ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
(IX)
του Κώστα Μοναστήρα
και μια φωτογραφία του Alex Majoli
και μια φωτογραφία του Alex Majoli
“Ήταν ένα μικρό καράβι
που ήταν αταξίδευτο
οεοέ οε οε
Κι έκαν' ένα μακρύ ταξίδι
μέσα εις την Μεσόγειο
οεοέ οε οε
Και σε πεντέξι εβδομάδες
σωθήκαν ο - ο - όλες οι τροφές
οεοέ οε οε
Και τότε ρίξανε τον κλήρο
να δούνε ποιος ποιος ποιος θα
φαγωθεί
οεοέ οε οε
Κι ο κλήρος πέφτει στον πιο νέο
που ήταν α - α – αταξίδευτος
οεοέ οε οε”
κι ο κλήρος πέφτει στους τρελούς
που ήταν σα…
Είχανε βρει το κόλπο για να τρώνε γρήγορα οι σαλοί το βράδυ. Οι σαλοί
και οι άλλοι που κουβαλάγανε την
αρρώστια στο κορμί και όχι στο μυαλό. Ένα σμίξιμο που μόνο το κεφάλι-κουρεμένο
γουλί- ήταν το κοινό σημείο που τους ένωνε. Μπαίνανε οι τρελοί για βραδινό και
ένας, περίεργος, πυρετός τους έκαιγε το στόμα. Τον έβλεπες, τα καταλάβαινες τα
λόγια που πάσχιζαν να κρατηθούν. Φτυάριζαν το φαγί με γρηγοράδα, με μανία, δεν
το πέταγαν κάτω, δεν πασαλείβονταν. Σαν αποτρώγανε τους άφηναν να τραγουδήσουν.
Βιάζονταν για το τραγούδι, για το μικρό καράβι και το πλήρωμά του που φαγώθηκαν
όλοι αναμεταξύ τους. Ξέρανε ότι στο κρεσέντο θα τους αφήνανε να χτυπάνε τα
μεταλλικά ποτήρια, τα χέρια στο τραπέζι, τα κεφάλια στον τοίχο. Το πανηγύρι των
τρελών. Θα φώναζαν με όλη τους τη δύναμη, όταν έφτανε το τραγούδι στο τέλος του.
Μετά από την αρχή πάλι. Να μαζεύουνε όλη τους τη δύναμη για να τραβήξουνε τον
τελευταίο στίχο. Από τότε που το ανακάλυψαν οι φύλακες τούς άφηναν να
εκτονώνονται με το τραγούδι, κάθε βράδυ. Έπαιρνε λίγο χρόνο να τους συμμαζέψεις
μα τις νύχτες κοιμόντουσαν πιο ήσυχοι. Είχαν κοπεί οι εφιάλτες. Βλέπανε μόνο
όνειρα, βαρκούλες ν’ αρμενίζουν και πληρώματα να χάνονται. Βέβαια, δεν ήταν
εύκολο να φέρεις το καράβι των τρελών στη ρότα του ύπνου. Τους άφηναν να
ουρλιάζουν όσο μπορούσαν και σα χαμήλωνε η ένταση μπαίνανε, οι φύλακες, με
σφυριά. Τέσσερις κρατάγανε δυο παλιά καζάνια οι άλλοι τα χτυπάγανε με τα
σφυριά. Φοβόντουσαν οι λειψοί, οτιδήποτε έκανε θόρυβο μεγαλύτερο από αυτούς το
φοβόντουσαν. Τώρα είχαν κάτι να περιμένουν, το ξέδομα. Όσοι κουβαλάγαμε την
αρρώστια στα κορμιά μας φεύγαμε, τρώγαμε βιαστικά και εξαφανιζόμασταν.
Κλεινόμασταν στα κελιά μας, για μας δεν είχε νυχτερινή διασκέδαση. Βραδινή είσοδος μόνο για τρελούς, έπρεπε να
λέει απέξω. Βραδινή έξοδος για τους λοιπούς…
Εγώ είχα το κορμί ανήμπορο, με έλειωνε ο πυρετός. Άρρωστος. Το ‘καράβι’
το αταξίδευτο έστεκε λίγο έξω από το Πέραμα. Το ‘καράβι’ του Αϊ-Γιώργη των
τρελών. Κι αυτό ήταν το νησάκι. Ένα καράβι αταξίδευτο, με άντρες που φαγώνονταν
αναμεταξύ τους. Το εκκλησάκι παρατηρούσε το νησί από ψηλά, κι ο Αϊ-Γιώργης
ίσως. Καβαλάρης δεν ήτανε, δεν του χρειαζόταν άλογο. Τα χέρια του να βάζει
σκέπη στα μάτια μην και ξεφύγει κανένας. Προστάτης για όσους ζούσαν έξω από το
νησί, οι μέσα είχανε κόψει, οι περισσότεροι, τη σχέση με τη θρησκεία. Δεν
κόλλαγε τίποτα τους τρελούς. Το μυαλό τούς είχε δώσει άσυλο από τις άλλες
αρρώστιες.
Μια φορά τη βδομάδα μας έκοβαν τα μαλλιά. Γουλί. Να ξεχωρίζουμε από τους
γερούς, τους μαλλιαρούς. Αυτούς που τα μυαλά τους και τα κορμιά τους δεν είχαν
κατολισθήσει. Αν είχες μαλλί όλα καλά, αν δεν είχες παλαβός ή μεταδοτικός. Από
τα μαλλιά, από τα κορμιά κι από τη μυρωδιά μάς καταλάβαινες. Δεν πρέπει να
υπήρχαν πιο αδύνατοι άνθρωποι, πιο βρομεροί δεν πρέπει να υπήρχαν. Σαν ξύπναγα
κατέβαινα στη θάλασσα. Μπούκωνα το στόμα μου με το νερό της. Έπαιρνα φύκια και
έτριβα τα δόντια μου. Δεν ήθελα να μαυρίσουν, να πέσουν δεν ήθελα. Κράταγα στο
στόμα μου, ευλαβικά, τη μόνη μου ομοιότητα με τους άλλους, με τον παλιό μου
εαυτό. Να κολυμπήσω δεν ήξερα, το ‘καράβι’ μου με κράταγε καλά αγκυρωμένο, αταξίδευτο.
Τα μαλλιά τα κόβανε επιμελώς, για τα νύχια δεν τους ένοιαζε. Μεγάλωναν
τα νύχια. Τα άφηναν να μακρύνουν και βγάζανε τον σοβά. Τον τρώγανε οι σαλοί,
και δεν τους πείραζε. Τα νύχια μου τα έκοβα μόνος μου. Κοιτάγανε τα χέρια μου,
όποιος είχε μακριά νύχια ήταν εχθρός. Τα έτριβα στις πέτρες, στο χώμα τα
έτριβα, κάποιες φορές τα έτρωγα. Τον
σοβά τους δεν τον προτιμούσα, δεν τους απειλούσα. Άλλες φορές έβαζα τα ξεραμένα
φύκια στο κεφάλι. Προσποιούμουν ότι είχα μαλλιά…ο τρελός.
Έτρωγα και λέξεις: «Πότε φεύγω» ρώταγα. «Να μακρύνουν τα μαλλιά σου και
θα φύγεις. Αύριο…». Ο πυρετός έπεφτε, έπεφταν και τα μαλλιά με κάθε αύριο. Έτσι
ήταν: κοντό μαλλί-εισιτήριο, μακρύ μαλλί-εξιτήριο. Σαν έβλεπα τη κουρευτική να
με πλησιάζει ήξερα ότι το αύριο θα αργήσει άλλη μία εβδομάδα. Περίμενα τη μέρα
που το όνομά μου θα έχει φαγωθεί από τη λίστα, να φάω κι εγώ ένα αύριο που θα
μ’ αρέσει. Με έτρωγαν τα γένια, με έτρωγε το γουλί. Τα γένια τα έκοβα και το
‘θελα αυτό το κόψιμο.
Η λάντζα έφτασε όταν κόντευε ο Αύγουστος να μεσήσει. Ήταν φορτωμένη με
οικοδομικά υλικά, σοβά κυρίως. Θα βάζανε καινούργιο ‘φαγί’ στους τοίχους. Μέχρι
να μπει ο νέος σοβάς κάνανε σαν… τρελοί. Όλοι οι φύλακες τούς κρατάγανε μακριά.
Είχε ζέστη εκείνη τη μέρα, θα στέγνωνε γρήγορα.
Κοιτάζονταν οι σαλοί μεταξύ τους και γέλαγαν. Ένας πήγαινε πέρα-δώθε.
Έγλειφε τα νύχια του, έγδερνε το κεφάλι του. «Μαμ, μαμ» έλεγε συνέχεια.
Κατέβηκες στη θάλασσα, κανείς δεν σε πρόσεξε. Όλοι απασχολημένοι με την
προετοιμασία του φαγητού. Κοίταξες το Πέραμα. Μύριζες το ξύλο που κόρωνε για να
ετοιμάσει την πίσσα για τις βάρκες.
Στη λάντζα βρήκα ένα μεγάλο καραβόπανο και κρύφτηκα από κάτω. Παραμόνευε ο δεκαπενταύγουστος, έτοιμη να
κοιμηθεί η Παναγιά. Ας νύσταζε πολύ, Θεέ μου. Ας κοιμόταν γρήγορα, να μη σε
μαρτυρήσει που τρύπωσες στο πανί. Αυτή όλα τα βλέπει. Άλλα τα μολογά, άλλα τα
κρύβει. Ας μ’ έκρυβε σήμερα από τον Αϊ-Γιώργη, ας μη γινόταν προδότρια ανάμεσα
στους αγίους, ας μη με φανέρωνε.
Στο Πέραμα φτάσαμε με το βασίλεμα. Έδεσε το μικρό καράβι. Είχε κοπάσει
το ταξίδι και τα τετζερέδια, μείον ένα, μείον ένας. Άκουγα τα καζάνια να
βροντάνε. Έπρεπε να κρυφτώ, το κεφάλι μου να κρύψω έπρεπε. Να μην το δουν οι γνωστικοί δίχως μαλλιά κι αρχίσουνε να (με)
κοπανάνε. Σα νύχτωσε ξετρύπωσα, η Παναγιά η αφανέρωτη κοιμήθηκε τελικά χωρίς να
ξεστομίσει λόγια. Βρήκα έναν ταρσανά και μαζεύτηκα. Η πόλη χούγιαζε, αύριο
ξημέρωνε γιορτή. Σφάλισα το στόμα μου. Ήθελα να βγάλω το αύριο μα φοβόμουν. Στη
φωτιά, που χώνευε τα ξύλα, έβαλα μερικές γυαλιστερές. Να ανοίξουνε τα κλεισμένα
τους στόματα ήθελα. Σαν τα άνοιξαν τις έφαγα. Το φεγγάρι άφηνε τις ακτίνες του,
μαλλιά αδύναμα, να σιάχνουν μια
φεγγαρόστρατα στη θάλασσα, πέρναγε από τον άγιο και βούταγε στο βάθος. Αυτή τη
στράτα δεν ήθελα να την πάρω πίσω. Αν γύρναγα θα χανόμουνα, σαν το φεγγάρι που
από αύριο θα χανόταν μέρα τη μέρα. Θα έχανε τις ακτίνες του, τα μαλλιά του τα
λαμπερά. Μαλλιά ζήταγα να βγάλω,
καινούργια. Να κυκλοφορήσω δεν μπορούσα. Είχα να κρύψω το κεφάλι μου το άδειο.
Ο πυρετός δεν με συντρόφευε. Είχα και αντιπυρίνες μαζί μου, κλεμμένες από το
φαρμακείο του νησιού.
Έγινα ένα κουβάρι δίπλα στη θράκα και έκλεισα τα μάτια μου. Κοντά στο
ξημέρωμα ακούστηκε η σειρήνα, οι μαλλιαροί μυρίστηκαν την απουσία της βρομιάς
μου, με έπαιρναν στο κατόπι. Πετάχτηκα και άρχισα να τρέχω. Πήγαινα στο βουνό,
πίσω από το Πέραμα. Ευτυχώς η πόλη κοιμότανε, μαζί με την Παναγιά. Ήμουν
άρρωστος και ήμουν αταξίδευτος, μέχρι χθες, μοιραία τώρα έπεφτε να φαγωθώ. Ο
κλήρος έπεσε σε μένα, το σκάσιμό μου ακούστηκε. Όλοι συμφωνούσαν εδώ, ομόφωνη η
(κατά)κραυγή από τους έχοντες τρίχωμα να επιδείξουν. Είχανε χρόνο πολύ, τόσο
όσο να μεγαλώσει η τρίχα στο κεφάλι μου. Περίεργη μονάδα μέτρησης του χρόνου.
Θα φέρνανε και σκυλιά, λερός ήμουνα τη μυρωδιά του νησιού δεν την γδέρνεις
εύκολα.
Έμπαινα μέσα στο βουνό. Σε ένα ρυάκι σταμάτησα. Ο ήλιος με κοίταζε από
ψηλά, μα δεν τον φοβόμουνα. Αυτός ο άγιος όλους τους ζωογονεί μα κάποτε τους
καίει κόλας. Εμένα με στέγνωσε. Γυμνώθηκα, μπήκα μέσα στο ρυάκι και τριβόμουνα,
έτριβα τα κουρέλια για ώρα. Ξαπλώσαμε στον ήλιο, άνθρωπος και κουρέλια. Η
μασχάλη μου είχε τρίχες, το στήθος μου, τα πόδια μου. Εκεί που ήθελα πιότερο
δεν είχα. Έπρεπε να με ντύσω γρήγορα, στο κεφάλι δεν μπόραγα, έπρεπε το σώμα. Απόγευμα άρχισα να κατεβαίνω. Στους ανθρώπους
πήγαινα, άνθρωπος-κι εγώ- ήθελα να επιστρέψω.
Σε ένα σπίτι κυμάτιζε μια μπουγάδα. Φτωχό σπίτι, φτωχά ρούχα μπαλωμένα.
Κρύφτηκα σιμά τους, ο αέρας μου έφερνε το σαπούνι. Κοίταγα το παντελόνι, το
πουκάμισο, το εσώρουχο, τις κάλτσες. Θα έπλεα μέσα τους, πανί θα γίνονταν να με
γυρίσουν. Είχα σκελετωθεί. Καθαρά,
μοσχοβόλαγαν. Άμα είσαι καιρό, πολύ, στη βρόμα, το καθαρό σου τρυπάει τα
ρουθούνια. Το βράδυ άπλωσα τα χέρια μου στα ρούχα, τα βούτηξα τα κι έφυγα. Στον
ταρσανά αναθάρρησα. Έβγαλα την φανέλα και με τις λωρίδες της έθρεψα μια φωτίτσα
που έσπαγε το σκοτάδι. Ένα ψόφιο ψάρι με ετάισε και λίγα χόρτα που τα έβρασα με
θάλασσα σε ένα κονσερβοκούτι. Το στόμα μου είχε λυσσάξει. Το μπούκωσα με νερό
από το ρυάκι το ξημέρωμα. Τη μέρα θα ξέρανε ποιος είναι ο κλέφτης. Ο γουλής.
Είχα και νέο επώνυμο τώρα, δίχως κεφαλαίο. Τίποτα κεφαλαίο δεν είχα ακόμα στη
ζωή μου. Η κλεψύδρα άδειαζε σιγά σιγά τις τρίχες που την είχανε γεμίσει.
Έπαιζα κρυφτό συνέχεια μα το γέλιο το ‘χα χάσει. Στο κεφάλι κάτι άρχιζε
να μ’ αγκυλώνει. Γέλασα, με τ’ αγκάθια.
Ένας αχινός φύτρωνε στο κρανίο μου. Να μην τον πιάσει κανείς, κανείς να μην τον
πατήσει. Θα πόναγα με το πάτημα. Τα πόδια μου είχανε σκληράνει. Πριν, στου
Αϊ-Γιωργή τα λημέρια, δεν με πείραζε
που γύρναγα (την φοβόμουνα αυτή τη λέξη μα και την αγάπαγα, αν με έφερνε στους
ανθρώπους την αγάπαγα, αν με πήγαινε στους παλαβούς την μισούσα) ξυπόλητος.
Κράταγα τις κάλτσες σα θησαυρό, τα καθαρά ρούχα σα θησαυρό τα κράταγα. Σαν
έχεις παπούτσια, ρούχα και μαλλιά ο κόσμος δε σε κοιτάει. Μοιάζεις,
φαινομενικά, με τους γνωστικούς, με τους αμόλυντους.
Στο βουνό, βαθιά μέσα του, είχε
μια στάνη. Άκουγα τα κουδούνια, πολλά αφού ήταν, μακριά στα βάθη του βουνού.
Την πέμπτη μέρα πλησίασε το ρυάκι ένα αρνί μικρό, περίεργο σαν όλα τα μικρά.
Δίψαγε και έσκυψε. Ο αμνός του Θεού. Με πλησίασε, δεν το έμελε το αδειανό μου
το κεφάλι. Το ένοιαζε το φρέσκο κλαρί που κρατούσα στο αριστερό μου το χέρι.
Περίεργο. Στο δεξί κρατούσα μια πέτρα. Σα με ακούμπησε του διέλυσα το κεφάλι με
την πέτρα. Στο κεφαλάκι του φούντωνε το νιόβγαλτο μαλλί. Δεν πρόλαβε…Ο αίρων
την αμαρτία (και την πείνα) του ενός. Το
βράδυ ξανάβαλα κρέας στο στόμα μου. Τρελάθηκα. Πώς την κρύβεις τόση νοστιμιά, Θεέ
μου, κάτω από ένα ακούρευτο κεφάλι! Φύγανε οι τελευταίες λωρίδες, έστελνα
τσίκνα στους θεούς. Αυγουστοπέμπτη…
Όσο είχα το γλυκό νερό και το κοντό μαλλί δεν έπαιρνα την απόφαση να
φύγω. Το τομάρι του αρνιού το τέντωσα και το άφησα να ξεραθεί. Παπούτσια θα το
έκανα, αυτά τα χοντροπάπουτσα που φοράγανε οι Αρβανίτες οι ρετσινάδες και τους
κοροϊδεύαμε.
Αξημέρωτα άρχισα να πορπατώ. Τρεις βδομάδες μετά το φευγιό. Είχα μαλλί
στο κεφάλι, καστανόξανθο σαν και εκείνο στην ασπρόμαυρη φωτογραφία, που την
είχα θάψει κάτω από το στρώμα και τώρα αναστημένη την κουβάλαγα μαζί μου. Ξυπόλητος.
Τα ‘παπούτσια’-θεός να τα κάμει παπούτσια εκείνα τα δέρματα τα δεμένα με πανιά-
φοβόμουνα, μη με μαρτυρήσουν. Άλλα δεν είχα. Σαν άρχισε να πλημμυρίζει το φως
τον κόσμο πέταξα τα κουρέλια κι έβαλα τα ‘καλά’. Άλλος ένας χώραγε. Έπλεα μέσα
τους. Είχε αρχίσει το ταξίδι. Ξύπναγε ο κόσμος, ξύπναγα κι εγώ από μεγάλο ύπνο
γεμάτο εφιάλτες. Δεν σταμάτησα να πορπατώ μέχρι που πήρε ο ήλιος να γέρνει, να
πάει να φωτίσει άλλους φευγάτους σε άλλους κόσμους. Έβγαλα τις κάλτσες, τις φόρεσα μαζί με τα
τσαρούχια. Περίεργο θέαμα. Πιο αδύνατος από σπιρτόξυλο, παράταιρος. Φοβόμουνα.
Στο τέλος του δρόμου άρχιζαν να φωτίζουν οι λάμπες τα τραπεζάκια ενός
καφενέ. Πλησίασα. Δίψαγα, πείναγα. Βρήκα ένα τραπέζι στο βάθος, εκεί που το φως
της λάμπας το έτρωγε περισσότερο το σκοτάδι και κάθισα. Σαν με είπε κύριο
ένιωσα να γυρίζει η ζωή μου και να με χτυπάει με δύναμη. Παρήγγειλα ένα ούζο
και νερό. Ήπια το νερό μονορούφι, το ούζο το ταλαιπώρησα. Παρήγγειλα και
δεύτερο. Το κεκαρμένο μου μυαλό έπαιρνε να γυρίζει.
Κόσμος μαζευόταν, άνθρωποι της δουλειάς που έρχονταν να απιθώσουν
κουρασμένα κορμιά και διψασμένα λαρύγγια. Σαν τις πεταλούδες που τις τραβάει το
φως του λύχνου. Συμμαζεύτηκα στο σκοτάδι μου.
Σωτήρη τον λέγανε τον ιδιοκτήτη. Κοντός και λιανός. Φαλακρός, είχε
αφήσει τα μαλλιά να μακρύνουν στο πλάι και τα κόλλαγε με μπριγιαντίνη στο
ακάλυπτο. Άκουγα που τον ονομάτιζαν και του λέγανε:
«Φέρε και μεζέ βρε Σωτήρη. Ξεροσφύρι δεν γλιστράει το πιόμα»
«Να πας να πλύνεις τα πιάτα» απάντησε. «Κάνουνε παρέλαση εκεί μέσα. Άντε
να σε δω!»
«Σ’ άφησε η Βασιλική και τα ’χεις θαλασσώσει. Η γυναίκα σου το κρατάει
το μαγαζί, εσύ δεν είσαι άξιος. Άιντε κουνήσου, στεγνώσαμε»
Ήταν λεχώνα η Βασιλική στο τρίτο. Ασαράντιστο. Τους τα ’λεγε ο Σωτήρης,
περισσότερο για να τ’ ακούει ο ίδιος. Σηκώθηκα απ’ το σκοτάδι μου και προχώρησα
στα μέσα του καφενέ. Ο Σωτήρης πηγαινοερχόταν στα τραπέζια και γέμιζε τα
ποτήρια μόνο, μόνος. Στο έμπα του μαγαζιού είδα στον τοίχο δύο λαδοφάναρα και
στον νεροχύτη μια στοίβα πιατάκια και ποτήρια, δυο κουβάδες γεμάτους με νεκρό
νερό, από μέρες πιασμένο. Είχα ώρα κάποιος να το αναταράξει. Έσβηνε. Το
ανακάτωσα, το άναψα και άρχισα να τα πλένω, τα άπλυτα. Στο τρίτο πιάτο με
έπιασε το χέρι του Σωτήρη.
«Τι κάνεις εκεί, ρε!»
«Δεν έχω να σε πληρώσω. Θα σου τα πλύνω όλα»
Κ0ντοστάθηκε, πέρασε τα χέρια απ’ τα
μαλλιά, ξεφύσησε. Απ’ έξω φώναζαν. Πήρε
τα πιάτα, άνοιξε το φανάρι, που κρεμόταν από το ταβάνι. Πήρε δυο ντομάτες και
λίγο τυρί. Με κοίταξε.
«Πλένε. Σα δεν έχεις να πλερώσεις πλένε»
Τα πιατάκια άρχισαν να λιγοστεύουν, τα
βρόμικα. Έπλενα, σκούπιζα, έδινα. Κάποια μπράβο άρχισαν να σβουρίζουν στον αέρα
και κάτι ψαράκια να τσιτσιρίζουν στο τηγάνι.
Ο αποσπερίτης είχε χαθεί στον ουρανό, σα βγήκα από τη λάντζα μου.
Μεσάνυχτα. Πλέρωσαν οι τελευταίοι και φύγανε. Βγήκα και μάζευα τα ποτήρια, τα
πιάτα, με ένα πανί σκούπιζα τα τραπέζια, στοίβαζα τις καρέκλες. Ο Σωτήρης
καθότανε σ’ ένα τραπέζι, δίπλα του είχε αφήσει κι άλλη μια καρέκλα. Στο τραπέζι
δυο ποτήρια και στο μπουκάλι ούζο. Ορθός τον κοίταγα. Έσαξα τα μαλλιά.
«Κάθισε μωρέ, σαν τον τρελό από πάνω μου!» Έγνεψε στο ούζο. «Σ’ αρέσει;»
«Καλό είναι, άμα έχεις να πιεις καιρό»
Γέμισε τα ποτήρια. Αργοπίναμε, κουβέντα καμιά. Γέμισε άλλη μια γύρα.
«Τι θα σε κάμω εσένα;» μου είπε.
«Να κάτσω, δυο χέρια τα έχεις ανάγκη. Χέρια έχεις ανάγκη, να σου πλένουν
τη λάντζα, να σου σιάχνουν το μαγαζί, μέχρι να γυρίσει η Βασιλική σου».
«Έχεις να κοιμηθείς;»
Δεν του απάντησα. Αναστέναξε, δεν με
ρώτησε το όνομά μου. Μπήκε μέσα. Σε ένα πιάτο έβαλε ψωμί, τυρί, ντομάτα κι ένα
ψαράκι που κάποιος είχε φάει μόνο το κεφάλι του το αμάλλιαγο. Το πιάτο το
καθάρισε η γλώσσα μου. Γέμισε άλλη μια γύρα και έμεινε να με κοιτάζει.
«Μέσα, στο αποθηκάκι, έχει κάτι
κουβέρτες. Στρώστες κάτω και κοιμήσου. Κι άμα πλησιάσει κανείς το μαγαζί να τον
γαυγίσεις» μου είπε, και έστρωσε το μαλλί που του το σήκωσε ο αέρας. Μάζεψε την
είσπραξη και έφυγε, με κλείδωσε μέσα.
Όταν ξάπλωσα το κεφάλι μου γύριζε. Μια ζάλη είχε καταλάβει το κορμί μου,
μια ζάλη που είχε καιρό να με αλώσει. Κοιμήθηκα ήσυχος.
Στο μαγαζί κάθισα έναν μήνα. Λόγια πολλά δεν είχαμε. Με έλεγε μαλλιαρό
και καταλάβαινα, χαιρόμουνα, κούναγα τα μαλλιά μου. Σαν κλείναμε άφηνε την
πόρτα ξεκλείδωτη. Είχε εμένα μέσα να το φυλάω. Την τελευταία βδομάδα τού ζήτησα
σοβά, να του μπαλώσω τις τρύπες στον τοίχο. Τον είχε φάει ο χρόνος, όπως
λογικώς κάνει. Τρώει τον σοβά μέρα τη μέρα, πόντο τον πόντο. Μου έδωσε σοβά,
μου έδωσε παπούτσια και ένα κουστουμάκι παλιό, από τότε που το κορμί του
βάσταγε λίπος. Έπλεα μέσα του, μου άρεσε. Μου έδωσε και χαρτζιλίκι, ένα ολάκερο
μηνιάτικο. Είχε δουλέψει καλά το μαγαζί. Ανάσανε η Βασιλική από τη μουρμούρα
του, ανάσανε αυτός. Σταμάτησαν τα πειράγματα από τους πελάτες. Σαν έφευγα με
ρώτησε πώς με λένε. «Κώστας» του είπα. Ο πόλεμος είχε τελειώσει. Σειρήνες δεν
άκουγα. Είχα δεθεί απ’ το κεφάλι, απ’ το κορμί στη λάντζα είχα δεθεί και ο
Σωτήρης με έλυσε. Επέστρεφα. Ντύθηκα
κύριος. Σε ένα μαγαζί αγόρασα καπέλο. Το κράταγα στα χέρια μου από γινάτι.
Κώστας
Μοναστήρας
(η
φωτογραφία από τον Alex Majoli)
Ο Κώστας
Μοναστήρας (από πατέρα ορείτη και μάνα κρυπτοθαλασσινή) γεννήθηκε και
μεγάλωσε στα Πατήσια, προλαβαίνοντας τις τελευταίες αλάνες. Εργάζεται ως
δάσκαλος στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Οι μαθητές του έχουν εκθέσει τα καλούδια
του μυαλού τους πολλές φορές. Τη δική του έκθεση στο κοινό την όφειλε στους
μικρούς γραφιάδες. Οφείλει, επίσης, πολλά στο Μεταπτυχιακό Τμήμα Δημιουργικής
Γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας και στους ανθρώπους του που τον
δίδαξαν και τον υποστήριξαν. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, Ηλιοτριβείο (Libron εκδοτική, 2016)
και Υέτιος στίχος (Έναστρον εκδόσεις,
2018).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου