Αγήτρα της σκιάς
της Αντωνίας Μποτονάκη
εκδόσεις Ιωλκός
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/agitra-tis-skias/
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/agitra-tis-skias/
«Ιδού δέδωκα υμίν»
είπε ο ποιητής
Ο ποιητής δίνει αυτά που έχει,
αυτά που -στερούμενος- επιθυμεί να μοιραστεί με τους άλλους. Αν συνομολογήσουμε
όσοι διαβάζουμε και κοινωνούμε ποίηση αυτή την ελάχιστη αλήθεια, θα μπορούσε όλη
η ουσία του παρόντος κριτικού σημειώματος
να εμπεριέχεται σε δεκατρείς στίχους από το ποίημα Οδός Αιόλου [Χριστούγεννα]. Έχω την αίσθηση διαβάζοντας πως όλα τα
έχει πει η ποιήτρια με τις λιγότερες λέξεις για να δώσει μέσα σε μια έξοχη
εικόνα το δράμα που ζούμε στους δρόμους της πόλης, κάνοντάς μας έτσι
συνοδοιπόρους της δικής της ματιάς:
[…]
Ένας τυφλός ακορντεονίστας μόνο
σήκωσε την ισχνή παλάμη του
κάθετη μπροστά μας
φωνάζοντας: «Έτη πολλά!».
Ήταν δυσοίωνη μια προφητεία
ή μήπως μία κατάρα;
Την ώρα που ανταλλάσσαμε τα δώρα
με κάτι αισχρά αγκαλιάσματα
είδα το δρόμο της απελπισίας ν’ απλώνεται
πίσω απ’ την πλάτη του Άλλου
που σήμερα είχε γίνει ίδιος
μα κι απαράλλαχτος
εγώ.
Αν είναι ικανή η ποίηση να δώσει με αυτό το ελάχιστο
το άπαν, τότε ο δημιουργός της, εν προκειμένω η ποιήτρια Αντωνία Μποτονάκη, ξεχωρίζει μέσα στο πλήθος των πολλών. Όχι μόνο για την παραπάνω ικανότητα, όμως. Κυρίως
γιατί ο λόγος της εμπεριέχει τον ρόλο του Ποιητή. Αυτός ο ποιητής που κραυγάζει
ερχόμενος απ’ τους αιώνες κι ας μην τον ακούμε, κι ας έχει την πικρή
γνώση αυτής της αδιαφορίας. Με τη χρήση του πρώτου πληθυντικού προσώπου η
ποιήτρια συναριθμεί τον εαυτό της με όσους είδαν το πρόσωπο της Μέδουσας. Συνειδητή η ενσωμάτωση, κι εμείς ακολουθούμε:
[...]
Χτες, καθώς βούτηξα γυρεύοντας
τη ζωή
τη ζωή μου
δεμένη σε κείνο το παιδικό μου πέδιλο
που χάθηκε πριν χρόνια
μπλεχτήκανε τα δάχτυλά μου
σε μια θαλάσσια ανεμώνη
ή στα μαλλιά ενός παιδιού απ' τη Συρία
μπορεί κι απ' το Αφγανιστάν.
[…]
Κι εμείς που είδαμε το πρόσωπο της Μέδουσας
και πέτρωσε η καρδιά μας
και πέτρωσε η ζωή
ολοένα το βάθος του ορίζοντα κοιτάμε
προσμένοντας το θαύμα
που δεν πιστεύουμε πια.
Γιατί, το ξέρουμε καλά, μόνο όταν έχεις αγγίξει το «μέσα»
της ζωής μπορείς και να μιλάς γι’ αυτήν, και ο λόγος σου να ταξιδεύει στους
ανθρώπους. Αλλιώς ανεμοσκορπίζεις τις λέξεις σου. Εδώ, λοιπόν, η ποιήτρια
ανιχνεύει τον εσωτερικό πυρήνα της ζωής, και κατόπιν κοινωνεί σε μας τα
ευρήματά της. Έντονη στους στίχους της η συνύπαρξη δύο κόσμων, αυτό το πέρασμα
από τον απολύτως προσωπικό χώρο στον κοινό τόπο, στο σημείο συνάντησης με τον
αναγνώστη της, με τον πάσχοντα άνθρωπο, τον Άλλο. Για πολλούς ποιητές είναι
αδιανόητη αυτή η σύζευξη, γι’ αυτό και σκόρπια πετούν τα λόγια τους της
εγωκεντρικής ομφαλοσκόπησης, χωρίς ποτέ να βρίσκουν στόχο. Εδώ όμως είναι
απόλυτη η συνύπαρξη. Οι δύο κόσμοι γίνονται ένας, ενιαίος και αδιαίρετος. Αναμφίβολα
μια τέτοια γραφή έχει μέσα της πόνο, προσωπικό αλλά και πόνο για τον γύρω
κόσμο.
Παίρνω στα χέρια μου την πένα
που εσύ μου εμπιστεύθηκες.
Πάλι στην άκρη την αφήνω
και πονώ.
Αρκεί ο αποδέκτης της ποίησης να ανιχνεύσει τα
σημάδια, να περπατήσει στους κώδικες, να ενστερνιστεί τον αποκρυπτογραφημένο
τους λόγο κάνοντας την αρχή από τον τίτλο της συλλογής. Η Παναγιά η Οδηγήτρια,
η Αγήτρια ή Αγήτρα της Μάνης, κρυμμένη μέσα στα γκρεμνά, αθέατη αν δεν την
ψάξεις. Ποιος είπε ότι έχει πεθάνει ο συμβολισμός στη ποίηση; Πάντα θα
λειτουργεί για να αποδεικνύει περίτρανα την έννοια των δύο συμβαλλόμενων μερών.
Τα δυο κομμάτια που πρέπει να αγγίξει το ένα το άλλο για να φανεί όλη η σημασία
της λέξης. Έτσι κι εδώ ο ποιητικός λόγος της Αντωνίας Μποτονάκη απαιτεί
ανίχνευση και αποκάλυψη του αθέατου σημαντικού. Τότε μπορεί να αφεθεί να
ατενίσει εκεί απ’ την Αγήτρα της σκιάς να
έρχεται παλιό πλεούμενο:
Τ’ ακούγανε τα μπλε
τ’ ακούγανε τα κόκκινα
τ’ ακούγανε τα ξύλινα καΐκια
κι η Αγήτρα της σκιάς χαμήλωνε τα μάτια
και πέρα στις φραγκοσυκιές μαραίνονταν τ’
αγκάθια.
Και ξεστρατίζαν οι γαλέρες μεσοπέλαα
κι ο άνεμος που έγλειφε τις σκουριασμένες
ράγες
έφερνε αφρούς, έφερνε ανθούς, έφερνε
μοιρολόγια
ως πέρα τα προσήλιαγα τα μέρη του μαντείου.
[…]
Έτσι με τους παλιούς δεκαπεντασύλλαβους πορεύεται
το ποίημα και πλέει, και η ποιήτρια δεν ξέρει πια:
Μπερδεμένη.
Θαρρώντας ότι ταξίδευα μ’ ένα εμπορικό για
Μασσαλία.
Ένας ο κόσμος, ενιαίος, ο μέσα, ο έξω, ο πέρα
μακριά. Όλα μέσα μας είναι, εκεί μπερδεύονται και εμείς τη μία εικόνα νιώθουμε ως
σύνολο των διαφορετικών σημείων της, μην ξέροντας από πού και πώς φθάνει σε
μας. Αυτή την αίσθηση έχω διαβάζοντας την ποίηση της Μποτονάκη. Το υπέροχο και
ανεξήγητο Όλον.
Κι αν ψάξεις να δεις πώς γράφονται τέτοια ποιήματα,
έχει να σου πει η ποιήτρια στο εξαιρετικό Μεταναστευτικός
βίος, που από μόνο του θα αρκούσε
για να έχουν ειπωθεί όλα τα σύμβολα μεμιάς, τα μέσα και τα έξω, τα πιο
προσωπικά και τα πιο κοινά:
[…]
Κάτω από την ουράνια σφαίρα
βάζω
σημάδια πάνω στον χάρτη μου.
Απόψε νύχτωσε νωρίς
κι ο δρόμος της επιστροφής
φαντάζει αναπότρεπτος.
Από την εποχή των παγετώνων
σημαδεύω τον δρόμο της σελήνης
απέναντι απ’ τους γυμνούς
των γηροκομείων γλόμπους.
(Θέλω να υπογράψω αυτούς τους στίχους
βάζοντας σαν τους ποιητές κι εγώ τη μέρα και
τον τόπο.
Να δείξω πως ταξίδεψα·
όχι μονάχα μέσα στο λεκιασμένο μαντιλάκι της
μητέρας μου
αλλά ωσάν εκείνα, τα μεγάλα, αποδημητικά
πουλιά
που κάθε χρόνο πάνω απ’ τα βουνά περνούσαν
και βγαίναν οι γυναίκες στην κορυφογραμμή με
θυμιατά
κι ανέβαινε ψηλά ο καπνός.
Και τότε οι γερανοί -τέτοια πουλιά-
σταμάταγαν για λίγο
κάνοντας κύκλους πάνω απ’ τα κεφάλια μας.
Κάνοντας κύκλους
Σαν να μην ήξεραν αν έπρεπε να συνεχίσουν.)
Η ποίηση της Αντωνίας Μποτονάκη απευθύνεται στον
αναγνώστη για να τον κάνει κοινωνό της δικής της θέας των πραγμάτων. Δείχνει με
τον απολύτως προσωπικό τρόπο γραφής την πορεία από τη σύλληψη της ιδέας ως την
ολοκλήρωση του ποιητικού σώματος. Ταυτόχρονα καταθέτει ένα λόγο στα όρια του
λυγμού, όπως πρέπει να αρθρώνεται ο σωστός και ειλικρινής λόγος. Και αφήνεται
να συμπλεύσει με τις εικόνες της φύσης, με τη σκιά εκείνης της αθέατης Αγήτρας,
αυτής που σαν γνήσια Οδηγήτρια μπορεί να την οδηγήσει στα στενά περάσματα, τα
σκοτεινά.
Κοιτάζοντας το εξώφυλλο νομίζω πως κατανοώ. Ο
συνδυασμός του σκιερού περιεχομένου με το λιτό (όσο κι ο πόνος ο αυθεντικός) το
αιμάτινο, το κατακόκκινο. Ένας υπαινιγμός ίσως για την αλήθεια της ζωής, που
απεχθάνεται τα περιττά;
Διώνη Δημητριάδου
(η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/agitra-tis-skias/)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου