Η υπηρεσία κήπων και λιμνών
Didier Decoin
μυθιστόρημα
μετάφραση:
Ιφιγένεια Μποτουροπούλου
εκδόσεις
Στερέωμα
η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.grhttps://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/10617-ipiresia-kipon
η μυθοπλασία των
αισθήσεων
Η ορθή στάση της και
το τελείως οριζόντιο κοντάρι στους ώμους της τής έδινε την όψη σταυρωμένης. Ή
δέντρου τον χειμώνα, δέντρου λιγνού που άπλωνε τα κλαδιά του στον χλωμό ήλιο. Ή
πουλιού της θάλασσας που στέγνωνε τις ακόμη υγρές φτερούγες του από τα
νυχτερινά ψαρέματα.
Η εικόνα της γυναίκας, έτσι όπως μας τη δίνει ο Decoin με
τις διαφορετικές εκδοχές της εντύπωσης που προκαλεί η εμφάνισή της, συνοψίζει αισθητικά
τη θαυμαστή αυτή ιστορία που μας αφηγείται. Γιατί η ιστορία αφορά την τόσο
ξεχωριστή φιγούρα της Μιγιούκι, που στην Αυτοκρατορική περίοδο της Ιαπωνίας (δυναστεία
Χέιαν, 12ος αιώνας) θα επιχειρήσει το ακατόρθωτο. Φορτωμένη με τα
ειδικά κατασκευασμένα κοφίνια περασμένα σε οριζόντιο δοκάρι που κόβει τους
λιγνούς ώμους της, θα επιχειρήσει να διανύσει μια τεράστια (σε κινδύνους και
έκταση) περιοχή, ώσπου να φτάσει στην Υπηρεσία Κήπων και Λιμνών του Αυτοκράτορα
στις λίμνες των ιερών ναών του Χεϊανκιό για να παραδώσει τους τελευταίους κυπρίνους
που έπιασε ο Κατσούρο, ο επιφορτισμένος με αυτό το τιμητικό καθήκον σύζυγός της,
που πια δεν είναι στη ζωή. Στο ταξίδι της έχει να αντιμετωπίσει καταιγίδες και
σεισμούς, επιθέσεις από συμμορίες, τέρατα που απειλούν να την καταπιούν· μέσα
της η έγνοια για την ασφαλή μεταφορά των αυτοκρατορικών κυπρίνων, ο φόβος μήπως
δεν διατηρηθεί η λαμπερή τους όψη που αντανακλά
τον ήλιο, σαν στιλβωμένος ορείχαλκος, ακόμη χειρότερα μήπως χαθούν ολότελα.
Από πού αντλεί η ταπεινή Μιγιούκι τη δύναμη γι’ αυτή τη
δυσανάλογη για τις δυνάμεις της αποστολή; Είναι μήπως το κέρδος που θα
αποκομίσει στο τέλος του ταξιδιού της και η τιμή για το χωριό της; Είναι η
αίσθηση του χρέους που νιώθει μέσα της απέναντι στον αγαπημένο της σύντροφο;
Είναι ίσως ο τρόπος της να αντιμετωπίσει το εσωτερικό της πένθος, να βιώσει την
απώλεια μέσα από την ταύτισή της με τον εκλιπόντα, ωστόσο διαρκώς στη σκέψη της
παρόντα, Κατσούρο; Έχοντας εκτελέσει όλο το τελετουργικό της ταφής και του
πένθους που προστάζει το έθος και το ήθος της εποχής, έχει τώρα να αναμετρηθεί
με την εσωτερική της ανάγκη να βιώσει την απουσία του συντρόφου. Και αν εμείς
στεκόμαστε απέναντι στις συντριπτικές απώλειες με μια δυτική θεώρηση, που απαιτεί είτε έναν συνομιλητή για
να βιωθεί είτε μια απόσυρση σε βίο ιδιωτικό και αποκλεισμένο από τον κοινωνικό
περίγυρο, δεν συμβαίνει το ίδιο με τη Μιγιούκι που αντιπροσωπεύει εδώ μια άλλη
στάση απέναντι στις δύο συντεταγμένες (ζωή-θάνατος) της ανθρώπινης πορείας στον
κόσμο. Εδώ ακριβώς βρίσκεται, για τη δική μου ανάγνωση, και το ενδιαφέρον: η ιστορία αυτή δεν έχει
πίσω της την πένα ενός Ιάπωνα συγγραφέα αλλά τον Γάλλο μυθιστοριογράφο Didier
Decoin, που κατορθώνει να μεταφέρει το κλίμα όχι μόνο μιας περασμένης εποχής
(Μεσαίωνας στην Ιαπωνία του 12ου αιώνα) αλλά και την κοσμοθεώρηση
ενός διαφορετικού πολιτισμού. Καθόλου τυχαίο, φυσικά, το γεγονός πως η συγγραφή
χρειάστηκε δώδεκα χρόνια για να ολοκληρωθεί. Μήπως, όμως, έτσι γράφονται τα
μικρά αριστουργήματα;
Με μια γραφή-κέντημα ο Decoin (εδώ σε πολύ καλή μετάφραση
από την Ιφιγένεια Μποτουροπούλου) δημιουργεί τις απαράμιλλης λεπτουργίας
εικόνες του, εικόνες που γυαλίζουν όπως η ράχη των κυπρίνων και αποτελούνται
από μικροσκοπικές ψηφίδες ταιριασμένες μεταξύ τους ώστε να αποδώσουν την αύρα
του τοπίου και των ανθρώπων. Με την τέχνη του θα μας πάρει μαζί στο μακρύ και
γεμάτο εκπλήξεις ταξίδι της ηρωίδας του. Δεν είμαστε πλέον οι αναγνώστες ενός
περιπετειώδους αφηγήματος, που ξαφνιάζει με τις ανατροπές του· έχουμε κατά
μαγικό τρόπο εισχωρήσει στον χώρο και στον χρόνο της ιστορίας, μέσα στο σώμα
της λεπτεπίλεπτης Μιγιούκι, που ενσαρκώνει την καταλυτική γυναικεία παρουσία,
ικανή να μεταλλάξει την αγριάδα των ανθρώπων που συναντά σε ευγένεια και
καλοσύνη, να ενσταλάξει λίγη από την καρτερία και την υπομονή της μέσα σε
ανυπόμονες ψυχές που κυνηγούν το κέρδος, να προκαλέσει πόθο και να εμπνεύσει
δημιουργία.
[…] η Αμακούσα
Μιγιούκι μυρίζει ζωή, αναδίδει τη ζωή από όλες τις οπές του σώματός της – εννέα
οπές αν είναι αλήθεια όσα λέει ο άγιος μοναχός Ναγκαρτζιούνα […] Η γυναίκα εκκρίνει ζωή, τη σταλάζει και την
κάνει να βγαίνει από όλους τους πόρους του δέρματός της. […] θα μπορούσε η Αμακούσα Μιγιούκι, που ήρθε
από πολύ μακριά, από το πολύ άγνωστο (σε μένα τουλάχιστον) χωριό Σιμάε, να
είναι ακριβώς η δεσποινίς ανάμεσα σε δύο ομίχλες που ονειρεύτηκε η Μεγαλειότητά
του.
Η εξαιρετική εικόνα του εξωφύλλου (Yuji Moriguchi, Deep water,
2005) με τη γυναίκα που αγκαλιάζει τον τεράστιο κυπρίνο θα μπορούσε να είναι η
Μιγιούκι σε μια ερωτική αισθησιακή διάθεση με το σώμα του ψαριού ή με το σώμα
του άντρα της. Αυτό ήταν από τη αρχή το
ταξίδι της, γι’ αυτό και η ματαιότητα που αφήνει το τέλος της ιστορίας, όπως τη
γράφει ο Decoin, δεν μοιάζει να την αφορά. Στη μακρινή πορεία της ως την
εκπλήρωση του στόχου της δεν ήταν ποτέ μόνη. Ο σύντροφός της ζωής της ήταν
πάντα εκεί, ως μνήμη της κοινής τους διαδρομής, να τη συμβουλεύει, να την
αγκαλιάζει, να την προσέχει· να της θυμίζει την παρουσία του μέσα από τους
κυπρίνους που με πολλή φροντίδα μετέφερε, και που ήταν οι τελευταίοι μάρτυρες
της παρουσίας του στη ζωή. Νομίζω πως το τέλος της ιστορίας (αληθινό ή
φανταστικό άραγε;) δίνει με τον καλύτερο τρόπο την ουσία αυτής της υπέροχης
αφήγησης:
Ξάπλωσε πάνω στον
κυπρίνο, προστατεύοντάς τον με το σώμα της.
Το κύτος μύριζε
βούρκο, βλέννα, φύλλα σε αποσύνθεση, τριμμένα φύκια, μουχλιασμένο ξύλο, υγρή γη,
την ίδια απροσδιόριστη, βαριά, λίγο λιπαρή, μυρωδιά του Κατσούρο όταν επέστρεφε
από το ποτάμι· και κάτω από το στήθος της Μιγιούκι, η καρδιά του κυπρίνου
χτυπούσε με τον ίδιο ήρεμο ρυθμό, πραγματικά μεγαλειώδη, όπως του Κατσούρο
μερικά πρωινά, αφού είχα κάνει έρωτα μαζί της -άνοιγε τότε εκείνος την πόρτα
του σπιτιού, και η Μιγιούκι έβλεπε να διαγράφεται η σιλουέτα του άνδρα
φορτωμένου καλάθια, μπαμπού, φελλούς, και κουβάρια πετονιάς ακόμη τελείως
μπερδεμένα, τα οποία έπρεπε να ξεμπλέξει στην όχθη του Κουζαγκάβα- γιατί, την
προηγούμενη το βράδυ, αντί να ασχοληθούν με τα σύνεργα της ψαρικής, η Μιγιούκι
κι αυτός είχαν κάνει έρωτα, αργά, επί πολλή ώρα.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου