Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2018

Ινδικοπλεύστης μαρτυρίες, παρεκβάσεις Γιώργος Βέης εκδόσεις Κέδρος η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractalhttp://fractalart.gr/indikoplefstis/


Ινδικοπλεύστης

μαρτυρίες, παρεκβάσεις

Γιώργος Βέης

εκδόσεις Κέδρος
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractalhttp://fractalart.gr/indikoplefstis/




μια ερμηνεία του κόσμου

«Ο προορισμός μας δεν είναι ποτέ ένας τόπος, αλλά μάλλον ένας νέος τρόπος να βλέπουμε τα πράγματα»

(Χένρι Μίλερ, Big Sur and the Oranges of Hieronymus Bosch)



 Καθόλου τυχαία η παραπάνω μνεία προλογίζει εύστοχα ένα από τα κεφάλαια του Ινδικοπλεύστη  (αυτό που τιτλοφορείται Κομμένοι στα δύο) και αναφέρεται στους ποικίλους σταθμούς των ταξιδιών. Θεωρώ πως κάλλιστα τα λόγια του Μίλερ θα προλόγιζαν ως προμετωπίδα ολόκληρο το νέο βιβλίο του Γιώργου Βέη. Ο ίδιος προτίμησε τον άλλο ταξιδευτή, τον Ηρόδοτο, για να δώσει το στίγμα της δικής του ταξιδιωτικής/συγγραφικής πορείας:

«προβήσομαι ἐς τὸ πρόσω τοῦ λόγου, ὁμοίως σμικρὰ καὶ μεγάλα ἂστεα ἀνθρώπων ἐπεξιών»

(Ηρόδοτος, Ιστοριών πρώτη επιγραφομένη Κλειώ, Ι.5.4.)



Ο αρχαίος ταξιδιώτης/ιστορικός έχει πλήρη συνείδηση του ρήματος που χρησιμοποιεί (ἐπεξέρχομαι=εξετάζω με ακρίβεια) προκειμένου να μιλήσει με όμοιο και ακριβή τρόπο για τους  τόπους που επισκέπτεται (μικρούς και μεγάλους), ακριβώς γιατί για τον επισκέπτη ενός τόπου μετρούν αλλιώς τα μεγέθη· η σπουδαιότητα έχει άλλη βαρύτητα στα μάτια του παρατηρητή και οπωσδήποτε άλλα κριτήρια. Η ιδιότητα του παρατηρητή προέχει. Η παρατήρηση ως πρώτη συνθήκη, απαραίτητη, προκειμένου να ακολουθήσει η εντύπωση, η εμβάθυνση, η ενσωμάτωση (μακάρι αυτή) και τέλος (εάν και εφόσον) η καταγραφή του όλου.

Ως παρατηρητής καταλαβαίνω καλύτερα αυτό το οποίο μου έχει αφειδώς προσφερθεί μόνο όταν το ξαναθυμηθώ σχεδόν ακέραιο, εννοείται ανυποχώρητα ειλικρινές, καθώς αναδεικνύεται μέσα από τα σπλάχνα του αναδημιουργού νου.



Ο πολύπειρος στα ταξίδια και στις γραφές Γιώργος Βέης αντιλαμβάνεται τους τόπους, τα τοπία, τα πράγματα ως αφορμές για να διεισδύσει στο εσωτερικό τους, να βρει την ψυχή τους και αναπόφευκτα (ίσως γιατί όλα δένουν μεταξύ τους και επικοινωνούν μυστικά) να βρει κάπου εκεί και τη δική του ψυχή. Η ερμηνεία του κόσμου που τον περιβάλλει ανοίγει ένα δρόμο περισσότερο προσωπικό, που οδηγεί με τη σειρά του στις πιο ενδόμυχες σκέψεις, τις οποίες επιθυμεί να μοιραστεί με τον αναγνώστη του. Εδώ, νομίζω, εντοπίζεται και η ιδιαιτερότητα των κειμένων του Βέη, τόσο διαφορετικών από τα υπόλοιπα πολυπληθή ταξιδιωτικά που φιλοδοξούν να μας μεταφέρουν εμπειρίες από τους αλλότριους τόπους. Διαβάζοντας τον Ινδικοπλεύστη νιώθω πως αυτό που μεταφέρεται στον αναγνώστη δεν είναι οι πληροφορίες για τον μακρινό τόπο που ο συγγραφέας/διανοητής επισκέφθηκε (αυτές βέβαια δεν λείπουν) αλλά ένας διαφορετικός τρόπος να «διαβάσουμε» τον κόσμο και -δυνάμει φυσικά- να τον ερμηνεύσουμε.
Ξαναδιαβάζω του υπότιτλο του βιβλίου: μαρτυρίες, παρεκβάσεις, και ο συνειρμός πάλι λειτουργεί με τον «ηροδότειο» τρόπο παρατήρησης του περιβάλλοντος χώρου. Οι περίφημες Παρεκβάσεις του ιστορικού/πατέρα της ιστορίας εμπλούτιζαν το κείμενο των ιστορικών γεγονότων με τα θρυλούμενα και τα διασωθέντα προφορικά, με τις παραδεδομένες αφηγήσεις που συμπλήρωναν μαγικά τα ιστορούμενα και μας έκαναν να αμφιβάλλουμε για τον πραγματικό «τόπο» της αλήθειας – άραγε αυτός βρισκόταν στην τεκμηρίωση των γεγονότων (όσο φυσικά γινόταν με τα μέσα του αρχαίου ιστορικού) ή στις αποθησαυρισμένες εμπειρίες μέσα στις προφορικές παραδόσεις;
Στον Ινδικοπλεύστη του Βέη οι παρεκβάσεις -περισσότερο απαιτητικές στην κατανόησή τους και ευρύτερες στις νοηματικές προεκτάσεις τους- αφορούν στοχασμούς του συγγραφέα, συνειρμικές συνδέσεις με πρόσωπα, με γραφές, με ξένες εντυπώσεις πάνω στους ίδιους χώρους. Επεκτείνονται φιλοσοφικά σε ένα ευμέγεθες πλαίσιο αναφορών από τη θρησκεία ως την πολιτική για να εκβάλουν απρόσμενα και αιφνιδιαστικά στον ποιητικό λόγο, από τον οποίο ποτέ δεν απομακρύνεται ο πολύμορφος συγγραφικά δημιουργός – δοκιμιογράφος, πεζογράφος, κριτικός, ποιητής.
Στο πρόσφατο βιβλίο του (αφιερωμένο στον πατέρα του, τον πρώτο που του μίλησε όπως λέει για τη χώρα του Βούδα και του Μαχάτμα Γκάντι) μας μεταφέρει ως νέος Ινδικοπλεύστης στο αρχιπέλαγος της Ινδονησίας, την Ινδία, την Κίνα, την Ιαπωνία ανατέμνοντας τους τόπους με τον δικό του τρόπο· στην ουσία στοχάζεται με αφορμή αυτούς καταργώντας τον γεωγραφικό προσδιορισμό και τοποθετώντας στο κέντρο του οπτικού του πεδίου τον άνθρωπο. Σε ένα πρώτο επίπεδο είναι ο άνθρωπος, που ως κάτοικος βιώνει τις πολιτισμικές ιδιομορφίες των τόπων. Γρήγορα, όμως, στο προσκήνιο έρχεται η δημιουργική σκέψη του ταξιδευτή/παρατηρητή να οδηγήσει με τους δικούς του συνειρμούς και τις δικές του καταβολές (αναγνωστικές και άλλες) σε ένα εσωτερικό τοπίο πιο πλατύ και πιο γόνιμο. Ο τόπος αρχικά, οι άνθρωποι κατόπιν, ο ένας άνθρωπος μετά, που διανοείται και διατυπώνει. Κι έπειτα όλοι εμείς που διαβάζουμε και κοινωνούμε τον λόγο. Μια σειρά που καλά κρατεί σε όλα τα βιβλία του Βέη. Με αυτόν τον τρόπο διατηρείται η αέναη κίνηση της ψυχής· τίποτα δεν μένει σταθερό, οι αντιλήψεις μεταλλάσσονται, διαφοροποιούνται διατηρώντας τη σκέψη ως ζωντανό οργανισμό και όχι ως απολίθωμα μιας μόνιμης μορφής σκαμμένης μέσα στον χρόνο.

Είμαστε αντικαταστατοί, εύθραυστοι, αναλώσιμοι κι αναλώσιμες. Ως αθύρματα των συγκοινωνιακών οδών, δεν ακριβολογούμε παρά ομολογώντας ροή και αστάθεια.



Ενδιαφέρουσα η ακινησία των αγαλμάτων του Βούδα (μια εσωτερική ακινησία της νιρβάνα), που δηλώνει τη διάθεση για διαφύλαξη της ήρεμης στάσης και απεμπόληση της οποιασδήποτε επιθυμίας για κίνηση και μεταβολή. Σκέφτομαι πώς ένας δυτικός ταξιδευτής, γαλουχημένος με τη διαρκή ανάγκη για μεταβολή των καταστάσεων, μπορεί να συμφιλιωθεί με τη νιρβάνα της ανατολικής φιλοσοφίας. Το πόδι του Βούδα δεν πρόκειται ποτέ να κινηθεί. Το βήμα δεν προτίθεται να πραγματοποιηθεί, θα πει ο Βέης παρατηρώντας τον σκαλισμένο στον βράχο Βούδα Βαϊροτσάνα, και με το ρήμα που χρησιμοποιεί δείχνει την ανυπαρξία της αρχικής πρόθεσης. Το πόδι του επίσης ακίνητου Κούρου της ελληνικής αρχαϊκής εποχής είχε ήδη μέσα του ως άποψη, ως προοπτική και ως τελικό σκοπό την κίνηση. Πώς να συμβιβαστούν οι δύο όψεις του πολιτισμού μέσα στη σκέψη μας, αν δεν έχουμε τη διάθεση να δούμε την ετερότητα ως πλούτο για τη σύζευξη και συνομιλία των διαφορετικών κόσμων και όχι ως εμπόδιο διαλογισμού; Νομίζω πως εδώ εστιάζεται η ξέχωρη πράγματι αξία των «ταξιδιωτικών» βιβλίων του Γιώργου Βέη. Δεν είναι ταξιδιωτικά. Είναι εγχειρίδια φιλοσοφικής σκέψης, μιας σκέψης ανοιχτής στις προκλήσεις και στις εκπλήξεις και τους αιφνιδιασμούς της ανθρώπινης φύσης, που επινοεί μια διαφορετική κάθε φορά οπτική για να βλέπει και να ερμηνεύει τον κόσμο. Γιατί, γνωστό αυτό, ο κόσμος είναι πολυσύνθετος και πάντα έχει την ορμή της αυθεντικής μετάλλαξης μέσα του. 


Και όπως η σκέψη δεν γνωρίζει φραγμούς ούτε και χρειάζεται την αυστηρή δομή για να ελιχθεί και να θαυματουργήσει, έτσι και διαβάζοντας τον Ινδικοπλεύστη πρέπει να συμφιλιωθεί ο αναγνώστης με την ιδέα ότι τα κεφάλαια προκύπτουν με μια δική τους λογική σειράς και διάταξης, πολύ μακριά από μια τυπική δομή βιβλίου και χωρίς την ανάγκη εξωτερικής συνοχής. Αυτό που τα συνέχει κάτω από το ίδιο υπέροχο κατακόκκινο εξώφυλλο είναι η διαρκώς ζωντανή (και με πλείστες αναφορές που καθιστούν το όλο πόνημα κατά κάποιο τρόπο διακειμενικό) σκέψη που βλέπει πίσω και κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων και κάνει τις συνδέσεις. Ο Ινδικοπλεύστης είναι ένα βιβλίο στο οποίο ανατρέχεις. Ίσως όχι για να δεις μέσα από τα μάτια του ταξιδευτή τους ξένους τόπους αλλά για να αναμετρηθεί η σκέψη σου με τις πολλές αφορμές που σου δίνει η γραφή αυτή. Και τότε, όπως επισημαίνεται στο βιβλίο: ο ευαισθητοποιημένος δέκτης θ’ αποκομίσει, θα ιδιοποιηθεί Μορφές. Η έξαρση, η ανύψωση από τη φθορά, ίσως να είναι το νέο του βλέμμα. Τυχερός όποιος το διατηρήσει στο μέλλον της ανίας που, κατά πάσαν πιθανότητα, τον περιμένει στην πύλη της επανόδου στα ίδια. Μπορεί ο συγγραφέας να εννοεί εδώ τον κάθε ταξιδευτή, που έρχεται σε επαφή με τους αλλότριους τόπους, ωστόσο ο αναγνώστης έχει μέσα από τα γραφόμενα κάνει και το δικό του πολύτιμο ταξίδι.

Διώνη Δημητριάδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου