Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2018

Το κείμενο του Αλέξανδρου Αδαμόπουλου "Ο κύκλος που δεν κλείνει" από το συλλογικό ‘Για μια επέτειο’, εκδ. Ίκαρος , 2013 και προλογικό σημείωμα της Δήμητρας Ρούσσου Δήμητρα Ρούσσου Προλογικό σημείωμα επί του άρθρου του Αλέξανδρου Αδαμόπουλου «Ο κύκλος που δεν κλείνει» (στο συλλογικό ‘Για μια επέτειο’, εκδ. Ίκαρος , 2013 ISBN 978-960-572-009-4)

Το κείμενο του Αλέξανδρου Αδαμόπουλου 
"Ο κύκλος που δεν κλείνει"
από το συλλογικό ‘Για μια επέτειο’, εκδ. Ίκαρος , 2013
και προλογικό σημείωμα 
της Δήμητρας Ρούσσου

Δήμητρα Ρούσσου  
Προλογικό σημείωμα επί του άρθρου του Αλέξανδρου Αδαμόπουλου
 «Ο κύκλος που δεν κλείνει» 
(στο συλλογικό ‘Για μια επέτειο’, εκδ. Ίκαρος , 2013 ISBN 978-960-572-009-4) 



Σκέπτομαι ότι ένα τέτοιο κείμενο ψυχρής ακρίβειας έχει γραφεί από τον Αλέξανδρο Αδαμόπουλο, επειδή ακριβώς αυτός είναι της Τέχνης κατά την έννοια που της αποδίδει ο Im. KantΚαι την αριστοτελική κάθαρση, αν την ερμηνεύσουμε σύμφωνα με το νόημα που δίνει στον όρο ο Πλάτων (Σοφιστής 228c) πρέπει να την συνδυάσουμε οπωσδήποτε με την έννοια της ψυχικής “συμμετρίας”. Ο συγγραφέας  -κι αυτό συνάγεται απ’ όλο το έργο του- είναι ένας λεπτοφυής ανατόμος της ψυχής, ένας μοραλίστας, ένας αιώνια ενδοσκοπούμενος, “qui se voit voir”, όπως ο κ. Teste του Βαλερύ.
Δεν είναι παράδοξο, λοιπόν, που με το κείμενό του “Ο κύκλος που δεν κλείνει” ανατέμνει την δεσπόζουσα συλλογική νοοτροπία της μεταπολίτευσης.  Η λέξη νοοτροπία είναι φυσικά πιο βολική. Ο Lucien Febvre, μέσα στον έξοχο Ραμπελαί του, προτιμούσε να κάνει λόγο για διανοητικό εξοπλισμό. Ο σπουδαίος ιστορικός Αλφόνς Ντυπρόν προτιμά τον όρο ψυχισμός. Παρ’ όλους τους πεπερασμένους πια γλωσσικούς δισταγμούς, η ουσία για το κείμενο είναι μία: ήταν τέτοιες οι πολιτικές/οικονομικές/κοινωνικές/πολιτισμικές στρεβλώσεις, ώστε γέννησαν ένα επικαθήμενο ίζημα: αυτήν την αδιατύπωτη και συχνά άρρητη επιταγή που πηγάζει από το συλλογικό ασυνείδητο. Κι οι νοοτροπίες αυτές είναι πολύ ανθεκτικές στην φθορά του χρόνου. Το κείμενο, ως εκ τούτου, είναι ανατριχιαστικά επίκαιρο όσον αφορά τις φονικές πυρκαγιές της Αττικής. Απαντά όχι μόνον στο προφανές “Τίς πταίει;” αλλά και στο εσώτερο: “Τί πταίει;”

Είναι εκπληκτικό το ότι ο Αδαμόπουλος εισάγει για την “Μεταπολίτευση” έναν τελείως διαφορετικό προβληματισμό· την ταύτιση πολιτισμού και κοινωνίας  (μ’ όλες τις επικυρίαρχες δομές του αλλά και το ισόγειό του. Κι ας μην λησμονούμε ότι το “ισόγειο” ενός πολιτισμού δείχνει συχνά και το πραγματικό του πρόσωπο.), για να ερμηνεύσει το γεγονός ότι η ελληνική πολιτική σκηνή αντιστοιχεί σε μιαν ιδιότυπη, αρχαϊκή, μοχθηρά ισοκρατική στην εκφυλιστική αλληλεπίδραση των ομάδων της, κ ο υ λ τ ο ύ ρ α. Στις κουλτούρες αντιστοιχούν κοινωνίες που δεν παράγουν πολλή αταξία -στη φυσική λέγεται εντροπία- και που έχουν την τάση να μην απομακρύνονται καθόλου από την αρχική τους κατάσταση, πράγμα που εξηγεί και την εντύπωση που μας δίνουν ότι δεν έχουν ούτε ιστορία ούτε πρόοδο -ο αέναα ατελεύτητος πολιτικός κύκλος. Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος με το πολιτικό του κείμενο “Ο κύκλος που δεν κλείνει” απογυμνώνει το υβριδικό, νεοελληνικό, μεταπολιτευτικό πολιτικό μόρφωμα από κάθε ιστορικό εξωτισμό. “Δεν υπάρχουν στον κόσμο υποκείμενα που να έχουν τόσο μεγάλη ανάγκη από ένα γερό ξύλο, γιατί είναι κλέφτες, σκορποχέρηδες κι απατεώνες” διατεινόταν κάποιος παλιός αστός της Σεβίλλης, έχοντας ασφαλώς υπόψη του τους ατέλειωτους καβγάδες που προκαλούσαν στις πύλες της πόλης ή και στην ίδια την αγορά, οι χωριάτες που πουλούσαν ζώα, κρέας ή δέρματα, ταγγισμένο βούτυρο, μικροσκοπικά φοινικόδεντρα, χόρτα, μπιζέλια. Εμείς, οι νεοέλληνες,  δεν υπήρξαμε βέβαια οι εξωτικοί “πολιορκητές” της Σεβίλλης, αλλά ένα ενθυλακωμένο, υβριδικό από τις παμπάλαιες εκτραχύνσεις κι αλλοιώσεις του, κράτος στις δυτικές ευρωπαϊκές κοινωνίες, σ’ αυτές που επέτυχαν να δημιουργήσουν στους κόλπους τους ανισότητες, τις οποίες χρησιμοποιούν για να παράγουν ταυτόχρονα πολύ περισσότερη τάξη, αλλά και πολύ περισσότερη αταξία, πολύ περισσότερη εντροπία, ακόμη και σε ό,τι αφορά τις ανθρώπινες σχέσεις. Έξοχα!

Όλο το κείμενο -λιτό, γυμνό από λογοτεχνισμούς, ελιγμούς, αποσιωπήσεις, συνεκτικό, διαυγές- είναι ένα χτύπημα direct στον μεταπολιτευτικό μας μύθο. Είναι εκπληκτικό ότι συνέχει τις κορυφώσεις των 40 τελευταίων χρόνων κι είναι σαν να κυλούν τα γεγονότα με την ευλυγισία του υδράργυρου, εισχωρώντας το ένα στο άλλο. Μία καίρια, σφιχτή ιστορική επιτομή, που δεν πλατυάζει, δεν γίνεται ιστορικισμός, παρ' όλο που ανατέμνει βαθιά την ιστορία.
Το εξέχον: ο συγγραφέας είναι αστικής καταγωγής και αστικής πολιτικής κουλτούρας. Κάποιοι που το γνωρίζουν αυτό, ίσως αναρωτηθούν: πώς το έγραψε αυτό; Θα αναφερθώ στο εξής, παρ' όλο που οι παραλληλίες δεν γίνεται να είναι πάντα ακριβείς: Ο Ένγκελς, σ’ ένα γράμμα του προς την Μάργκαρετ Χάρκνες, σχολιάζει για τον Μπαλζάκ: Ο Μπαλζάκ πολιτικά ήταν αριστοκράτης· το μεγάλο έργο του είναι μια διαρκής ελεγεία για την αναπότρεπτη παρακμή της καλής κοινωνίας· όλες οι συμπάθειές του είναι με το μέρος της τάξης που είναι καταδικασμένη σε εξαφάνιση. Όμως, παρ’ όλα αυτά, η σάτιρά του δεν είναι ποτέ πιο καυστική, η ειρωνεία του ποτέ πιο πικρή, από τις στιγμές εκείνες που φέρνει στη ζωή αυτούς ακριβώς τους άνδρες και τις γυναίκες με τους οποίους συμπάσχει βαθύτατα -τους ευγενείς. Και οι μόνοι άνθρωποι για τους οποίους μιλάει πάντα με ανυπόκριτο θαυμασμό, είναι οι πιο σκληροί πολιτικοί του αντίπαλοι...Ότι ο Μπαλζάκ ήταν αναγκασμένος να βαδίσει εναντίον των δικών του ταξικών συμπαθειών και πολιτικών προκαταλήψεων, ότι είδε την αναγκαιότητα της πτώσης των αγαπημένων του αστών...και ότι είδε τους πραγματικούς ανθρώπους του μέλλοντος μόνο εκεί όπου, στην συγκεκριμένη χρονική στιγμή, μπορούσαν να βρεθούν -αυτό το θεωρώ έναν από τους μεγαλύτερους θριάμβους του Ρεαλισμού”.

Θέλω στο σημείο αυτό να σχολιάσω κάποια αποσπάσματα του κειμένου που προκαλούν -θετικά κατά την άποψή μου:
1.“...χωρίς να ξέρουμε πώς και τι, την επομένη ξεχυθήκαμε όλοι στους δρόμους βαστώντας στα χέρια κεριά αναμμένα, πανηγυρίζοντας τρελά για τη χούντα που έπεσε (την ίδια στιγμή που έπεφτε και η Κύπρος βέβαια). Βγάλαμε το γύψο απ’ το σπασμένο χέρι και χαιρόμασταν που μας είχαν πριονίσει το ένα πόδι”:  Ένα λαμπρό, αιωρούμενο στεφάνι πάνω απ’ τη νύχτα της Αθήνας, στεφάνι από μεθυσμένα και πυρπολημένα σώματα που σηκώνονταν πάνω απ’ την πόλη, κι ο ίδιος ο συγγραφέας ήξερε, ήξερε μες την καρδιά του που πονούσε, πως αυτά πετούν σαν πουλιά και αυτός πέφτει σαν πέτρα, πως αυτά έχουν φτερά κι αυτός έμεινε πια χωρίς φτερά για πάντα.
2. “Κανείς, μα κανείς, δεν είπε -αδέλφια ζείτε· εσείς μας οδηγείτε;- πως με τη ζωή δεν παίζουν. Και μ’ όσες φόλες κι αν ταΐσεις το σκύλο της ΕΣΑ, δε γαυγίζεις εσύ δυνατότερα για να σε φοβηθούν οι άλλοι· εκτός κι αν μπλοφάρεις. Άλλωστε ‘η Κύπρος είναι μακράν’· τυλιγμένη σ’ ένα φάκελο που δε θ’ ανοίξει ποτέ”: Πολύ λεπτής, πολιτικής ειρωνείας σχόλιο για την κοντόφθαλμη, συστημική μέχρι το μεδούλι της, λούμπεν-μικροαστική Αριστερά. Αλλά πώς θίγει επί πλέον και το ιερό τοτέμ του ελλαδικού αστισμού που εκστόμισε το “Η Κύπρος είναι μακράν”!
3. “Χρόνια πολλά, δυο θεατρώνες, κινούσαν τα νήματα του ίδιου θιάσου, σκηνοθετώντας το έργο που άλλοι έγραφαν”: ανήκουστο και ανευλαβές για τα δύο ιερά μας τοτέμ!...και πολύ πυκνό σε εκρηκτική πολιτική ύλη.
4. “Ο κύκλος δεν έκλεισε. Τόσα χρόνια δε λέει να κλείσει. Έγινε απλώς φαύλος κύκλος· φαυλότατος, που ανακυκλώνεται, φαιδρά, θλιβερά, προκλητικά. Φυσικά και δεν πρόκειται να κλείσει.” : γραμμένο από τον Αλέξανδρο Αδαμόπουλο με βαθιά αίσθηση της ανακυκλούμενης ελληνικής ιστορικότητας. Κι οι κύκλοι πάνε πιο βαθιά και πίσω στην ιστορία: το 2013 που δημοσιεύτηκε πάλι το κείμενο, η τρόικα, για την εκχώρηση της επόμενης δόσης, είχε θέσει ως προαπαιτούμενο το “λουκέτο” στον Ο.Σ.Ε. Λοιπόν! Θυμάται κανείς ότι το μεγάλο εκσυγχρονιστικό εγχείρημα του Χ. Τρικούπη θεωρούνταν οι σιδηροδρομικές εκμεταλλεύσεις. Που είχαν πάντα έλλειμμα, όχι μόνο γιατί οι σιδηρόδρομοι είναι συνήθως παθητικοί σ’ όλο τον κόσμο, αλλά κυρίως γιατί υπήρχαν οι (πάντα!)ειδικές ελληνικές συνθήκες: ένας ακόμη μικρός ελληνικός μύθος, ο μύθος των ελληνικών σιδηροδρόμων αποπνέει μια ιδιαίτερη ειρωνεία. Η πρώτη φάση της κατασκευής τους ξεκίνησε σχεδόν σαν αντίδραση ενοχής που η χώρα είχε τόσο πολύ αργήσει να προσχωρήσει στη νέα θρησκεία κι από τότε προβάλλεται σαν αναμφίβολο σημάδι της ελληνικής μετάβασης σ’ ένα είδος καπιταλισμού. Από πολλές απόψεις, η χρησιμότητά τους για μια διαδικασία μετάβασης ήταν αμφισβητήσιμη, αν όχι τελείως αρνητική. Το ολικό μήκος γραμμών δείχνει ότι η ένεση (τι σκονισμένη, τι κουρελιασμένη λέξη!) επενδύσεων δεν ήταν αρκετή για να δημιουργήσει συνθήκες οικονομικής απογείωσης. Αλλά και μεγαλύτερες να ήσαν οι επενδύσεις, πάλι θα ήταν εντελώς άχρηστες. Η κατασκευή σιδηροδρόμων δεν μπορούσε να παίξει τονωτικό ρόλο για ανύπαρκτους βιομηχανικούς κατασκευαστές δικτύου και τροχαίου υλικού ούτε ήταν αρκετά ισχυρό κίνητρο για να δημιουργηθούν τέτοιες βιομηχανίες σε μια χώρα που δεν είχε σίδερο και κάρβουνο. Είναι χαρακτηριστική η αντίθεση με άλλες χώρες, όπου η κατασκευή σιδηροδρόμων λειτούργησε σαν καίριος παράγοντας του καπιταλιστικού μετασχηματισμού περισσότερο με τις παρενέργειές της στην εκβιομηχάνιση παρά με την ωφέλειά της για τις μεταφορές. Έτσι η “ηρωική” εποχή των σιδηροδρόμων στα 1880, απλώς συντέλεσε σε μια βαρύτατη αύξηση της ξένης οικονομικής κυριαρχίας με μέσο το δημόσιο χρέος και, τέλος, στην πτώχευση του 1893. (είναι αξιομνημόνευτο ότι οι ξύλινες τραβέρσες που μπαίνουν ανάμεσα στις σιδηροτροχιές εισάγονταν όλες από το εξωτερικό, παρά την προφανή δυνατότητα που υπήρχε να κατασκευαστούν στην Ελλάδα.).
5. “Εκτός κι αν· αν αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι πρώτα. Αν βγάλουμε ουρά. Αν κάποιοι βγάλουν κέρατα, λειρί, φτερά· τέτοια πράματα, απλά. Αν ψηλαφίσουμε λίγο, αν αναλύσουμε τι ακριβώς δεν πάει καλά”: Ο ανδρισμός, ο οριστικός δηλαδή αποχαιρετισμός κάθε ελπίδας και φόβου, είναι η ηθική του μηδενισμού ² -πικρού, κυνικού, ατέρμονα στοχαστικού, περήφανου.
6. Εξαιρετικός ο ποιητικός επίλογος· transtextuality, κάπως σαν “εμφανής διακειμενικότητα”, σε περιπτώσεις που υπάρχει ένας άμεσος ή συγκεκριμένος δεσμός ανάμεσα σε δύο κείμενα, όπου η επίδραση και η αναφορά είναι εκτεταμένες και διάχυτες.
Ένας απόηχος του “Ύμνου εις την Ελευθερία”...

Ο Αδαμόπουλος έχει γράψει το μοιρολατρικό laissez - aller μιας αποικίας που είμαστε.
Κι όμως· υπάρχει πίσω απ’ τις λέξεις του μια ορμή για μιαν επανάσταση του νου, μιαν επανάσταση του πόνου, μιαν επανάσταση του ενστίχτου.

Δήμητρα Ρούσσου
Φιλόλογος







______________________________



¹ Kritik der Urteilskraft, K. Kehrbach,Leipzig-Reclam, σελ. 62. Joh. Volkelt System der Aesthetik τόμ. III (München 1914) σελ. 441-450.

² Παναγιώτη Κονδύλη, Στοχασμοί και αποφθέγματα, Πρώτη δημοσίευση: περ. ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τχ. 1717, Νοέμβριος 1999.




 

 

 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ

 

Ο κύκλος που δεν κλείνει

(Στο συλλογικό ‘Για μια επέτειο’)

εκδόσεις Ίκαρος, 2013 

 

 

 


«20 Ιουλίου 1974.
Σήμερα ενηλικιώνομαι.
Εισβολή στην Κύπρο.
Γενική επιστράτευση.»

Τότε άρχισε το πάρτι.
Πάνε πια πάνω από σαράντα χρόνια από τότε που, μόλις μας τηλεφώνησαν -στις 23- τη λύση απ’ έξω κι όλα είχαν συμφωνηθεί· χωρίς να ξέρουμε πώς και τι, την επομένη ξεχυθήκαμε όλοι στους δρόμους βαστώντας στα χέρια κεριά αναμμένα, πανηγυρίζοντας τρελά για τη χούντα που έπεσε (την ίδια στιγμή που έπεφτε και η Κύπρος βέβαια). Βγάλαμε το γύψο απ’ το σπασμένο χέρι και χαιρόμασταν που μας είχαν πριονίσει το ένα πόδι.
Και κανείς στο πάρτι, δε σκέφτηκε πως είχαμε πόλεμο. 


Γιατί κανείς απ’ αυτούς που έπρεπε να το πουν, δεν το είπε.
Κανείς, μα κανείς, δεν είπε -αδέλφια ζείτε· εσείς μας οδηγείτε;- πως με τη ζωή δεν παίζουν. Και μ’ όσες φόλες κι αν ταΐσεις το σκύλο της ΕΣΑ, δε γαυγίζεις εσύ δυνατότερα για να σε φοβηθούν οι άλλοι· εκτός κι αν μπλοφάρεις. Άλλωστε η Κύπρος είναι μακράν· τυλιγμένη σ’ ένα φάκελο που δε θ’ ανοίξει ποτέ.

Κι όλοι στο πάρτι μιλούσαν για ένα καινούργιο ξεκίνημα, για έναν καινούργιο κύκλο που άνοιγε τώρα, λες και η χώρα γεννήθηκε τις μέρες εκείνες: Όλα απ’ την αρχή, λέει, απ’ το μηδέν όλα. Σύμφωνοι· μα αφού είχαμε χάσει στον πόλεμο, εμείς γιατί χορεύαμε; Τι σόι ξεκίνημα ήταν αυτό; Να θες να τ’ αλλάξεις όλα και να μην τολμάς να πεις ούτε μιαν αλήθεια; Κι όμως όλα ωραία και καλά στο πάρτι: Ο κύκλος με την κιμωλία της μεταπολίτευσης.

Ένας καινούργιος κύκλος, που άλεσε κιόλας δυο γενιές σχεδόν στο πέρασμά του. Κι ενώ μοίραζε ψεύτικες υποσχέσεις με τη σέσουλα κι έλεγε αυτάρεσκα πως όλα θα ξεκινούσαν απ’ την αρχή, δεν άφησε τελικά να ξεκινήσει τίποτε σωστά και τίποτ’ αληθινά καινούργιο δεν είχε, στην ίδια σημαδεμένη τράπουλα· πέρ’ από εξυπνότερα μασκαρεμένα ψέματα. Και το χειρότερο· αλήθειες σαν ψέματα, ψέματα σαν αλήθειες.

Εμείς ωστόσο αλαλάζαμε ευτυχείς, χορεύοντας ανέμελα πάνω στ’ αποκαΐδια απ’ τις φωτιές που μας έκαιγαν.

Κι αν κάποιος έβλεπε πως τα πράματα δεν είν’ έτσι ακριβώς και τολμούσε να ψελλίσει πως κάτι δεν πάει καλά· πως δεν είναι δημοκρατία αυτό το πράμα, η αλλαγή δε γίνετ’ έτσι, χωρίς παιδεία, τον χλεύαζαν και του κόλλαγαν ετικέτες διάφορες, πριν τον διώξουν απ’ το πάρτι.



Χρόνια πολλά, δυο θεατρώνες, κινούσαν τα νήματα του ίδιου θιάσου, σκηνοθετώντας το έργο που άλλοι έγραφαν. Συντηρώντας ευλαβικά τη νοοτροπία της χούντας και γαλουχώντας νέα φυντάνια μ’ αυτές ακριβώς τις αξίες· μ’ αυτή τη λειψή παιδεία και προπαντός με την ίδια φρικαλέα αισθητική.

 Είναι απλό· όσο γκρεμίζεις από πάνω προς τα κάτω κι όσο χαμηλώνεις τον πήχη, κάποια στιγμή το ισόγειο μπορεί να φανεί κορυφή και τα μηδενικά μπορεί να μοιάζουν με φωστήρες.

Έφυγε απ’ τη σκηνή ο ένας και πολλοί βιάστηκαν να πουν πως κλείνει ο κύκλος. Ήρθε στη σκηνή ο άλλος και να ’σου τώρα -εδώ και τώρα- ένας καινούργιος κύκλος. Κοινωνικοποιημένος, αναδομημένος, τίγκα στο ψέμα· κι από δανεικά για το πάρτι, άλλο τίποτα. Και για το λογαριασμό, ούτε κουβέντα· είν’ εκεί και περιμένει. Ας περιμένει· ποιος ζει ποιος πεθαίνει.

Νέα πάλι διαδοχή, παλαιοί λογαριασμοί, αρρώστιες, δίκες, σκάνδαλα, δαχτυλίδια, διαπλοκές, άλλες εποχές· άλλες λέει εκδοχές. Ένας κύκλος πάλι κλείνει, κάποιος άλλος ανοίγει, μα το κάρο δεν τραβάει. Και σιγά μη θέλει κανείς να γυρίσει πίσω, στην έρημη γη. Γιατί να οργώσεις και τι να σπείρεις, πώς να ποτίσεις, τι να θερίσεις· υπάρχουνε πλέον οι επιδοτήσεις…

Και κάθε φορά, πολύ σοβαρά, οι βαφτισμένοι ‘ειδικοί, αναλυτές’, καταπίνουν την καμήλα και βλέπουν πάλι τον κύκλο να κλείνει και ν’ ανοίγει ένα καινούργιο κεφάλαιο. Εκσυγχρονισμός, Ίμια, χρηματιστήρια τίμια. Όλα έρχονται κι όλα παρέρχονται κι εμείς συνέχεια σημειωτόν στο ίδιο πάντα επίβουλο τέλμα· ξανά ξαναβλέποντας  πάλι τις ίδιες ταινίες του ’50-60.

Όλα όμως βαφτίζονται πράγματα καινούργια, προοδευτικά· επιτυχίες μεγάλες, κατακτήσεις δημοκρατικές, που κάποια στιγμή θα την πάρουνε τη χώρα επιτέλους στα φτερά τους, θα την  απογειώσουνε με κύκλους Ολυμπιακούς και θα την κάνουν να πετάξει στους εφτά ουρανούς. Κι όμως, ούτε αυτό· η δάδα έσβησε.

Ήρθαν στα πράματα νεώτεροι. Να ’σου πάλι οι έγκριτοι αναλυτές, οι διυλίζοντες τον κύκλον που υποτίθεται πως κλείνει πια, οριστικά και δια παντός.
Καμιά σημασία που τα ονόματα είναι τα ίδια ακριβώς. Φαίνεται πως πρόκειται για απλή σύμπτωση· αν δεν είναι μια κακόγουστη φάρσα.
Καμιά σημασία βέβαια, που στη χώρα τίποτα δε στέκει όρθιο και δεν παράγεται τίποτα, εκτός από χιλιάδες νόμους που δεν εφαρμόζονται ποτέ.
Καμιά σημασία που δε θα ’χουμε το δικαίωμα, λέει, να φτιάχνουμε ‘Μακεδονικό’ χαλβά. Και τι έγινε· στο κάτω κάτω έχουμε -ακόμα- και τον χαλβά Φαρσάλων.
Καμιά σημασία που τρώμε χαστούκια από παντού· οι άλλοι φταίνε πάντα, για όλα. Όσο για το Αιγαίο· αυτό ανήκει στα ψάρια του…

Ο κύκλος δεν έκλεισε. Τόσα χρόνια δε λέει να κλείσει. Έγινε απλώς φαύλος κύκλος· φαυλότατος, που ανακυκλώνεται, φαιδρά, θλιβερά, προκλητικά. Φυσικά και δεν πρόκειται να κλείσει. Δεν πρόκειται να κλείσει αν δεν ολοκληρώσουν την πορεία τους αυτοί που τον άνοιξαν. Όσο να διαλυθεί ολότελα η χώρα -αυτό που τέλος πάντων ξέρουμε σα χώρα· ο εθνικός μας μύθος…

Εκτός κι αν· αν αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι πρώτα. Αν βγάλουμε ουρά. Αν κάποιοι βγάλουν κέρατα, λειρί, φτερά· τέτοια πράματα, απλά. Αν ψηλαφίσουμε λίγο, αν αναλύσουμε τι ακριβώς δεν πάει καλά. Αν κοιταχτούμε στα μάτια μ’ έναν καθρέφτη και τον ακούσουμε μια φορά τι μας λέει:

   
Έμοιαζαν με ηλιαχτίδες
σε μια κόλλα αναφοράς
ό,τι άκουσες κι όσα είδες:
Ψέματα της συμφοράς!
Μπιχλιμπίδια κι αλυσίδες
μέσ’ στη γύμνια να φοράς.

Ματωμένες καραμέλες
κι όλα τα ναρκωτικά.
Ξεσκισμένες φουστανέλες
σημαιάκια πλαστικά.

Γκρέμισες πολλά· μα πώς να χτίσεις
έτσι μόνος, δίχως λύσεις
πάνω σε σαθρά θεμέλια;
Μόνο  ύποπτα ευαγγέλια
που χαϊδεύουνε  τ’ αυτιά.

Λόγια κούφια του αέρα
που σου πήραν το μυαλό.
Σ’ έριξαν πάνω στην ξέρα
κι εσύ βρίζεις το γιαλό.

Σου ’μαθαν καλά τον τρόπο·
άνομα και δίχως κόπο
-τι χυδαία ιδανικά-
να ’σαι ωραίος  έτσι χύμα
αραχτός δίπλα στο κύμα
και να ζεις με δανεικά

Να ξεφύγεις θέλεις τώρα κι αρμενίζεις νοερά
‘Βάστα!’ σου φωνάζουνε· ‘ Βάστα γερά!’
Πώς; Μπάζει από παντού νερά.
Κοίτα γύρω σου· όλα σάπια
κι έκανες πάντα την πάπια…
Κλάψε τώρα· κλάψε γοερά!


*   *   *









Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1953. Σπούδασε νομικά, σκηνοθεσία, κλασική κιθάρα στην Αθήνα και Sociologie Politique στο Παρίσι· ασχολήθηκε όμως με τη Λογοτεχνία, τη μετάφραση, το Θέατρο και τη διοίκηση πολιτιστικών φορέων.   
                                                                  
Υπήρξε ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος (1984-1995) της ‘Εταιρείας Φίλων Μουσικής Γιάννη Χρήστου’ (‘The Jani Christou Society’) με σκοπό τη διάσωση και διάδοση του έργου του συνθέτη. (Μέλη: Κ. Κούν, Μ. Χατζηδάκις, Γ. Τσαρούχης, Δ. Χόρν, K.Friar, Ι. Καμπανέλλης, Γ. Λεωτσάκος, Θ. Μικρούτσικος, Μ. Κακογιάννης, Γ. Μαυροΐδης Α. Ξύδης, Π. Ζάννας, Ντ. Τσάτσου, Δ. Πιερίδης, Θ. Αντωνίου,  Chloé Obolensky  κ.α).

Εργάστηκε στο Μουσείο Ελληνικών Μουσικών Λαϊκών Οργάνων από το 1991 μέχρι το 2009, ως Γεν. Γραμματέας και ως Πρόεδρος του σωματείου των ‘Φίλων του Μουσείου’. 

Διετέλεσε Γενικός Γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου (1992-’94)

Συνεργάστηκε με την Ε.Ρ.Τ, το Γ΄ πρόγραμμα, το Θέατρο Τέχνης, το Κ.Θ.Β.Ε, τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Βόλου, Β. Αιγαίου και Ιωαννίνων, το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, το χοροθέατρο ‘Ροές’, το Φεστιβάλ Αθηνών, τα Υπουργεία Πολιτισμού και Παιδείας, το Μέγαρο Μουσικής, το Ε.ΚΕ.ΒΙ, καθώς και Künstlerhaus Bethanien Berlin, Warsaw International Festival’91, Norddeutscher Rundfunk Hamburg ’93, National Academy of Letters και Indira Gandhi National Center for the Arts N.Delhi, Franκfurt International Book fair 2001, Istanbul International Book fair 2004, και τέλος το Boğaziçi University Istanbul, όπου και δίδαξε ως visiting Professor στο Western Languages and Literatures Department (2005-6 και 2006-7).

Έχει μεταφράσει τα θεατρικά έργα· ‘Οι Δαιμονισμένοι’ του Αλμπέρ Καμύ (Κ.Θ.Β.Ε 1991), ‘Η πόλη που πρίγκιπάς της ήταν ένα παιδί’ του Ανρί ντε Μοντερλάν (Εθνικό Θέατρο 1993, εκδ. Λιβάνη),‘Δεν παίζουνε με την αγάπη’(εκδ. Εστίας 2003) και ‘Λορενζάτσιο’ του Αλφρέ ντε Μυσσέ, ‘Η Δύναμις του σκότους’ του Λέβ Τολστόι (εκδ. Ροές 2007), ‘Μισό ποτήρι νερό’ του Ταρίκ Γκιουνερσέλ, ‘Μονομαχία γυναικών’ του Ευγένιου Σκρίμπ (Θέατρο ‘Διάχρονο’ 2011), το μυθιστόρημα ‘Ο θείος Όσβαλντ’ του Ρόαλντ Νταλ (εκδ. Άγρα 2004) και την Πνευματική Διαθήκη του Αυγούστου Ροντέν (εκδ. Άγρα 2005).

Άλλα έργα:

‘Δώδεκα και ένα ψέματα’, διηγήματα  (εκδόσεις Ίκαρος 1991, 2η έκδοση· Άγρα 2009). Κυκλοφόρησε δύο φορές στην Ινδία, μεταφρασμένο στα Αγγλικά (“Twelve and one lies” National Academy of Letters N.Delhi 1998 και Samkaleen Prakashan. Editors N.Delhi 1999). Μεταφράστηκε και εκδόθηκε στα τουρκικά (“On Iki arti Bir Yalan”, Imge kitabevi yayinlari, Anakara 2000), στα γερμανικά (“Zwölf und eine Lüge”, Elfenbein-Heidelberg, 2001) και στα γαλλικά (“Douze et un mensonges”, Alteredit-Paris, 2005). Ήδη ετοιμάζεται και η ιταλική μετάφραση.  Η θεατρική προσαρμογή του ‘Δώδεκα και ένα ψέματα’ έχει μεταφραστεί στα Αγγλικά.
‘Ψέματα πάλι’, διηγήματα (εκδόσεις Άγρα 1999.). Μεταφράστηκε στα Αγγλικά. Γερμανική έκδοση: “Noch mehr LügenElfenbein Verlag, Berlin 2016. Το διήγημα ‘Άννα’ μεταφράστηκε στα Γαλλικά, από την Μαργαρίτα Καραπάνου. Το διήγημα ‘Οι καινούριοι Άγιοι’ μεταφράστηκε στα Τουρκικά ( “Yeni Azizler”, Imge Oyükuler, Istanbul 2005)
‘Ο Σιμιγδαλένιος’, θέατρο - ποίηση (12η έκδοση, Εστία 1994). Εθνικό Θέατρο 2015-2016. Τουρκική μετάφραση· (“Irmikoğlan” Albatros kitabevi Yayinlari, Istanbul 2005). Πρεμιέρα στο Κρατικό Θέατρο Sehir Tyatrolari, Istanbul, Απρίλιος 2012. Ετοιμάζεται η γερμανική έκδοση (“Der Lebkuchenmann”)
‘Αυτό’, διήγημα (στο συλλογικό ‘Χάριν παιδιάς’, εκδόσεις Ίκαρος 2001)× αγγλική μετάφραση ‘That’
‘Οι Δαιμονισμένοι’, λιμπρέτο για όπερα, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι. Συμπαραγωγή του British Council και της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, παίχτηκε σε παγκόσμια πρεμιέρα από την Ε.Λ.Σ. στην Αθήνα τον Απρίλιο του 2001.
‘The mask in the Classical Hellenic Theatre’ (συμμετοχή στο διεθνές σεμινάριο ‘Mind man and mask’ που έγινε στο Indira Gandhi National Center for the Arts). Έκδοση Aryan books international-N. Delhi 2000. 
‘The Spiceman’, θέατρο - ποίηση. Έμμετρη αγγλική version βασισμένη στον ‘Σιμιγδαλένιο’ (εκδόσεις Ithaka, Μελβούρνη, Αυστραλία 2004.) Πρώτη παρουσίαση· Wesley College, Melbourne, Αυγ. 2011.
‘Το τσιγάρο και η γιόγκα’, Ηθιστόρημα (εκδόσεις Άγρα 2008)
‘Ίναχος, ο γιος του Ωκεανού’, χοροθέατρο για παιδιά (Σητεία 2010, 2η έκδοση Κάκτος 2017)
‘Οχιναιλέγοντας’, θέατρο - ποίηση  (εκδόσεις Ίκαρος 2011)
‘Noyessaying’, θέατρο - ποίηση. Έμμετρη αγγλική version βασισμένη στο ‘οχιναιλέγοντας’, 2013.
‘Ο κύκλος που δεν κλείνει’, πολιτικό αφήγημα (στο συλλογικό ‘Για μια επέτειο’, εκδόσεις Ίκαρος 2013)  
‘Ο Μ. Χατζιδάκις για τον Γ. Χρήστου’ βιογραφική συμβολή (Metrogreece 1/7/2104, Bookpress 7/2014)
‘Το σεντούκι του παππού μου’ μικρό πολιτικό δοκίμιο (Metrogreece 2/10/2014, Stahtes 17/11/2014)
‘Ο επιτάφιος και ο επί πόλεως θρήνος’ πολιτικό πασχαλιάτικο δοκίμιο (Metrogreece 8/4/2015)
 Hayirevet DiyerekΤουρκική μετάφραση του ‘οχιναιλέγοντας’ (Bencekitap, Ankara, 12/2015)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου