Ακούω φωνές
Διηγήματα
Λουκία Δέρβη
Εκδόσεις Μεταίχμιο
η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr
Λουκία Δέρβη: «Ακούω φωνές» (diastixo.gr)
Ποια είναι η αληθινή φωνή των προσώπων που εγκλωβίζει
μέσα της η μυθοπλασία; Είτε πρόκειται για υπαρκτά πρόσωπα, που η συγγραφική
εκδοχή τα έντυσε με τον μανδύα του λογοτεχνικού «ψεύδους», είτε για συγγραφικές
επινοήσεις, είτε (το συνηθέστερο) για μια ανάμειξη των δύο (με αδιόρατες τις
ραφές μεταξύ τους), πόσο από το αυθεντικό κομμάτι του ήχου τους ανήκει στον
ίδιο τον συγγραφέα; Είναι οι αλλότριες φωνές που διαμορφώνουν τις λογοτεχνικές
περσόνες, που «καθοδηγούν» κατά κάποιο τρόπο τον συγγραφέα στη μυθοπλασία του,
στην πλοκή, στην ιδιαιτερότητα του ύφους; Ή, μήπως η συγγραφική τέχνη είναι
που, πλάθοντας αυτές τις φωνές, τους εμφυσά τη ζωή, τους δίνει το βήμα για να
μιλήσουν, σε ένα παιχνίδι ανάμεσα στην αυθεντικότητα και την παραποίηση, την
αλήθεια και την αναγνωστική «ξαπάτηση». Όπως και να το δούμε, αυτή είναι η
γοητεία της λογοτεχνίας, αυτή και η τέχνη του δημιουργού των επινοημένων
προσώπων, της επινοημένης πλοκής.
Η Λουκία Δέρβη, στο πρόσφατο βιβλίο της με διηγήματα Ακούω φωνές, αφέθηκε να αφουγκραστεί τις φωνές των ηρώων
της, διαμορφώνοντας μια ενδιαφέρουσα ποικιλία ηχοχρωμάτων. Οι ήρωές της, από
την προβληματισμένη από τον «Λύκο» της στο πρώτο διήγημα («Πεντέμισι βδομάδες»)
μέχρι τον απολαυστικό στη μετρημένη του αγανάκτηση Ανέστη στο τελευταίο διήγημα
«Δημήτρη με λένε», μιλούν με τον δικό του τρόπο ο καθένας, αποδεικνύοντας πως η
Δέρβη έχει την ικανότητα να μεταποιεί το ύφος και τον λεκτικό τρόπο από ήρωα σε
ήρωα, χωρίς να πέφτει στην παγίδα της ομοιομορφίας. Η Δέρβη δοκιμάζει
αφηγηματικές τεχνικές, διαφοροποιώντας κάθε φορά τον αφηγητή, την οπτική γωνία,
την εστίαση και τον ρυθμό της αφήγησης, και απογειώνει τη γραφή της στην
ποικιλία των αφηγηματικών τρόπων, επιλέγοντας πότε την αφήγηση, πότε τον
διάλογο, την περιγραφή, τον εμβόλιμο σχολιασμό και, αριστουργηματικά, τον
μονόλογο. Σαν όλο το εγχείρημα να αποτελεί μια άσκηση συγγραφική, μια
αναμέτρηση με όλες τις δυνατότητες που προσφέρει ο λόγος. Κάτι τέτοιο, φυσικά,
απαιτεί ιδιαίτερες ικανότητες, και η Δέρβη αναμφισβήτητα τις έχει.
Έχω προβάρει
στο μυαλό μου ολωνών τις κηδείες. Της μάνας μου, των συναδέλφων μου, των φίλων
μου, της Λίτσας και όλου του κομμωτηρίου, του Λύκου. Ειδικά του Λύκου. Αν
πεθάνει, θα πεθάνω, το ξέρω. Κι αν πεθάνω πρώτη εγώ; Για μένα ποιος θα κλάψει;
Ο Λύκος; («Πεντέμισι βδομάδες», σ. 16).
Ξεχωρίζω δύο από τα διηγήματα, αν και πραγματικά
δύσκολη η επιλογή.
Το πρώτο είναι η «Ελεύθερη πτώση», μια άσκηση ύφους,
μια πρόκληση στις δυνατότητες της γλώσσας, σε ένα κείμενο που αναπτύσσεται
ολοένα και περισσότερο με την προσθήκη, από παράγραφο σε παράγραφο, κάθε φορά μόνο
μιας λέξης. Η αποθέωση της παντοδυναμίας της λέξης, που εδώ εμπεριέχει μεν το
δικό της κωδικοποιημένο μήνυμα, αλλά προστιθέμενη με το ελάχιστο σώμα της στο
υπόλοιπο κείμενο το διαφοροποιεί το μετασχηματίζει σε νόημα, του δίνει την
ώθηση να ολοκληρωθεί.
Το δεύτερο είναι το «Δημήτρη με λένε», που συνιστά την ανησυχία ή το άγχος της κάθε συγγραφής: ποια είναι η σχέση που δημιουργείται με τον ήρωα της μυθοπλασίας, κυρίως τον επινοημένο; Αποκτά μια δική του «υλική» πλέον υπόσταση, και τότε ο δημιουργός του πρέπει να απολογηθεί; Πόσο αντέχει το «μαγικό ψεύδος» της λογοτεχνίας; Η συγγραφέας εδώ απέναντι στον ήρωά της.
Τις φορές που η Δέρβη επιλέγει τον μονόλογο (όπως στις
«Πεντέμισι βδομάδες», στο «Ο κήπος απέξω», «Η αλήθεια για τον Ντίνο» ή στο
«Παναγιώτης Όπως νομίζεις»), δημιουργεί την αίσθηση μιας ιδιαίτερης ικανότητας
να προσδίδει στους ήρωές της αληθινή υπόσταση, πραγματική φωνή, να τους κάνει
περίοπτους, ορατούς από όλες τις διαστάσεις τους, να αναδεικνύει (ακόμα και στα
πιο καθημερινά θέματα) το βάθος τους.
Έχω καλό
προαίσθημα για την Αντιγόνη. Πάω στοίχημα πως είναι ξανθιά. Και διαβάζει και
βιβλία, αυτό πού το πας; Θα έχουμε κάτι να λέμε, να συζητάμε, να πούμε. Αυτά τα
λίγα που ξέρω για τους Έλληνες συγγραφείς θα της τα πω όλα, και για τα βιβλία
που έχω διαβάσει θα της πω, και για την αρχαία μας ιστορία θα της πω, και αν
είναι ανοιχτό μυαλό, να πούμε, θα της πω πως πάω και σχολείο, και για τη ζωή
μου θα της πω, δεν τραβάω ζόρι, η άλλη πρέπει να ξέρει με τι φρούτο μπλέκει, το
σωστό να λέγεται. («Παναγιώτης Όπως
νομίζεις», σ. 117).
Αναμφισβήτητα μία από τις πιο ενδιαφέρουσες συλλογές
διηγημάτων, πολύμορφη στους τρόπους της, συχνά ευρηματική. Σκέφτομαι, ταυτόχρονα, πόσο ακόμα πιο ενδιαφέρον θα ήταν να δοκιμάσει
η Λουκία Δέρβη τον αφηγηματικό τρόπο του μονολόγου στη μεγάλη αφήγηση, δηλαδή το
μυθιστόρημα.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου