Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2018

Ξένοι στην κόψη διηγήματα Δημήτρης Στατήρης εκδόσεις Σμίλη η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό apodyopteshttps://apodyoptes.com/2018/09/16/ksenoi-stin-kopsi/


Ξένοι στην κόψη
διηγήματα
Δημήτρης Στατήρης
εκδόσεις Σμίλη
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό apodyopteshttps://apodyoptes.com/2018/09/16/ksenoi-stin-kopsi/





τα περάσματα (ή πώς ένα διήγημα καθοδηγεί την ανάγνωση)



Μια μικρή πέτρινη γέφυρα ενώνει το δάσος με το χωριό. Από κάτω περνά ένα ποταμάκι, βράχια παρεμβάλλονται στη ροή του και το νερό αλλού λοξοδρομεί και αλλού φουσκώνει. Ο νέος διασχίζει τη γέφυρα κάθε απόγευμα και χαλαρώνει ακουμπώντας στον κορμό μιας βελανιδιάς. Τα φύλλα θροΐζουν απ’ την πνοή του καλοκαιριού, τα πουλιά κελαηδούν, η φύση ευωδιάζει απ’ τα ανθισμένα αγριολούλουδα και απ’ το ρετσίνι των αμυγδαλιών. Ο νέος κάνει τον περίπατό του στο δάσος, φωνές και κραυγές ζώων ακούγονται απ’ το χωριό. Οι αγρότες ακόμα δουλεύουν στις φάρμες και στα χωράφια στην αντίπερα όχθη σαν ιδρωμένα, αλάλητα ζιζάνια. Η κούρασή τους ξεκουράζει τον νέο ακόμα περισσότερο. Ίσως έτσι να συσσωρεύει το απαραίτητο ψυχικό απόθεμα του μέλλοντος. Διπλώνει τα μανίκια, ξεκουμπώνει το πουκάμισο, πίνει κρύο νερό απ’ το παγούρι. Ξεριζώνει και μασουλά τριφυλλάκια και συλλογίζεται ότι η μικρή, πέτρινη γέφυρα συνδέει δύο κόσμους τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους, ώστε λίγοι είναι εκείνοι που αντιλαμβάνονται και τολμούν τη μετακίνησή τους απ’ τον ένα στον άλλο. Όσοι μπορούν βεβαίως. Και όσοι έχουν το θάρρος.



(Η Γέφυρα)



Ξεχώρισα το παραπάνω διήγημα από τη νέα συλλογή του Δημήτρη Στατήρη, γιατί έχει την ιδιαίτερη αξία του ανάμεσα στα υπόλοιπα. Εκτός από την εύστοχη συντομία του -χαρακτηριστικό άλλωστε του συγγραφέα- θα μπορούσε με την απαραίτητη αποκωδικοποίησή του να αποτελέσει τον οδηγό για την ανάγνωση όλου του βιβλίου.

Οι ήρωες των διηγημάτων του Στατήρη είτε βρίσκονται στην αντίπερα όχθη, από αυτή που προτιμούν οι πολλοί, είτε διαβιούν απαρατήρητοι από τους υπόλοιπους επιφανείς και διακριτούς ή σε άλλη περίπτωση δηλώνουν την παρουσία τους με τον πιο παράδοξο τρόπο. Είναι στην ουσία η επιλογή του συγγραφέα να ξεχωρίσει τους ανθρώπους, τις καταστάσεις, τα γεγονότα, όλα όσα πέφτουν στην αντίληψή του  σε δύο κατηγορίες: στα συνήθη και συμβατικά από τη μια και στα παράξενα και εξαιρετικά από την άλλη. Ο ίδιος με τη βοήθεια των κειμένων του δείχνει τα μυστικά περάσματα από τον ένα κόσμο στον άλλο – φυσικά για όποιον έχει τις αισθήσεις του σε εγρήγορση και κατανοεί τους λογοτεχνικούς τρόπους επικοινωνίας.

Στο διήγημα Η Γέφυρα οι δύο κόσμοι είναι απολύτως διακριτοί στα χαρακτηριστικά τους, με σύνορό τους ένα ποταμάκι στην ουσία εύκολα διαβατό ακόμη και κολυμπώντας και με ακόμη πιο εύκολη διάβαση μέσω της γέφυρας. Ωστόσο, δεν είναι και αυτονόητη η μετάβαση από τη μια πλευρά στην άλλη, καθόσον η δύναμη και το θάρρος είναι τα απαραίτητα χαρακτηριστικά -το ένα έμφυτο και το άλλο επίκτητο- που οφείλουν να έχουν όσοι αποπειραθούν το εγχείρημα. Και τα δύο αυτά γνωρίσματα, όμως, έχουν τη δική τους προϋπόθεση: την αρχική επίγνωση ότι η αντίπερα όχθη υπάρχει – η οικειοθελής και επιλεκτική τυφλότητα είναι ίδιον των προσαρμοσμένων σε συμβατικά αποδεκτούς κανόνες, των βολεμένων δηλαδή που δεν επιθυμούν την οποιαδήποτε υπέρβαση. Αν δούμε την εικόνα αυτή στη μεταφορικότητά της (προσφιλή συνθήκη στη λογοτεχνία), μπορούμε να διακρίνουμε τα αδιόρατα περάσματα που οι ήρωες και των υπολοίπων διηγημάτων αποφασίζουν να διαβούν. Ο συγγραφέας/καθοδηγητής με την παντογνωσία του αφηγητή πότε μιλά σε τρίτο πρόσωπο και πότε επιλέγει μια απεύθυνση σε δεύτερο πρόσωπο (ίσως στον ήρωά του, μήπως στον αναγνώστη του ή προσχηματικά στον εαυτό του;) και περιγράφει (με τις λιγότερες λέξεις που απαιτούνται) τις ξεχωριστές πράξεις και τις σκέψεις που οδηγούν σ’ αυτές. Ταυτόχρονα παρατηρούμε την αντίδραση των άλλων, που μέσα στην ομοειδή συμπεριφορά τους είναι έτοιμοι να εξαφανίσουν την ξεχωριστή ετερότητα των ολίγων με όποιο τρόπο έχουν πρόσφορο κάθε φορά.

Κυρίαρχη αίσθηση η παραδοξότητα. Τα διηγήματα ξεκινούν με ομαλό και κοινότοπο τρόπο, απογειώνονται όμως στην πορεία -συχνά στο τέλος τους- σε άλλο επίπεδο· αυτό κάνει αναγνωρίσιμη τη γραφή του Στατήρη. Η απρόβλεπτη πορεία των προσώπων, οι μη αναμενόμενες αντιδράσεις τους, η διαφορετική οπτική τους. Και, σε κάθε περίπτωση, η λογοτεχνική επικάλυψη των εικόνων που επινοεί, προκειμένου να αποκαλύψει τη θέα στην αντίπερα όχθη των πραγμάτων ή (λιγότερο συχνά) να αποκαλύψει το σκόπιμο στήσιμο της σκηνής και να απομυθοποιήσει την ίδια τη γραφή του. Όπως κάνει στο διήγημα Ο υπόγειος κόσμος, με τη μεταφορά μας σε ένα σκηνικό που θυμίζει το Ποτέ και πουθενά του Neil Geiman, ωστόσο μια προσγειωτική ανατροπή μας περιμένει στο τέλος της ανάγνωσης.

Ο Στατήρης, νέος ακόμη συγγραφέας, έχει μια τάση προς την παράξενη γραφή – όχι τόσο για να εντυπωσιάσει όσο για να δείξει πως υπάρχει και η άλλη όψη της πραγματικότητας πέρα από την πεζότητα, τις αναγκαστικές κοινωνικές συμβάσεις, την ομοιομορφία και την ακόμη πιο επικίνδυνη ομοιογένεια. Το θέμα είναι να μπορείς να διακρίνεις τα περάσματα και να έχεις τη διάθεση (αυτή είναι η αρχική προϋπόθεση για την επιλογή και αυτό ακριβώς είναι που μένει ως επιμύθιο στις ιστορίες) να τα διαβείς. Οι ήρωές του πάντως το προσπαθούν. Η εύγλωττη εικόνα του εξωφύλλου (από τα καλύτερα που έχει να δείξει η πρόσφατη εκδοτική παραγωγή) συμπληρώνει την παραπάνω εκτίμηση. Ο διαχωρισμός του κύκλου σε δύο κομμάτια με την κοφτερή κόκκινη μαχαιριά αφήνει τον μικρό χώρο στους λίγους και εκλεκτούς. Είναι μια ενδιαφέρουσα, σε κάθε περίπτωση, οπτική.



Διώνη Δημητριάδου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου