πληρότητα θεματική, σε
γλωσσική επεξεργασία και σε ενότητα ύφους.
Πρόκειται για ένα δείγμα σκληρής γραφής, έτσι όπως ξεκινά με
μια αποτρόπαιη σκηνή πολλαπλής δολοφονίας, που αρχικά φαίνεται παράλογη μέχρι
να συνειδητοποιήσεις πως οι πληρωμένοι φονιάδες δεν έχουν καμία συγκινησιακή
συμμετοχή (ακόμα κι όταν μέσα στα θύματα έχουμε κι ένα μικρό παιδί) στο έργο
της δολοφονίας – άλλωστε το στοιχειώδες θα μας το θυμίσει ο μέντορας του
εκτελεστή: «Ποτέ δεν κοιτάζεις τον στόχο
στα μάτια». Από το σημείο αυτό
ξεκινά ο λαβύρινθος, στον οποίο θα καταβυθιστεί χωρίς επιλογή υποχώρησης η
Σοφία, το μόνο μέλος της οικογένειας που ξεκληρίστηκε με το συμβόλαιο θανάτου.
Μέσα σ’ αυτές τις δαιδαλώδεις
διαδρομές πρέπει να πετάξεις όποιο βαρίδι σε καθυστερεί. Πρέπει να απαλλαγείς
από το έρμα, να ξεριζώσεις από μέσα σου αυτά τα ανθρώπινα συναισθήματα που
μπορεί να σταθούν εμπόδιο στον αγώνα να βγεις στην επιφάνεια. Να μπεις σε μια
διαδικασία αποπροσωποποίησης, να γίνεις όσο πιο σκληρή μπορείς, ατσάλι.
Με δεδομένο πως ο Αζαριάδης επιλέγει γυναικεία κεντρική
φιγούρα έτσι κι αλλιώς σε όλα του τα βιβλία (η αστυνόμος Τρύπη εξιχνιάζει τις
δολοφονίες), μετράει διπλά εδώ η επιλογή της ηρωίδας. Συχνά προκύπτει ο
προβληματισμός γύρω από την ευστοχία ή αστοχία στη σκιαγράφηση των θηλυκών ή
αρσενικών χαρακτήρων από συγγραφείς του άλλου φύλου. Πόσο βαθιά μπορεί να
εισχωρήσει στο «αλλότριο έδαφος» ο συγγραφέας, όσο ταλαντούχος κι αν είναι; Στη
συγκεκριμένη περίπτωση, αν δεν γνωρίζεις ποιος γράφει, εύκολα εκλαμβάνεις ως
γυναικεία τη γραφή, με την έννοια της απρόσκοπτης εισχώρησης στον γυναικείο
τρόπο σκέψης και αντίδρασης – ας μη νοηθεί εδώ καθόλου ως γυναικείο
χαρακτηριστικό η ευαισθησία ή η εύκολα αλώσιμη ιδιοσυγκρασία του γυναικείου
φύλου, κάτι που δεν ισχύει άλλωστε παρά μόνο στα παλιομοδίτικά σινερομάντζα,
αλλά ο ξεχωριστός τρόπος που η γυναίκα αντιλαμβάνεται τη θέση της στον κόσμο
(της αντρικής υπεροχής παλαιόθεν κατά τα στερεότυπα) και παράλληλα οι τρόποι
που αυτή επιλέγει προκειμένου να αποδείξει ότι αρκετή σκληρότητα κρύβει και η
ίδια μέσα της αναπόφευκτα. Μια τέτοια γυναίκα σκιαγραφείται εδώ.
Η Ηλέκτρα θρηνεί για τον θάνατο
του πατέρα της. Απευθύνεται στον χορό, αναρωτιέται τι να ζητήσει. «Έναν δικαστή
ή έναν τιμωρό;» Ο χορός, που αποτελείται από χήρες Τρώων, αποφαίνεται
τελεσίδικα. «Να τους το πεις απλά. Να τον σκοτώσει σαν εκδικητής». Η Ηλέκτρα ρωτάει
«Είναι ευσέβεια αυτό;. Κι ο χορός απαντάει: «Παραείναι. Ανταποδίδεις στον εχθρό
σου το κακό που σου έχει κάνει».
Με αυτή τη μνεία της τραγικής ηρωίδας γίνεται ο συνειρμός
εύκολος. Είναι δίκαιο να πάρεις την εκδίκηση. Ο χορός που στην τραγωδία ενσαρκώνει
και συμβολοποιεί τη λαϊκή βούληση δίνει τη συγκατάθεσή του. Κάτω από αυτό το
πρίσμα είναι πολύ ξεχωριστή η ηρωίδα του βιβλίου, που θα αναλάβει από μόνη της
να πάρει το αίμα της πίσω, όπως αυτή νομίζει καλύτερα. Και μάλιστα όχι σε
σύμπραξη, ίσα ίσα σε αντιπαλότητα, με την άλλη θηλυκή φιγούρα, αυτή της
αστυνόμου Τρύπη. Ταυτόχρονα είναι υποσυνείδητα αποδεκτή η απόφασή της να γίνει
η ίδια ο τιμωρός του φταίχτη (φυσικού αλλά και ηθικού αυτουργού).
Η ψυχογραφική ικανότητα του συγγραφέα φαίνεται όμως και στην
απόδοση των αρσενικών χαρακτήρων, κυρίως στην απρόσμενη ταλάντευση ενός ψυχρού
κατά τα φαινόμενα εκτελεστή, όταν συνειδητοποιεί, στο εξαιρετικό από κάθε άποψη
κεφάλαιο με τον τίτλο 3 Φλεβάρη 2015 (τα
κεφάλαια ακολουθούν την ευθύγραμμη χρονική πορεία της ιστορίας), ότι το
παρελθόν ποτέ δεν σε εγκαταλείπει, αντιθέτως το φέρεις μέσα σου και κάθε τόσο
βρίσκει την ευκαιρία να αναδυθεί την επιφάνεια της συνείδησης και να ανατρέψει
όσα θεωρούσες δεδομένα, για παράδειγμα τη σκληρότητα που απαιτεί η αποτρόπαιη και
μακριά από τα ανθρώπινα συναισθήματα δουλειά σου. Πώς μπορείς, όμως, να
ξεφύγεις από τη μοίρα, μια μοίρα που σμίλεψες εσύ μεθοδικά τόσα χρόνια;
Ο μεσήλικας γυρίζει στο χαμηλό
τραπέζι και γεμίζει πάλι τα ποτήρια.
«Κανείς δεν μπορεί τελικά να
ξεφύγει από τη γαμημένη τη μοίρα του» μονολογεί.
Ο ψηλός νιώθει εκείνη την απατηλή
αίσθηση της ματαιότητας… Σαν τον ταξιδιώτη που τρέχει με φτερά στα πόδια για να
φτάσει στην πλατφόρμα του τρένου τρία μόλις δευτερόλεπτα μετά την αναχώρησή του
κι απλά το παρακολουθεί να απομακρύνεται αναπτύσσοντας ταχύτητα, χωρίς να
μπορεί να κάνει το παραμικρό. Ψάχνει απεγνωσμένα να εντοπίσει στον τόνο της
φωνής του κάτι που να αφήνει ελάχιστες ελπίδες για πιο φωτεινές στιγμές σ’ ένα
κοντινό μέλλον. Μάταια.
Ο Αζαριάδης είναι ικανότατος στις περιγραφές προσώπων και
τόπων, χαρακτηριστικό που αξίζει να προσμετρηθεί στα πολύ θετικά της γραφής
του, καθόσον παρέχει το απαραίτητο πλαίσιο για να στηθούν οι ήρωές του
(διαφορετικά θα νιώθαν μετέωροι) αλλά και για να εμφανιστούν μπροστά μας αναγνωστικά
περίοπτοι απολύτως, ζωντανοί και αληθινοί. Η αλήθεια είναι πως στις περιγραφές
χρησιμοποιεί μερικές εκφράσεις κλισέ – άλλωστε η φραστική επανάληψη είναι πλέον
ένα από τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα που θα πρέπει να θεωρηθεί νομίζω
θετικό μια που διαμορφώνει το προσωπικό του στυλ, το ύφος του. Μέσα από τις
συνήθειες των χαρακτήρων (επιλογές κρασιού ή μουσικής για παράδειγμα)
αχνοφαίνεται ίσως το προσωπικό του γούστο και αναγνωρίζεται η φυσιογνωμία του
συγγραφέα, ενδιαφέρον στοιχείο από κάθε άποψη.
Στους διαλόγους του κατορθώνει (κάτι που δεν είναι καθόλου
αυτονόητο και εύκολο) να προσδώσει στο κάθε πρόσωπο έναν ιδιαίτερο τόνο φωνής,
μια προσωπική για το καθένα αίσθηση βίωσης των πραγμάτων· ο κάθε ήρωας είναι
μια ξεχωριστή προσωπικότητα και όχι η κρυμμένη ίδια persona με μικρές παραλλαγές στο ύφος
και στα χαρακτηριστικά.
Ο Σκοτεινός Λαβύρινθος
είναι η αναμενόμενη συνέχεια σε μια συνεπή και υπεύθυνη πορεία του Γρηγόρη
Αζαριάδη στο πεδίο της αστυνομικής λογοτεχνίας. Ξεπερνώντας μικρές αδυναμίες
που είχαν οι προηγούμενες γραφές του φθάνει τώρα να δώσει ένα μυθιστόρημα
εντυπωσιακό, που διαβάζεται φυσικά από τους λάτρεις του είδους αλλά που θα
αποτελούσε ευχάριστη έκπληξη και για όποιον ακόμη αδυνατεί να συμπεριλάβει μια
αστυνομική ιστορία (εξαίρετη όπως αυτή) στις λογοτεχνικές του αναγνώσεις. Με
δυο κουβέντες: ο Αζαριάδης δεν γράφει μόνο αστυνομικές ιστορίες· γράφει
λογοτεχνία αξιώσεων, με το σασπένς και τις εναλλαγές στην πλοκή που απαιτεί το
είδος της γραφής αλλά και με τις προϋποθέσεις που εντάσσουν ένα έργο στην
επιφανή παρέα των καθαρά λογοτεχνικών.
Διώνη Δημητριάδου