Κυριακή 22 Μαρτίου 2020

"Άι Ογκάουα, Αιρετικά παραμύθια" μετάφραση: Βαγγέλης Αλεξόπουλος και Διώνη Δημητριάδου εκδόσεις Βακχικόν γράφει ο Γιώργος Ρούσκας


"Άι Ογκάουα, Αιρετικά παραμύθια"
μετάφραση: Βαγγέλης Αλεξόπουλος και Διώνη Δημητριάδου 
εκδόσεις Βακχικόν 
γράφει ο Γιώργος Ρούσκας

η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress
https://www.bookpress.gr/kritikes/poiisi/ogkaoua-ai-bakchikon-ta-airetika-paramuthia-rouskas





Αιρετικά; Βλάσφημα; Τολμηρά; Ωμά; Ναι, αν έτσι αποκαλείται η αλήθεια. Παραμύθια; Ναι, αν αλλιώς δεν αντέχεται η αλήθεια. Γιατί {παρά} τον {μύθο}, α-λήθεια ίσταται. Αρκεί να είναι σε διάλογο, να μην παραδοθεί ο ένας στον άλλο, γιατί τότε, κατά την Ογκάουα:

Εκεί που η πραγματικότητα και η μυθοπλασία ξαπλώνουν
η μία πάνω στην άλλη και γαμιούνται μανιασμένα,
όταν η μία παραδίδεται άνευ όρων,
η άλλη πεθαίνει.

Αυτή είναι μία αντιπροσωπευτική πρόγευση του ποιητικού δείπνου που παρατίθεται στο βιβλίο προς τιμήν της Αμερικανίδας ποιήτριας. Οι τίτλοι των ποιητικών της βιβλίων που φιλοξενούνται μαζί με επιλεγμένα ποιήματα στην παρούσα έκδοση-ανθολόγιο κατά χρονολογική σειρά, αντικατοπτρίζουν την απόλυτη ειλικρίνεια της Άι Ογκάουα (1947-2010), η οποία έφυγε πρόωρα από πνευμονία που απέβη μοιραία εξαιτίας καρκίνου του στήθους: Σκληρότητα, Σφαγείο, Αμαρτία, Μοίρα, Απληστία, Ανηθικότητα, Τρόμος, Δεν παραδίνομαι. Τα ποιήματά της; Ποτισμένα με αίμα από όλες τις παραπάνω δράσεις και από μερικές ακόμη: σχέση των φύλων, ναρκωτικά, θρησκεία, σεξ – έρως – θάνατος, κακοποίηση, ρατσισμός, πόνος. Όλα τούτα, βαριές μεταλλικές πλάκες στον ηλεκτρικό κυλινδρόμυλο του σταριού της ζωής. Όποιο ποίημα και να διαβάσεις, θα δεις την καθημερινότητα να ξεκινάει κόκκος, να περνάει από τα κόσκινα των πεποιθήσεων, του φανατισμού, των αρχετύπων, των πολιτισμικών και κοινωνικών αξιών, των δοξασιών και της ημιμάθειας, να αλέθεται αλύπητα και να εξέρχεται χρονάλευρο, έτοιμο για κατανάλωση.
Η τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης εκτυλίσσεται ποιητικά, όχι όμως παθητικά, αφού στηλιτεύονται οι παθογένειες και τα αίτια, μεταξύ των οποίων και η απολίτιστη πλευρά της ανθρώπινης φύσης, ιδίως αυτή που καλύπτεται από τη βαριά σκιά του βουνού των ζοφερών ενστίκτων.
Μετέωρη η μεταπολεμική γενιά, έζησε όλη την αντίδραση της στενομυαλιάς των προγόνων της, την αμηχανία τους αλλά και τη δική της στη συνέχεια, μπροστά στην τεχνολογική έκρηξη, μαζί με τις επιπτώσεις από αυτή: από τον καταναλωτισμό και την υπερβολή, ώς τη μοναξιά και την αδιαφορία, από το επίτευγμα ώς τις εύκολες λύσεις. Όμως, πόσο συμβαδίζει η τεχνολογική πρόοδος με την πολιτισμική; Προόδευσε πολιτισμικά ο άνθρωπος ή χρησιμοποιεί την πρόοδο για να ικανοποιήσει με περισσότερους τρόπους τις άξεστες, βίαιες, άγονες πλευρές της ύπαρξής του, τα καλά διατηρημένα από γενιά σε γενιά αρχέγονα ορμέμφυτα;
Σήμερα η Άι (Άι στα ιαπωνικά σημαίνει αγάπη· το επέλεξε η ίδια ως όνομα στα είκοσι πέντε της), θα ήταν εβδομήντα τριών ετών και θα μπορούσε να μιλά εξίσου άνετα για όλα, ιδίως για εκείνα που αποσιωπούνται, για εκείνα που ο φόβος, οι δημόσιες σχέσεις, οι κύκλοι, τα συμφέροντα και τα σινάφια κρατάνε στη σιωπή. Ίσως στην αντίπερα όχθη να κουβεντιάζει με τη Γώγου, τον Σαχτούρη, τον Καρυωτάκη, την Πολυδούρη.

Αφήνοντας στην άκρη τις ατέρμονες συζητήσεις περί μετάφρασης ή απόδοσης ή τι τέλος πάντων είναι αυτό που προκύπτει όταν ένα ποίημα μεταφέρεται σε μία άλλη γλώσσα, δεν μπορείς να μην αισθανθείς ευγνωμοσύνη για όσους το επιχειρούν. Ευτυχώς στη χώρα μας υπάρχουν πολλοί άξιοι και ικανοί. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η μεταφορά στα ελληνικά της άγνωστης ώς τώρα στην ελληνική επικράτεια Αμερικανίδας ποιήτριας έγινε αριστοτεχνικά από τον ποιητή Βαγγέλη Αλεξόπουλο και την ποιήτρια-συγγραφέα-κριτικό λογοτεχνίας Διώνη Δημητριάδου, επιβεβαιώνοντας για πολλοστή φορά το γιατί «οι Χιώτες πάνε δυο δυο».
Το λεκτικό αποτέλεσμα είναι ποίηση, δεν είναι ξερή παράθεση λέξεων ή νοημάτων. Είναι στίχοι κανονικοί, φυσικοί, συνεκτικοί αλλήλων, ρέοντες. Σε αυτό έγκειται η επιτυχία του όλου εγχειρήματος, η οποία εδώ κατά τη γνώμη μου ήταν ολοκληρωτική.

Διαβάζοντας, αναρωτιέσαι αν τον ζόφο και τον πόνο που ενεδρεύουν στα ποιήματα τον είχε βιώσει η ίδια η ποιήτρια ή αν τον έφερε στις πλάτες του το ίδιο το ποιητικό υποκείμενο, από μόνο του, χωρίς προηγούμενες προσωπικές αναφορές ή εμπειρίες της ποιήτριας, είτε αυτοτελώς είτε αποτελώντας μετεμψύχωση άγνωστων συνειδητά σε εκείνη πραγματικών περιστατικών ή καταστάσεων. Το ζήτημα αυτό θίγεται και στην εισαγωγή του βιβλίου, αλλά για μένα δεν έχει τόση σημασία πια, όσο το ίδιο το κείμενο, το οποίο είναι τόσο ζωντανό και ενεργό, που σου μεταφέρει αυτούσια την ποιητική του δυναμική και σε πείθει ότι σου μιλάει κάποιος που έχει βιώσει το μαύρο και με επιτακτική αμεσότητα μοιράζεται την εμπειρία του μαζί σου. Άρα πρόκειται σαφώς για ζώσα ποίηση.

Ο τρόπος έχει πολλά παρακλάδια. Άμεσος, έμμεσος, ειρωνικός, σαρκαστικός, απαξιωτικός, απολυτοφανής, αντιπουριτανός, βλάσφημος για πολλούς, αιρετικός για άλλους τόσους, απροκάλυπτος, αμφισβητητικός, ευθύς ή συσχετισμένος, αναγωγικός, αλληγορικός, πάντα ποιητικός.
Ο χρόνος τρέχει, όλα αλλάζουν. Όλα; Ο ρατσισμός; Πόσο εύκολο είναι (και σήμερα ακόμη) να έχεις μαύρο δέρμα;

«… Ας μη φανούμε κακοί, μια που είμαστε Νέγροι.
Δεν θα’ ναι καλό για τη φυλή».
«Έτσι κι αλλιώς θα πουν ότι κλέψαμε»…

Άλλαξε κάτι; Ίσως μόνο στη νέα γενιά των σημερινών δεκαεξάρηδων, τουλάχιστον εγώ εκεί ανιχνεύω και διαπιστώνω βήματα εμπρός. Καιρός ήταν.
Τι άλλο καθορίζει τον άνθρωπο εκτός από το χρώμα του δέρματός του από την ώρα που γεννιέται; Το φύλο φυσικά. Και εδώ αρχίζει το πανηγύρι με τα προπατορικά αμαρτήματα, τους ρόλους, τις σχέσεις, τις ηθικές, τα πρέπει, τα «έτσι είναι», τις θρησκείες, τους φανατισμούς και πάει λέγοντας. Η Άι δεν μασάει τα λόγια της, οι στίχοι της μαστιγώνουν:

… πόσο ελεύθερη είναι μια γυναίκα; –
γεννημένη με της Εύας το αμάρτημα ανάμεσα στα πόδια της,
και μέσα της
Ο Εωσφόρος κάθεται πάνω σε έναν θρόνο από όστρακα αλιώτιδων,
το ραβδί του με το κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή
καρφωμένο πάνω του.

Γυναίκα που ανάβει φωτιές και ξεσηκώνει αρσενικές ορμές

αυτό σε ξεσηκώνει ακόμα, αλλά ετούτο το αγροτικό δεν έχει παράθυρα
και το κάθισμα είναι κρύο, ένα ψεύτικο δερμάτινο μπούτι
να πιέζει το δικό μου,

γυναίκα λαβωμένη αλλά ανθεκτική

Είμαι μια φοράδα. Κάθε κεφαλή καρφιού
στις οπλές μου φορά το πρόσωπό σου,
αλλά ούτε κι εσύ, λύκε, μπορείς να με διαλύσεις,

γυναίκα που η θέση της εικάζεται ή απαιτείται καθορισμένη

Ξέρω πως θα ακολουθήσεις, πάντα πίσω μου ή μπροστά μου,
ποτέ στο πλευρό μου,

γυναίκα που ως κόρη πολλές φορές κατασπαράσσεται από τους γονείς, είτε με απαιτήσεις συμπεριφοράς είτε με πλήρη απαξίωση ή αδιαφορία. Αν τύχει και γίνει η ίδια μάνα, ακόμα και τότε της ζητείται να προσαρμοστεί αλλάζοντας ρόλο, γίνεται δε αποδεκτή μόνο υπό προϋποθέσεις:

Η μητέρα μου είναι δυσαρεστημένη μαζί μου.
Ο πατέρας δεν νοιάζεται
Λέει ότι δεν χρειάζεται να παντρευτώ
Μόνο για να δώσω ένα όνομα σ’ αυτό που έχω στην κοιλιά μου.

Πολλοί γονείς, ιδίως μανάδες, συχνά (συνειδητά ή ασυναίσθητα) στραγγαλίζουν τα παιδιά τους, όταν έρχονται εκείνες οι στιγμές, που αναδύονται εντός τους όσα εκείνες υπέφεραν από τους δικούς τους γονείς και αμύνονται προβάλλοντάς τα πάνω στα δικά τους παιδιά, αφού δεν μπορούν να αποκόψουν ποτέ τον «άλλο» ομφάλιο λώρο που τα δένει μαζί τους, αυτόν της εξουσίας που πηγάζει από το «εγώ σε γέννησα, εγώ σε μεγάλωσα, μου χρωστάς, χάρη σε μένα υπάρχεις»,
μιλώ για τότε,

Όταν οι μητέρες πρέπει να αποφασίσουν να σώσουν
Ή να εκτελέσουν τα παιδιά τους.

Εξουσία συνεπάγεται υπακοή. Απλά μαθηματικά:

και η μαμά θα με έστελνε στο δωμάτιό μου
όπου θα καθόμουν
μέχρι να μάθω να μην παρακούω.

Γυναίκα, που κάποιες φορές κερδίζει το λαχείο και βρίσκει αυτόν που αισθάνεται για εκείνην έτσι:

Γυναίκα, μια που σ’ αγαπάω ό,τι κι αν κάνεις…

ή πέφτει (η τύχη φταίει;) και προσκολλάται πάνω σε κείνον, για τον οποίο τρέφει αυταπάτες και μόνο μετά από καιρό μπορεί να συνειδητοποιήσει ποιος ήταν,
μένοντας κατάπληκτη που ο άντρας των ονείρων της
είναι ένας εφιάλτης, που είναι ευτυχισμένος
μονάχα όταν την κάνει να υποφέρει,
ή σε κείνον που δεν θα βλέπει την ώρα

… να δραπετεύσει από την πατρότητα όπως κάθε άλλος άντρας
που δεν είχε σκοπό να παραμείνει για καιρό…

Γυναίκα, που όταν γίνει μάνα η ίδια, θα ακολουθήσει την πεπατημένη, πλάθοντας τον γιο της κατά τα δικά της βιώματα:

… έτσι γιε μου,
πρέπει να χτυπάς τη Ροζίτα συχνά.
Πρέπει να γνωρίζει το βάρος του χεριού ενός άντρα,
οι μελανιές που είναι όπως οι πληγές του Χριστού…
… Και πρέπει να είναι πάντα έγκυος
αν όχι με παιδί
τότε με τη γνώση
ότι είναι ζωντανή χάρη σ’ εσένα.

Ανεξάντλητο θέμα, προσφιλές και άξιο λόγου σε όσους ορθώνουν το ανάστημά τους απέναντι στα καθωσπρέπει, σε όσους τολμούν να τραβάνε απότομα τις κουρτίνες, όπως λ.χ. στην Πολωνέζα Βισουάβα Σιμπόρσκα (1923-2012):

«Πρέπει να είναι πρόθυμη να δίνει ευχαρίστηση.
Να αλλάζει έτσι που τίποτα να μην αλλάξει…
Κοιμάται μαζί του σαν να ήταν κάποια τυχαία γνωριμία,
σαν τη μοναδική και μόνη γνωριμία.
Θα του γεννήσει τέσσερα παιδιά, ένα παιδί, κανένα…
Αδύνατη αλλά σηκώνοντας τα πιο βαριά φορτία…» [1]
ή στην Αμερικανίδα Ανν Σέξτον (1928-1974)
«Και η γυναίκα;
Η γυναίκα λούζει την καρδιά της.
Της την ξεκόλλησαν
κι επειδή είναι καμένη
και σαν μια πράξη τελευταία
την ξεπλένει στο ποτάμι.
Αυτό είναι το παζάρι του θανάτου». [2]

Ο πόλεμος των φύλων, αντί του έρωτα, του μοιράσματος, της αγάπης. Ανταγωνισμός που τα θέλει όλα στρεβλά στην ψυχασθενική εικονική του πραγματικότητα:

Μετά σκαρφαλώνω πάνω σ’ ένα τραπέζι και χορεύω,
Περιμένοντας να ακούσω τι εντάξει αγόρι που είμαι,
Πατέρας, γιος και κόρη, ένα επιτέλους.

Μέσα σε όλα αυτά και η κακοποίηση και μάλιστα από εκεί που δεν το περιμένεις ή δεν το φαντάζεσαι καν:

καθώς ο παππούς με σηκώνει
και τρίβει τα χέρια του ανάμεσα στα πόδια μου…
… Όταν αναρωτήθηκα
γιατί με ελκύουν οι άντρες που με αηδιάζουν
γύρισα πίσω στον χρόνο…
κι εκεί βρήκα τον παππού να περιμένει,
με το χέρι απλωμένο να με σηκώσει ψηλά
γυμνός και υγρός
εκεί που με έτριβε…
«Δεν καταλαβαίνω πώς μπορείς να μου το κάνεις αυτό.
Είμαι μόλις δέκα χρονών»,
κι αυτός είπε, «Είσαι αρκετά μεγάλη για να ξέρεις».

Κόλαση επί γης. Όχι πολύ μακριά:

Η κόλαση απέχει όσο η επόμενη ανάσα σου
και ο παράδεισος είναι αφάνταστα μακριά.
Η μία πύλη μετά την άλλη στέκεται ανάμεσα σ’ εσένα και τον Θεό,
λοιπόν γιατί να μην συναντήσεις τον διάβολο καλύτερα;
Αυτός τουλάχιστον έχει χρόνο για τους ανθρώπους

γιατί κατά την Άι, την Αγάπη, η γέννηση ίσως να είναι τιμωρία
Ποιος νοιάζεται αν υποφέραμε άραγε
ή ακόμα που μας αποκαλούσαν φίλους,
γιατί τελικά συμφωνούν
πως πήραμε αυτό που μας άξιζε επειδή γεννηθήκαμε.
και ο από μηχανής, απαιτητικός, αφού

… ο Θεός είναι μια επιθυμία που δεν μπορείς να ικανοποιήσεις.
Πρέπει να Του παραδοθείς ή να πεθάνεις.

Ακόμα και η απόδοση αρσενικού φύλου στον Θεό μπορεί να τον καταστήσει απόμακρο σε κάποιους:

Τότε τη φώναξα γυναίκα
επειδή ήξερα τι σήμαινε αυτό.
Αλλά σε ονομάζω Θεέ μου, Πατέρα,
και μου είσαι εντελώς ξένος.

Απομακρύνεσαι έτσι από την αγκαλιά της συγχώρεσης και αναζητάς κουράγιο στα απλά, στα ασήμαντα, στα καθημερινά. Προσπαθείς να αντλήσεις δύναμη από τη δύναμή τους και με αυθυποβολή να αντέξεις τη μοναξιά και το κάθε τι που σε πληγώνει:

Δεν σε συγχωρώ που έφυγες.
Βγάζω την πατάτα από την τσέπη μου.
Μια δαγκωματιά, και άλλη μια,
μονάχα να έφτανε αυτό
για να ζήσουμε αιώνια.

Το ποτάμι της ζωής οδεύει προς το δέλτα του χρόνου, αφήνοντας πριν από το τελειωτικό σμίξιμο με τον τεράστιο θαλάσσιο κόλπο, προσχώσεις αυτογνωσίας:

… Είμαι εγώ.
Είμαι η μόνη βρόμικη συνήθεια
που δεν μπορώ να κόψω,
ουρλιαχτά επιθυμίας:
Θέλω τη ζωή μου πίσω,
τις υπέρμετρα διαυγείς ημέρες
τις νύχτες που μύριζαν οργή,
αλλά έχει χαθεί,
διδαχές, μεταφορές εμπειρίας:
Θέλω να σου διδάξω πώς είναι
να ζεις τη ζωή σου για κάποιον άλλο
χωρίς να σέβεσαι τον εαυτό σου

διαπιστώσεις καρυωτακικές:

… μετά γύρισες πάλι στην
απάθεια,
όπως κάνουμε όλοι, σαν ξεμπερδέψουμε
με την ανοησία της ζωής,
εικόνες σκληρές, Σαχτουρικές:
Για μέρες δεν είχε τίποτα να φάει
και κόβει ψωμί από το χέρι της αδελφής σου
προτού να την πυροβολήσει στο κεφάλι
και να σπάσει όλα τα πιάτα

που καταλήγουν σε επιγράμματα-αποστάγματα:

Τις σκληρές αλήθειες δεν τις παίρνεις πίσω,
ούτε τις αναδιατάσσεις σαν τα κομμάτια του Scrabble
για να φτιάξουν άλλη λέξη που να μην είναι θανατηφόρα.
Όλα δοσμένα με την πρώτη ύλη των ποιητών για να φέρουν το ποίημα στην εδώ ζωή, τις λέξεις και μάλιστα με απλές, καθημερινές, σαν αυτές που προτιμούσε ο Λειβαδίτης. Μετά από μόχθο, πάλη, απερίγραπτες και ανεξήγητες εσωτερικές διεργασίες, οι λέξεις κεντάνε και πονάνε:

Λέξεις, λες νεαρά κορίτσια σ’ έναν κύκλο, να κρατούν τα χέρια,
και να ξεκινούν την ανάληψη στον ουρανό…
και πάνω απ’ όλα
εγώ εκεί να επιπλέω,
να λοιπόν πώς είναι
μόνο δέκα φορές πιο καθαρό,
δέκα φορές πιο φρικτό.
Ποιος ζωντανός θα το άντεχε;

Ίσως λοιπόν να μην είναι μόνο «αιρετικά παραμύθια» αλλά και «αναίρεση της περί την γυναίκα παραμυθίας». Είναι πασιφανώς και καταγγελία των ετσιθελικών ρόλων που της φορτώνουν αλλά και των όσων μόνη της βάζει στην πλάτη. Είναι γκρέμισμα και αποκαθήλωση του ειδώλου της, με ταυτόχρονη «ολική επαναφορά» στην πραγματική της διάσταση ως Ανθρώπου, η οποία εμπεριέχεται αυτούσια και στη θεϊκή της διάσταση, ως «καθ’ ομοίωσιν» για τους εν αγάπη Χριστού διάγοντες. Είναι η άρση των κανόνων του κόσμου των ανδρών, η έκκληση για ισότιμη, ισοπολιτειακή συμπόρευση επί γης.
Είναι κραυγές για βήματα με τον έναν στο πλευρό του άλλου, με το φύλο να είναι σύμμαχός τους και απαραίτητο συμπλήρωμα αλλήλων. Είναι καμπάνες στίχων, σημαίνουσες την ανάδειξη της ευλογίας τού να είσαι άνθρωπος διαμέσου της κατάδειξης των παθογενειών του ισχύοντος status quo και του αντίστοιχου modus vivendi. Προέρχονται από μια ισχυρή γυναικεία προσωπικότητα, που μέσα από την άρνηση προσπάθησε να δείξει το φως της κατάφασης. Πηγάζουν από μια ανθρώπινη ύπαρξη που δεν σταμάτησε ποτέ να αγωνίζεται, ακόμα και όταν ο καρκίνος του στήθους της άλωσε το σώμα:
και ήξερε ότι θα πεθάνει από αυτό,
Αλλά δεν θα παραδινόταν σε αυτό.
Ναι.
Γιατί η Άι, δεν παραδόθηκε. Ναι.
Η τελευταία λέξη τα λέει όλα. Μένω σε αυτήν.
Άι. Αγάπη. Ναι.

Γιώργος Ρούσκας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου