Το διαλυμένο σπίτι
Horst Krüger
Τα νεανικά μου χρόνια
στη Γερμανία του Χίτλερ
μετάφραση: Σίσσυ
Παπαδάκη
εκδόσεις Gutenberg/σειρά: Ιστορία
η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress
Η
κανονικότητα και η επώαση του Κακού
Το συλλογικό τραύμα των Γερμανών, απότοκο των χρόνων
του Ναζισμού, είναι βαθύ και ακόμη ζωντανό, όσο κι αν ο χρόνος και οι πολιτικές
εξελίξεις λειαίνουν, όπως είναι αναμενόμενο, τις κοφτερές γωνίες. Κατά τον
Γκίντερ Γκρας ο μόνος τρόπος για να εξιλεωθεί κανείς ήταν να αντιμετωπίσει και
να παραδεχτεί το παρελθόν του. Η έννοια της συλλογικής ενοχής και ευθύνης,
φυσικά, δεν είναι καθόλου απλή, γιατί μια κοινωνία πολυδιάστατη και πολύμορφη σε
όλες τις παραμέτρους της, δεν μπορεί να εκληφθεί συλλήβδην ως αριθμητικό σύνολο
μονάδων που δρουν καθ’ όμοιο τρόπο. Υπάρχει και η απόλυτη άποψη, διατυπωμένη από τον Jean Améry (Hans Maier): Δικαιούμαι να πω ότι στη δική μου συνείδηση τα εγκλήματα του καθεστώτος
αποτυπώθηκαν ως συλλογικές πράξεις του έθνους. […] Όλοι τους θεωρούσαν ότι τα πάντα λειτουργούσαν με απόλυτη τάξη, και
βάζω το χέρι μου στη φωτιά πως αν εκείνη την εποχή, το 1943, καλούνταν να
προσέλθουν στις κάλπες θα υπερψήφιζαν τον Χίτλερ και τους συνεργάτες του.
(Jean Améry, Πέρα από την ενοχή και την
εξιλέωση, Άγρα, σε μετάφραση του Γιάννη Καλιφατίδη).
Από τις πιο ενδιαφέρουσες εκδοχές αποτύπωσης του
ηθικού φορτίου μιας ολόκληρης γενιάς που έζησε στα χρόνια γέννησης και ανόδου
του Ναζισμού, αποτελεί η μέσω της γραφής (λογοτεχνικής ή όχι, με γνωστό πάντως τον αφορισμό του Τέοντορ
Αντόρνο: «Το να γράψεις έστω και ένα ποίημα μετά το Άουσβιτς είναι βάρβαρο»)
συνειδητοποίηση, αποδοχή, ερμηνεία εν τέλει, του αισθήματος προσωπικής ευθύνης
– στο μέτρο, φυσικά, που η μονάδα/ψηφίδα της συνολικής τοιχογραφίας μετέχει,
επωμίζεται, χρεώνεται την επικράτηση του Κακού.
Ο Χορστ Κρίγκερ (1919-1999), ο εγκυρότερος Γερμανός αρθρογράφος
της μεταπολεμικής περιόδου, ανατρέχει στις αναμνήσεις του από τα χρόνια ανόδου
και επικράτησης του Ναζισμού, όπως ο ίδιος βίωσε την εποχή αυτή στο Άιχκαμπ,
ένα προάστιο του Βερολίνου, κατά τη δεκαετία του 1920 και του 1930 (αλλά και
κατόπιν στα χρόνια του πολέμου ως σμηνίας της Βέρμαχτ) με τους φιλήσυχους και
αδιάφορους για τα πολιτικά πράγματα κατοίκους, σε μια οικογένεια που τίποτα δεν
έμοιαζε ικανό να διαταράξει την ηρεμία της. Το βιβλίο γράφτηκε το 1965-1966 και
εκδόθηκε το 1966, ως απότοκο της συγκλονιστικής του εμπειρίας να παρακολουθήσει
τη σειρά δικών που έγιναν στη Φρανκφούρτη (1963-1965) για τα εγκλήματα στο
Άουσβιτς. Ήταν τότε που για πρώτη φορά αναρωτήθηκε για τη δική του ευθύνη, το
προσωπικό του μερίδιο στη γερμανική κτηνωδία. Τον συντάραξε η συνειδητοποίηση
της δικής του θέσης σ’ έναν κόσμο που στα χρόνια εκείνα έμοιαζε φυσιολογικός
και κανονικός, μέσα του όμως επωαζόταν το αυγό του φιδιού. Αυτό που θα μας
δείξει στη συγκλονιστική του αφήγηση, είναι πόσο τραγικά αληθινή είναι η
κοινοτοπία του Κακού, που θεωρητικά έχει αναπτύξει η Χάνα Άρεντ, μα και πόσο αφορά,
πέρα από τη γερμανική περίπτωση, κάθε σταδιακή επώαση του Κακού που εκλαμβάνεται
ως φυσιολογική (άρα αποδεκτή) κανονικότητα, όπου γης.
Το διαλυμένο σπίτι του γίνεται μια μικρογραφία της γερμανικής κοινωνίας που τελούσε εν υπνώσει, κι έτσι δεν εννόησε έγκαιρα μια πορεία προδιαγεγραμμένη – όταν ο απλός πολίτης δεν αφυπνίζεται, δεν νιώθει τη σιωπή, την ανοχή του, όχι απλώς ως «κανονικότητα» αλλά ως στοιχείο άρρηκτα δεμένο με τη διαμόρφωση της ιστορίας, τότε είναι συμμέτοχος σε όποια μορφή πάρει αυτή. Έτσι, περιγράφοντας με το χαμηλόφωνο ύφος του, τόσο γλαφυρό όμως, τι συνέβαινε στην οικογένειά του και στους γείτονές του –όλοι συνηθισμένοι, θα πει, άνθρωποι– σιγά σιγά ανοίγει το σκηνικό για να φανεί η ευρύτερη εικόνα. Η μητέρα του διαβάζει το ευπώλητο της εποχής (Ο Αγών μου, του Χίτλερ), χαρίζει μικρές σβάστικες στο παιδί της, θεωρεί μέρα τη μέρα σωτήριο το φρικτό πρόσωπο του ναζισμού. Ο ίδιος, χωρίς ακριβώς να καταλαβαίνει τι κάνει (και σε τι πιστεύει), επηρεασμένος από τον συμμαθητή του, θα λάβει μέρος σε αντιστασιακή πράξη και θα συλληφθεί. Όμως το καθεστώς, ξέροντας να διακρίνει τον ιδεολόγο από τον ανίδεο πολιτικά, τον αφήνει ελεύθερο. Δεν κινδυνεύει από τέτοιους πολίτες, ίσα ίσα σ’ αυτούς στηρίζει (όσο και στους συνειδητά ταγμένους) την κυριαρχία του. Και αυτή είναι μια ενοχή που δεν μπορεί εύκολα να αποποιηθεί η συνείδηση της γενιάς του Κρίγκερ. Ας επισημανθεί, όμως, η «δραπέτευση» της αδελφής του (από τα πιο συγκλονιστικά κεφάλαια) τόσο από τον ασφυκτικό κλοιό της οικογένειας, όσο και από μια ζωή ήδη νεκρή – ποιος θα τολμούσε όπως αυτή να δει τα όρια διαφυγής τόσο τραγικά δεμένα με το αδιέξοδο;
Ο Κρίγκερ στον Επίλογο του βιβλίου (γραμμένο δέκα
χρόνια μετά) θα πει ότι μοιάζει σαν να δημιουργήθηκε από μόνο του, σαν με τη
συγκεκριμένη αφορμή να άνοιξε ένα ρήγμα συνειδησιακό, να βγήκε το ορμητικό
ποτάμι στην επιφάνεια. Και πράγματι, η αφήγησή του σε αδιάκοπη ροή, τόσο που
δεν σε αφήνει να πάρεις ανάσα, απηχεί και τον τρόπο που έφτασε η μνήμη στο
χαρτί, εμπλουτισμένη με την αναγκαία συνειδητοποίηση που δεν επέτρεπε κανένα
άλλοθι. Όταν αναρωτιέται τι θα έκανε αν αυτός επιλεγόταν να οδηγήσει τους
Εβραίους στο κολαστήριο του Άουσβιτς, αν ένιωθε τον ρόλο του εκείνη την ώρα, αν
ήξερε, αν καταλάβαινε τι γινόταν, αν είχε άραγε τη βούληση να αντιδράσει και να
υποστεί τις συνέπειες, είναι επιτέλους αντιμέτωπος με το μείζον ερώτημα που φωλιάζει στην ψυχή των
Γερμανών της γενιάς εκείνης: εγώ πού
ήμουν τότε; Καμιά φτηνή δικαιολογία δεν είναι αρκετή· η τύχη επέλεγε
κάποιον στα μετόπισθεν, κάποιον στο μέτωπο του πολέμου και κάποιον συνεργό στα
εγκλήματα. Καθόλου τυχαία η τελευταία πρόταση του βιβλίου συνοψίζει όλα τα
παραπάνω: Σκέφτομαι πως ο Χίτλερ θα
μείνει για πάντα μαζί μας, για όλη μας τη ζωή. Το γεγονός ότι όλο αυτό
θέλησε να το καταγράψει, στην ουσία του επέτρεψε να συνεχίσει τη ζωή του, λίγο
πιο ανακουφισμένος· τουλάχιστον αυτός μίλησε, τα είπε.
Η μετάφραση της Σίσσυς Παπαδάκη, σε όμορφα και σωστά
ελληνικά, παρακολουθεί το ύφος της αρχικής γραφής. Στο Επίμετρο, το κείμενο του
Μάρτιν Μόζεμπαχ, ανακεφαλαιώνει όλο το βιβλίο, σχολιάζει τον τρόπο γραφής του
Κρίγκερ, παρουσιάζοντας ταυτόχρονα την προσωπικότητά του, με την «άτυπη
κατάθλιψη», την ηθελημένη υποβάθμιση ή και αποσιώπηση του δικού του ρόλου
προκειμένου να φανεί η περιρρέουσα ατμόσφαιρα,
να ανοίξει ο ορίζοντας σε ευρύτερο σκηνικό. Ένα συγκλονιστικό βιβλίο, από
τα καλύτερα που έχουν γραφεί γι’ αυτό το «σιωπηλό» δράμα ενός συλλογικού
τραύματος.
Διώνη Δημητριάδου
Αποσπάσματα
Τώρα τη
στιγμή που το στοιχειό εξαφανίζεται, που ακόμα και οι τυφλοί αρχίζουν να
βλέπουν καθαρά, αλλάζεις πλευρά, εσύ, ο ασήμαντος σμηνίας της Βέρμαχτ, ο εικοσιπεντάχρονος,
ένας μόνο από τα είκοσι εκατομμύρια ένστολους, εμφανίζεσαι ολομόναχος, στις
Ηνωμένες Πολιτείες της Βορείου Αμερικής και λες: «Δεν θέλω άλλο, δεν μπορώ
άλλο. Έρχομαι εξαιτίας του μίσους μου για τον Χίτλερ και γιατί έχω θυμώσει με
τον λαό μου και δεν τον εμπιστεύομαι».
(σ. 147).
[…] ήταν βεβαίως
ο Χίτλερ· είναι ακόμα μαζί μας. Παραμένει κυρίαρχος στο σκοτάδι, υπόγεια. Με
κάποιον τρόπο έχει επιφέρει ένα ρήγμα. Άλλοι κυνηγούν το χρήμα, άλλοι πηγαίνουν
στη δίκη του Άουσβιτς, κάποιοι τα κουκουλώνουν, κάποιοι τα ξεσκεπάζουν – αυτές
είναι οι δύο πλευρές του γερμανικού νομίσματος. Σκέφτομαι πως ο Χίτλερ θα
μείνει για πάντα μαζί μας, για όλη μα τη ζωή! (σ. 210).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου