Τετάρτη 16 Μαΐου 2018

Ο άλλος εγώ διήγημα της Μαρίας Μ. Στρίγκου εκδόσεις βακχικόν η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractalhttp://fractalart.gr/o-allos-egw/


Ο άλλος εγώ
διήγημα
της Μαρίας Μ. Στρίγκου
εκδόσεις βακχικόν
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractalhttp://fractalart.gr/o-allos-egw/




πώς παίρνεις τη ζωή σου πίσω



Θέλω τη ζωή μου πίσω, μ’ ακούς;

Αν συνοψίζεται ένα βιβλίο μέσα σε λίγες μόνο λέξεις, τότε το διήγημα «Ο άλλος εγώ» της Μαρίας Στρίγκου φαίνεται να μας αφορά όλους ή τουλάχιστον όσους δεν αφήνονται στη βολική θέση που τους έχει δοθεί/ορισθεί. Και ας μην πάει ο νους μας σε συνθήκες καταπίεσης, σε αναγκαστική αποδοχή ανοίκειων πραγμάτων· εδώ έχουν θέση στο παιχνίδι (κάποιοι έτσι το βλέπουν) όλοι: γνωστοί και άγνωστοι, απρόσωποι μηχανισμοί αλλά και οικεία πρόσωπα. Όλοι σε μια συμφωνημένη συνθήκη που απαιτεί τη ρύθμιση των σχέσεων χωρίς αντίρρηση αλλά ίσα ίσα με αγαστή αποδοχή και εσωτερίκευση του τάχα επιθυμητού, από τη γνώση του εαυτού ως τη γνώση του κόσμου γύρω μας και της θέσης μας σ’ αυτόν. Ωστόσο, πάντα υπάρχει χώρος για μια ερώτηση, η οποία εγείρεται και με τη σειρά της απαιτεί μια απάντηση. Που δεν έρχεται. Και τότε αποφασίζεις να δεις τον θετικό σου ρόλο σ’ αυτό που λέγεται ζωή, καλύτερα σ’ αυτό που φιλοδοξείς να χτίσεις ως ζωή. Μόνο που αυτή η διαδικασία (πόσο ψυχρή ακούγεται αυτή η λέξη) ζητά ψυχή, ζητά αίμα – και γεννιέται η σκέψη πως μπορεί αυτά τα δύο να είναι ένα πράγμα.

Η γραφή της Μαρίας δεν είναι εύκολη· και ως προς τη δημιουργία της και ως προς την ανάγνωσή της από τον αποδέκτη της αλλά και από την ίδια. Θέλει ψυχή δυνατή να πεις ότι αυτά θα τα γράψεις, θέλει αίμα για να φτάσουν στο χαρτί, θέλει θάρρος να τα δεις γραμμένα (ο δημιουργός είναι κι αυτός ένας αναγνώστης της γραφής του – αυτό για όποιον φυσικά το αντέχει), θέλει αυθεντική εισχώρηση και ίσως επώδυνη ταύτιση από την πλευρά του αλλότριου αναγνώστη. Αν ήταν ποίηση, θα ακουγόταν πιο φυσικό το παραπάνω, γιατί ο ποιητικός λόγος έχει τις δικές του απαιτήσεις. Είναι, όμως, διήγημα, που για να διαβαστεί πρέπει να αφαιρέσουμε από το γνωστικό μας οπλοστάσιο τα τυπικά χαρακτηριστικά του είδους. Αυτό από μόνο του προσδίδει ενδιαφέρον στο συγκεκριμένο κείμενο· ας μην είμαστε αυστηροί κριτές, εφόσον μιλάμε για λογοτεχνική απόπειρα. Εδώ δεν έχουμε μια μείξη των ειδών ούτε μπορεί να χαρακτηρισθεί υβριδικό το κείμενο. Η Μαρία δεν αναμειγνύει τα είδη. Προσφέρει μια διαφορετική θέα στη φόρμα του διηγήματος. Θεωρώ πως συνιστά μια ενδιαφέρουσα οπτική, και θα έπρεπε να είμαστε ανοιχτοί σε ανάλογα εγχειρήματα.

Το διήγημα αποτελείται από 24 μικρά κεφάλαια, που εντάσσονται θεματικά στην πορεία αναζήτησης της Ψυχής. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση προσδίδει την αμεσότητα – μόνη ανεκτή επιλογή σε ένα θέμα όπως αυτό. Γι’ αυτό και μεταφέρει απρόσκοπτα στον αναγνώστη την ερώτηση αρχικά, την απόγνωση κατόπιν, τη σταδιακή κατάκτηση μέσα από διαδοχικές απώλειες στη συνέχεια, τη συνειδητοποίηση στο τέλος. Η αρχή σε μια τέτοια πορεία μπορεί να γίνει, όταν πας προς τα πίσω για να βρεις την προσωπική σου ρίζα. Να αποκοπείς απ’ αυτήν για να συνεχίσεις με την ποθητή αυτονομία. Ο κίνδυνος; Πάντα παρών. Αλίμονο αν όλο αυτό θα δινόταν άκοπα και με ασφάλεια. Επιλέγοντας αποσπασματικά προτάσεις από όλα τα κεφάλαια φαίνονται ίσως τα δύσκολα βήματα, τα ίχνη του αίματος:

Η ώρα «μου» ήταν προνόμιο χαρισμένο σε άλλους, από τα προγονικά μου και βάλε πόσες ρίζες πίσω.

[…]

Θυσίασα πολλά ποτάμια μέχρι να σταθώ στη θάλασσα.

[…]

Με προσκάλεσε η μέσα ζωή.

[…]

«Πιε. Θέλει κι η πληγή τη φροντίδα της για να γιάνει».

[…]

Θα ήθελα εκεί να με προσμένει ένας Παράδεισος.

[…]

Μα δε μου κάνουν τη χάρη οι δαίμονες.

[…]

Είχε στην άκρη των οφθαλμών του, βλέπεις, μια θάλασσα απερπάτητη κι άγρια, σα θηλυκό που δεν το άγγιξε κανείς.

[…]

Ποτές του δε σταμάτησε να στάζει. Το αίμα λέω. Το αίμα. Το ανίκητο και το συγγενεμένο.

[…]

«Κανένας δε σε νίκησε. Μονάχα εσύ, εσένα».

[…]

Πάντα η θάλασσα παρούσα. Άλλοτε άβυσσος κι άλλοτε αγκαλιά. Στο τέλος, όπως και να ’ναι, σε πνίγει.

[…]

«Νιώσε το μέγεθος της λευτεριάς».

[…]

Ούτε την ξεκλείδωτη πόρτα άντεχα να κοιτάζω. Άμα σου γίνει εύκολο ν’ απλώσεις το χέρι και ν’ αδράξεις τη ζωή, ενώ είσαι άμαθος μέχρι τα τώρα, τρομάζεις.

[…]

Μέρες εφτά. Ύστερα μπορείς ευτυχισμένος να πνιγείς. Μα θα ’χεις ταξιδέψει.



Κάποιες ακόμα σκέψεις πάνω στο εκλεκτό κείμενο:

Η γη και η θάλασσα, το δεδομένο και το άγνωστο, η ασφάλεια και η περιπέτεια. Το θεμελιακό αυτό δίπολο, όπως δίνεται στο κείμενο της Μαρίας, ενώ φαίνεται να ξεχωρίζει τα μεγέθη, τις ποιότητες, αφήνει μια υποψία ότι οι δύο όψεις του θα μπορούσαν να είναι μία και μόνη. Ίσως το ποθητό να είναι η κυκλοφορία ανάμεσά τους· μια για ν’ αγγίζεις τη χωμάτινη υπόστασή σου, μια για να επιθυμείς τα άγρια πετάγματα. Και οι δαίμονες πάντα εκεί. Το γήινο και το μαγικό ίσως να είναι ένα. Αυτό όμως δεν θα μπορούσες να το εννοήσεις, αν πρώτα δεν περπατήσεις στο μεσοδιάστημα. Πώς, όμως, το περπατάς; Ο άλλος εγώ ποιος είναι; Πρέπει πρώτα να τον βρεις για να τον αντιμετωπίσεις. Και λέω πως η γραφή το καταφέρνει. Κι αμέσως ο αντίλογος έρχεται να υπερασπίσει την πράξη απέναντι σε μια νεφελώδη θεωρία. Να, όμως, που η καλή γραφή (κομμάτι της παντοδύναμης Τέχνης) μιλά για να σου πει αυτό το απλό που το γνωρίζουν όσοι παιδεύτηκαν γράφοντας και διαβάζοντας: τα παράθυρα γύρω μας έχουν σπασμένα τζάμια, κι εμείς πρέπει να περάσουμε ανάμεσα· η λογοτεχνία δεν μπορεί να το αλλάξει αυτό, σε βοηθά όμως να περάσεις και να ελπίσεις να μην κοπείς.


Μια τέτοια λογοτεχνία υπηρετεί η Μαρία Στρίγκου. Νομίζω μάλιστα πως ό,τι γράφει στην ουσία το ίδιο μοιάζει να μας λέει. Είτε πρόκειται για μυθιστόρημα είτε για παραμύθι είτε για ποίηση είτε για διήγημα, μιλά για τη μαγική παραμυθία, την παρηγοριά στον άνθρωπο που πασχίζει να δει πέρα από τα κλειστά παράθυρα, που επιχειρεί να περάσει μέσα από τα σπασμένα γυαλιά και ρισκάρει να κοπεί θανάσιμα. Λέει:

Μπορώ και μοναχός μου να δακρύζω. Να κοινωνώ και αίμα και φωτιά. Πάμε πάλι απ’ την αρχή.

Αφήνω για το τέλος ένα σχόλιο για τα σκίτσα (στο εξώφυλλο αλλά και μέσα στις σελίδες) που συμπληρώνουν την έκδοση. Και λέω «συμπληρώνουν» και όχι «κοσμούν» που συνηθίζεται να λέγεται για την εικονογράφηση ενός βιβλίου, γιατί εδώ πράγματι πρόκειται για συνομιλία, για συμπλήρωμα του λόγου της Μαρίας με την εικαστική παρέμβαση του Κώστα Κουκουζέλη.
Το δέντρο και τα κλαδιά της ελιάς. Τα απλά υλικά που δημιουργούν το πρότυπο της ζωής. Αυτής της ζωής που η γραφή τη θέλει γεμάτη από ψυχή. Μια ψυχή που όσο δύσκολα κατακτιέται, τόσο απλή είναι (οφείλει να είναι) στον πυρήνα της. Η Μαρία με το διήγημά της μας έδωσε μια προσωπική της θέα σε μια πορεία ζωής προς αναζήτηση αυτού του πυρήνα.

Διώνη Δημητριάδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου