Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2020

Αμαρτία εξομολογούμενη… διήγημα της Τίνας Κουτσουμπού μαζί με δύο φωτογραφίες της Toni Frissell




Αμαρτία εξομολογούμενη…

διήγημα της Τίνας Κουτσουμπού

μαζί με δύο φωτογραφίες της Toni Frissell







ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ θρήσκα. Από τα γεννοφάσκια της. Τις Κυριακές από το πρωί στην εκκλησία, στις μεγάλες γιορτές από τα χαράματα για τις προετοιμασίες, Τετάρτες και Παρασκευές νηστεία. Γνώριζε τους βίους των αγίων, μικρών μεγάλων, και ήταν παρούσα σε όλες τις παρακλήσεις για τη σωτηρία της ψυχής της, σαν ερχόταν ο καιρός.

          Πολλές φιλίες με τον κόσμο δεν είχε. Ασχημούλα θα την έλεγε κανείς χωρίς φυσικά χαρίσματα. Αναγκασμένη γι’ αυτό να παντρευτεί με συνοικέσιο αυτόν που της επέλεξε το σόι. Μεγαλόσογο από τη Θεσσσαλία με χτήματα κι αρχοντικό στον κάμπο. Ουρές έκαναν για την προίκα της. Μα ένας ήταν ο τυχερός.

Και ενώθηκαν οι δυο ενώπιον θεού κι ανθρώπων εις σάρκαν μιαν εκείνη την Κυριακή τ’ Αη Λιά. Και ους ο θεός συνέζευξεν…

           Φτιάχτηκε, στολίστηκε, νοικοκυρεύτηκε όσο μπορούσε, να ’ναι όμορφη, να του αρέσει. Μεσήλικας ο Νώντας, είκοσι χρόνια μεγαλύτερός της, και με δυο παιδιά, ορφανά από τη μάνα τους, δεν της ήταν αντιπαθητικός.

Είχε πλούσια κατσαρά μαλλιά και γένια, και μια φουσκωτή κοιλιά που ανεβοκατέβαινε ρυθμικά σαν μιλούσε. Περιθώρια για αναβολές και αντιρρήσεις, δεν είχε. Ή έλεγε το ναι, ή θα στόλιζε το ράφι παρέα με τα καντήλια της ενορίας τους.

Τον πήρε λοιπόν με στεφάνι η Ευγενία, κι έπειτα στην κάμαρά τους την πρώτη τους νύχτα. Είπε ένα ψαλμό από μέσα της, έκλεισε τα μάτια, έκανε το σταυρό της, κι αφέθηκε στη γυναικεία μοίρα της. Κι η ζωή τους κυλούσε ανάμεσα στα χωράφια και την ανιαρή της καθημερινότητα. Να φροντίσει τα ζωντανά, να μαζέψει το σπίτι, να διαβάσει τα παιδιά του άντρα της, να είναι πανταχού παρούσα και αόρατη φρουρός, βράχος υπομονής για την οικογένεια αλλά η καρδιά σφαλιστή τα νυφικά βράδια τους. Μοναδική της αναλαμπή, νότα χαρούμενη, η τακτική της έξοδος για την εκκλησία. Να διακονεί, να προσεύχεται για τους δικούς της, για το Νώντα, το στυλοβάτη του σπιτιού της, που δεν της χάλαγε χατήρι. Το ’ξερε η έρμη γυναίκα και το παραδεχόταν. Αξημέρωτα έφευγε για τα χτήματα ο Νώντας της. Με το δείλι επέστρεφε. Με ιδρώτα και λερωμένα ρούχα, κουβαλητής, λεβεντάνθρωπος, και δικός της. Ακόμη και στη συζυγική ζωή τους δεν είχε να του προσάψει τίποτα. Ασχολιόταν μαζί της και με το παραπάνω. Ενώ αυτή…

Κι ήρθε εκείνος ο ανελέητος χειμώνας και τα ζωντανά τους αρρώστησαν. Λιγοστό το γεωργικό τους εισόδημα, με το ζόρι έβγαζαν τα προς το ζην. Τ’  απομεσήμερο ο Νώντας την κοίταξε αποφασιστικά  και της είπε. «Γυναίκα, θα φύγω στη Λάρισα. Χτίζει πολυκατοικίες ο εργολάβος, ο Θοδωρής του Κοτζαμάνη. Με θέλει μαζί του πρωτομάστορα. Του έδωσα την απάντησή μου. Για έξι μήνες μόνο. Εσύ θα κάνεις κουμάντο εδώ από σήμερα». Είπε, και την έπιασε από τη μέση σφικτά, σαν να της μετέδιδε με αυτό το σφίξιμο το τελεσίδικο των λόγων του.

Καρτερικά το δέχτηκε η Ευγενία, όπως όλα άλλωστε, και έκανε υπομονή.

           Με την άνοιξη όλα καλυτέρεψαν. Η φύση πληθωρική, τα ζωντανά τους με τις γέννες τους, κι ο ήλιος ζεστός να της φωτίζει τα μάγουλα με ένα χρώμα αμαρτωλό, κόκκινο κάθε που τον έβλεπε. Και σταυροκοπιόταν.

Με τις τελευταίες ψύχρες του Μάρτη εμφανίστηκε ο πατήρ Χαράλαμπος στην ενορία τους αντικαθιστώντας τον υπερήλικα παπά τους. Ψηλός, στητός, με τα κατάξανθα γένια του και το ράσο του να τονίζει τέλεια το νεανικό κορμί του, την αναστάτωσε κυριολεκτικά. Τον άκουγε και δεν τον χόρταινε. Χαιρόταν να βλέπει τα χέρια του να την κοινωνούν και να τα φιλά, να τα ακουμπά στα σγουρά μαλλιά της σαν ευλογία ύστερα από κάθε εξομολόγηση, να τη συμβουλεύει, να τη χαιρετά. Απολάμβανε ακόμη και τον αέρα που ανέδιδε η αύρα του ράσου του. 



           Την είχε ξεχωρίσει όμως κι ο νέος ιερέας ανάμεσα στο ποίμνιό του. «Τέκνον μου μην χάνεις τις ελπίδες σου, ο άνδρας σου θα γυρίσει το συντομότερο με χρήματα και με όλη την αγάπη του για σας», της έλεγε. Κι εκείνη κουνούσε συγκαταβατικά το κεφάλι μην μπορώντας να ελέγξει εκείνο το σφίξιμο στην καρδιά, μαζί και την ανατριχίλα του είναι της. Ερχόταν όλο και συχνότερα στο εξομολογητήριο. Κι ο πόθος της συντροφιάς του μεγάλωνε καίγοντάς την, αφήνοντας στα αποκαΐδια του τις μαύρες ενοχές της για τα αμαρτωλά της όνειρα. Σαν κυνηγημένη έφευγε από την εκκλησία, να προφτάσει τις δουλειές του σπιτιού, να απασχολήσει το μυαλό της, να μη σκέφτεται.

              Ποτέ δεν είχε νιώσει τη γεύση του έρωτα. Ούτε με τον άντρα της. Τώρα τούτη η καινούργια αγάπη μύριζε λιβάνι και νάμα και μιλούσε στην ψυχή της. Με τη σκέψη της να ταξιδεύει σε ανίερα μονοπάτια, πήγε να τον βρει. Στο εξομολογητήριο.  Θα του τα έλεγε όλα, να αισθανθεί επιτέλους ανακούφιση, που θα έβγαζε το βάρος τούτο από την ψυχή της. Ίσως κι αυτός να ένιωθε το ίδιο…

Σαν πλησίασε την είδε. Μια νέα γυναίκα με ένα νήπιο στέκονταν δίπλα του και του μιλούσε ψιθυριστά. «Ευγενία, από ’δω η Ελένη, η παπαδιά μου με την κόρη μου. Ήρθαν σήμερα από τη Λάρισα. Να κάνετε παρέα».

Και κοιτώντας την ίσια στα μάτια, σαν να διάβαζε μέσα τους το αφανέρωτο μυστικό της και να την έψεγε, είπε φορώντας αμέσως το πετραχήλι του «Πες μου τώρα τι έχεις να μου πεις, τέκνον μου, σε ακούω».

«Εε, εγώ δεν…»



Τίνα Κουτσουμπού




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου