Τρίτη 29 Μαΐου 2018

"Παλιά γειτονιά" διήγημα π. Σταύρου Τρικαλιώτη και μαζί μια φωτογραφία του Δημήτρη Χαρισιάδη


"Παλιά γειτονιά" 
διήγημα π. Σταύρου Τρικαλιώτη
και μαζί μια φωτογραφία του Δημήτρη Χαρισιάδη








   Δέν ἔφυγες. Μέ περιμένεις ἐκεῖ σκονισμένη ἀπό τήν πολυκαιρία, στό τετράδιο ᾽Εκθέσεων τῆς ἕκτης Δημοτικοῦ, στήν ἔκθεση «Ἡ Γειτονιά μου». Ἔχω χρόνια νά σέ διαβάσω. Εἶσαι στήν πέμπτη καἰ στήν ἕκτη γραμμή. Κάθεσαι στήν πολυθρόνα τοῦ σκηνοθέτη, φορᾶς τό ζεστό βαθυπράσινο σάλι σου, τά στρογγυλά μαῦρα γυαλάκια σου καί μᾶς ρίχνεις κλεφτές ματιές μέ τά μεγάλα βαθουλωτά σου μάτια. Κανένας δέν μπορεῖ νά ξεφύγει ἀπό τό διαπεραστικό βλέμμα σου.

   Ἔρχομαι δειλά δειλά γύρω στίς ἕνδεκα τό πρωί. Σέ καλημερίζω. Μοῦ χαμογελᾶς μέ τά σαρκώδη κατακόκκινα χείλη σου καί ἀρχίζεις νά ψάχνεις τίς τσέπες τῆς ρόμπας σου. Μοῦ κάνεις νόημα νά ἔρθω κοντά σου καί μέ φιλεύεις 3- 4 καραμέλες. Σκύβω εὐλαβικά καί σοῦ φιλάω ἀπό σεβασμό τό χέρι σου.

   Εἶσαι πάντα κρυμμένη σέ αὐτήν τήν Ἔκθεση! Ὅμως προχθές βγῆκες ἀπό τό πολυκαιρισμένο χαρτί - δέν ξέρω τί σέ ἔπιασε- καί ἦρθες νά σκαλίσεις τή μνήμη μου. Δέν γνωρίζω γιατί ἦρθες. Ἐγώ σέ εἶχα ξεχάσει. Ὄχι, ψέματα λέω. Δέν σέ εἶχα ξεχάσει. Σέ θυμᾶμαι πάντοτε μυστικά, ἀθόρυβα, ὅταν σκύβω τό κεφάλι μου στήν Ἄκρα Ταπείνωση. Ἔρχεσαι τότε σάν ἀστραπή, μοῦ χαμογελᾶς, παίρνεις τό δῶρο σου καί φεύγεις ἀμέσως. Ἀπό δίπλα σου ἔρχονται καί οἱ ἀγαπημένες σου θυγατέρες. Τίς θυμᾶμαι πού καμιά φορά μέ μάλωναν, ἀλλά στό τέλος πάντοτε φιλιώναμε. Φεύγουν κι αὐτές γρήγορα γρήγορα σάν τόν καπνό. Ποῦ πάνε ἄραγε καί εἶναι τόσο βιαστικές; Πάντως ὄχι στό τετράδιο τῶν Ἐκθέσεων. Ἐκεῖ εἶναι ἄψυχες. Ζωντανεύουν στή μνήμη μου μόνο ὅταν τίς διαβάζω.

   Ὅμως προχθές - τί ὄνειρο Θεέ μου κι αὐτό!- παρουσιάσθηκες- λέει- ξαφνικά μπροστά μου, μοῦ χαμογέλασες μέ αὐτό τό ἀλησμόνητο σεραίικο χαμόγελο, κάτι ψιθύρισες κι ἐγώ ἦρθα κοντά σου κι ἔκλαιγα ἀπαρηγόρητα καί σέ ἀποκαλοῦσα μητέρα καί σοῦ ἔλεγα μέ λυγμούς πόσο πολύ σέ ἀγαποῦσα.  Ἄκου πράγματα! Ἀλλά ἐσύ δέν ἔδειξες νά συγκινεῖσαι καθόλου.

   Σηκώθηκες ἀπό τήν πολυθρόνα σου, ἔριξες γρήγορα πάνω σου τό βαθυπράσινο σάλι κι ἔφυγες δίχως νά μέ χαιρετίσεις. Ἤσουν μόνη τώρα, χωρίς τίς θυγατέρες σου. Φαινόσουν εὐχαριστημένη. Μοῦ χαμογέλασες - τό θυμᾶμαι πολύ καλά αὐτό τό γλυκό σου χαμόγελο- ἀλλά δέν μοῦ μίλησες. Σάν νά μήν εἶχες φωνή ἤ σάν νά ἔπνιγαν τήν φωνή σου δάκρυα.

   Τήν ἄλλη μέρα σέ σκεφτόμουν διαρκῶς. Σκαρφάλωσα στό πάνω ντουλάπι. Ξεχώνιασα τό τετράδιο Ἐκθέσεων καί σέ βρῆκα πάλι ἐκεῖ. Στήν παλιά μας Γειτονιά μέ τίς πολλές γλάστρες καί τά κολλητά μας δωματιάκια. Τώρα καθόσουν κάτω ἀπό τόν μεγάλο πλάτανο. Ἧταν καλοκαιράκι. Οἱ ἀχτίδες τοῦ ἥλιου ἔπεφταν στά μεγάλα σου φρεσκοπλυμένα μαλλιά καί τά ἔκαναν χρυσαφένια. Θυμήθηκα πού ἄνοιξες τό μικρό σου μαῦρο πορτοφολάκι καί μέ φίλεψες ἐκεῖνον τόν Αὔγουστο γιά τήν ἐπιτυχία μου, πού τήν εἶχες χαρεῖ σάν δική σου.

   Πόσα χρόνια πέρασαν ἀπό τότε! Ὅμως ἐσύ στέκεσαι ἐκεῖ, στή μικρή μας γειτονιά καί μᾶς βάζεις ὅλους στό ζεστό σου σάλι νά μήν κρυώνουμε τά χειμωνιάτικα βράδια.

   Καληνύχτα γιαγιά...

π. Σταύρος Τρικαλιώτης

27 / 05 / 2018,

Κυριακή τῆς Πεντηκοστῆς
(η φωτογραφία του Δημήτρη Χαρισιάδη)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου