Σάββατο 26 Μαΐου 2018

Το Τσαρούσιμ της Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη


                                                          Το Τσαρούσιμ

της Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη





Πήγαν στο χωριό καλεσμένοι σε βαφτίσια τελετή. Στο γλέντι έπαιζε η μπάντα του μπαρμπα- Σάββα με τα εγγόνια του να συνεχίζουν την παράδοση. Ο ένας έπαιζε τον κεμεντζέ* και ο άλλος τραγουδούσε. Μαζί τους κι ένας νέος με το νταούλι. Ο μπαρμπα - Σάββας έπαιζε βιολί και τραγουδούσε. Τον θυμόταν από παιδί στα γλέντια με τον πα(τερα) της. Λαχτάρισε. Εφτούλαξεν η καρδίαμ* ψιθύρισε. Λες και άκουγε τη μάνα. Συχνά χρησιμοποιούσε αυτή την έκφραση.

Σηκώθηκε και μπήκε στον κύκλο στο ρυθμό του Διπάτ*. Αργός χορός επιβλητικός. Κατανυκτική αυτοσυγκέντρωση και βαθύ ζύγισμα του βήματος πριν την κάθε πατημασιά στη γη.  Σε λίγο άρχισαν να παίζουν καρσιλαμάδες. Την πήρε ο αδερφός της να χορέψουν. Το τσαρούσιμ είπε με άιτε μη φορείς με γράσκουμαι* άκουσε να παίζουν οι οργανοπαίχτες. Βούρκωσε. Ήρθε μπροστά της χορεύοντας η γιάγια της η Αγάπη. Κάλομανα ή γιάγια την φώναζαν. Χόρευε και τραγουδούσε μέχρι τα βαθιά  γεράματα. Αυτό ήταν το αγαπημένο της τραγούδι. Γράσκουμαι. Γράσκουμαι σκέφτηκε. Γράσκουμαι άμον τα τσαρούσα τη γιάγιασιμ*… Εκείνη όμως είχε λιώσει τα τσαρούχια της χορεύοντας και τραγουδώντας μέχρι τα τελευταία της σχεδόν. Τα δικά της τα  'νιωθε να λιώνουν από σύρσιμο πάνω στην άκαμπτη άσφαλτο ή στο λαμινέιτ δάπεδο του σπιτιού της. Οι χορευτικοί πήδοι πάνε καιρό που έπαψαν σχεδόν. Σίγησαν τα οικογενειακά γλέντια. Το κορμί βάραινε καθηλωμένο στην καρέκλα του γραφείου. Στη χάση και στη φέξη κάποιος γάμος κι αυτός εκσυγχρονισμένος. Άνευρος με ντιτζέι  και μουσική στη διαπασών. Δε την άγγιζαν τέτοια γλέντια. Δε τη θύμιζαν τίποτε. Ηχορύπανση και φασαρία για το τίποτε. Δε την ταξίδευαν πουθενά. Νέες παραδόσεις νέα έθιμα ξενέρωτα και ξενόφερτα. Τουλάχιστον να σήμαιναν κάτι για τους νέους. Τουλάχιστον να  ταξίδευαν αυτούς κάπως.

Και να που κάπου κάπου ξεπηδά κάτι απ' τα παλιά. Όπως αυτή η βάφτιση σο χωρίονεμουνε*. Την  πήγε πίσω. Στις ρίζες της. Εδώ είναι ο τόπος μας σκέφτηκε. Το τσαρούσιμουνε*. Εδώ έφτασε ο παππούς ξεκληρισμένος πρόσφυγας  το ’24 κι έχτισε το σπίτι του απ’ την αρχή. Πέτρινο με τοίχο φαρδύ πάνω από μισό μέτρο. Τώρα το αναπαλαίωσε και το κατοικεί μια ξαδέρφη. Ως θερινό βέβαια. Η μόνιμη κατοικία στο Μόναχο. Έχω κι εγώ δικαίωμα σ’ αυτό το σπίτι για μια διαμονή το χρόνο, γεννήθηκα εδώ στο πάνω δωμάτιο δεξιά είχε πει ο αδελφός της αστειευόμενος στην ξαδέρφη.

Αυτή είχε χαμογελάσει αμυδρά χωρίς ν' απαντήσει.  


Ψηλά στην κορφή του βουνού το χωριό Σκοπιά ή Σκρίτσοβο- Скрижово κι από κάτω ν’ απλώνεται ταψί ο κάμπος της Δράμας. Εδώ γεννήθηκε η μάνα. Την πάντρεψαν πριν κλείσει τα δέκα τέσσερα. Είχαν παντρέψει όλα τα κορίτσια του χωριού από τα  δέκα τρία  και πάνω. Μη τα πειράξει ο Βούλγαρος κατακτητής είπαν. Εδώ γέννησε τα πρώτα παιδιά της. Μετά στον εμφύλιο τους υπέβαλαν σε υποχρεωτική μετεγκατάσταση στην Αλιστράτη. Για να αποκλείσουν δυνατότητες τροφοδοσίας των ανταρτών. Εκεί έζησαν για τρία χρόνια σε σπίτια επιταγμένα. Σε αναγκαστική συγκατοίκηση με τους ιδιοκτήτες. Μετά τους μετέφεραν και πάλι πίσω στο χωριό για να φύγουν στη συνέχεια για τα πεδινά εσωτερικοί μετανάστες. 

Το τσαρούσιμ είπε με άιτε μη φορείς με γράσκουμε. Χόρευε κι έβλεπε τη γιάγια την  Αγάπη να χορεύει αντίκρυ της. Με τα μάτια να λάμπουν χαμογελαστά και τα μάγουλα να γυαλίζουν κόκκινα μήλα. Σε πείσμα  των στίχων του τραγουδιού, σε πείσμα όλων των δυσκολιών και παθών της φορούσε τα τσαρούχια της και απολάμβανε και χαίρονταν και προσπαθούσε μέχρι που να τα λιώσει. Το ’λεγε η καρδιά της. Ένας αδιάκοπος καρσιλαμάς η ζωή  με τα πάνω της και με τα κάτω της. Ως το τέλος που έφυγε στα ’92. Όταν ήρθε η ώρα της την καλούσε είχε γράψει ο πα(τερας). Τη φώναζε ξανά και ξανά  Δέσποινη... Δέσποινη... Δέσποινηηηηηη... Όλους τους καλούσε λίγο πριν το τέλος. Αυτή όμως δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα. Αυτή δεν ήταν εκεί. Ήταν φευγάτη. Ο τελευταίος ασπασμός δε δόθηκε ποτέ στην καλομάνα. Στην έτερη μητέρα. Σίγουρα ακόμη θα χορεύει εκεί που βρίσκεται σκέφτηκε.  Έφερε μια στροφή ακριβώς όπως τη γιάγια. Τη γαλήνευε να μιμείται, ν' αναπαριστάνει τα τσαλίμια της. Δε γνώριζε την αιτία. Ούτε είχε αναρωτηθεί νωρίτερα γιατί το έκανε.  Σα  ν' αλάφρυνε λίγο το βάρος που την πίεζε στο στήθος. Άλλωστε πώς να λιώσουν εκεί τα άυλα τσαρούχια σκέφτηκε και χαμογέλασε κάνοντας ένα νεύμα τάχα προς την μεριά της. Προς στιγμή λες και ένοιωσε το άγγιγμά της. Εκεί που χόρευε δίπλα της τάχα...  Αχ και να μπορούσε να γνώριζε όλους τους δρόμους που πάτησαν τα τσαρούχια της αγαπημένης της γιάγιας. Χόρευε και την φανταζόταν νέα γυναίκα με τον εφτάχρονο τότε πα(τερα) της γαντζωμένο απ' τα φουστάνια και τα σαλβάρια της. Το μωρό στην αγκαλιά και τα μεγάλα από δίπλα να σέρνονται στα λιμάνια της Μυρσίνας και του Πειραιά, στα απολυμαντήρια της Καλαμαριάς και μετά σην Σκρίτσοβαν και μετά... και μετά... και μετά...          

Και μετά σ' εκείνο το ενύπνιο λεωφορείο να την προσπερνά χαμογελώντας. Κι αυτή να μη γνωρίζει τίποτε... τίποτε... Να γινόταν να ήταν στα τσαρούχια της... Να γνώριζε... Άραγε πού να πατούν τώρα πλέον άυλα. Πού να χορεύουν...





το τσαρούσιμ = το τσαρούχι μου

κεμεντζές = ποντιακή λύρα

εφτούλαξεν η καρδίαμ = σπαρτάρισε η καρδιά μου,

διπάτ = διπλό πάτημα (ποντιακός χορός) 

γράσκουμαι = παλιώνω, λιώνω

Το τσαρούσιμ είπε με άιτε μη φορείς με γράσκουμαι = το τσαρούχι μου μου είπε άντε μη με φοράς παλιώνω

Γράσκουμαι άμον τα τσαρούσα τη γιάγιασιμ = λιώνω σαν τα τσαρούχια της γιαγιάς μου

σο χρωρίονεμουνε  = στο χωριό μας

το τσαρούσεμουνε = το τσαρούχι μας



**Η Καϊτατζή Χουλιούμη Δέσποινα είναι κλινικός ψυχολόγος (Msc) της Σχολής  Εφαρμοσμένης Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου  Ουψάλα. Εργάστηκε στην Ανοιχτή Μονάδα Ψυχικής Υγείας Svartbäckens της Πανεπιστημιακής Ψυχιατρικής Κλινικής στην Ουψάλα και στο ΚΕΔΔΥ Σερρών του Υπουργείου Παιδείας, όπου διετέλεσε Διοικητική Προϊστάμενη. Συντονίζει βιωματικά εργαστήρια δημιουργικής  γραφής και αυτογνωσίας σ' ενήλικες  και σε μαθητές στη σχολική τους τάξη. Είναι μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης (ΕΛΘ) και μέλος της Εταιρίας η Συντροφιά της Karin Boye ( Karin Boye Sällskapet). Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: Λιγοστεύουν οι λέξεις, 2017, Εκδόσεις Μελάνι, Διαδρομές, 2015, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Συναισθηματικό αλφαβητάρι, 2009,  Εκδόσεις UNIVERSITY STUDIO PRESS, Ο Δρόμος, 2006, Εκδώσεις Δήμου Σερρών, καθώς και το δίγλωσσο βιβλίο σουηδικής ποίησης σε δική της μετάφραση Δέρμα από Πεταλούδες-Επιλογές Σουηδικής Ποίησης, 2018, εκδόσεις intellectum. Ποιήματα, μεταφράσεις, διηγήματα και κριτικές αναγνώσεις της, έχουν δημοσιευτεί στο ΘΕΥΘ, Νέα Εποχή, poiein, states, intellectum, frear, fractal, tokoskino, άλλες λογοτεχνικές σελίδες, περιοδικά και ποιητικές ανθολογίες, όπως και μεταφρασμένα ποιήματά της στα αγγλικά, ιταλικά, γερμανικά και βουλγαρικά.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου