Ονειρεύτηκα τη Σανγκάη
Γιάννης Ξανθούλης
εκδόσεις Διόπτρα
η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr
Γιάννης Ξανθούλης: «Ονειρεύτηκα τη Σανγκάη» (diastixo.gr)
Το κωμικό είναι η άλλη όψη του τραγικού. Αυτή η
αλήθεια θα μπορούσε να περιγράφει εν συντομία το νέο βιβλίο του Γιάννη Ξανθούλη
Ονειρεύτηκα τη Σανγκάη. Ένας τρόπος
να δεις τη ζωή από την άλλη όχθη, την πιο περιπαικτική, με τη ζωογόνο δύναμη
που προσάπτει στα θνησιγενή πράγματα η χιουμοριστική τους εκδοχή. Άλλοτε με
σάτιρα σαρκαστική και άλλοτε με αυτοσαρκαστική ανατομία του εαυτού συνιστά μια
διαρκή ανατροπή των στερεοτύπων, των περίκλειστων χώρων που εγκλωβίζουν τη ζωή σε
στεγανά τοπία. Ο Ξανθούλης καλά το γνωρίζει αυτό, έτσι οι ιστορίες του αφορούν
ό,τι μπορεί να χαρακτηρισθεί δραματικό εμπεριέχοντας (κατά την αρχετυπική
έννοια του δράματος) τόσο το τραγικό όσο και το κωμικό στοιχείο σε αντιστικτική
σχέση.
Ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, ο Πέτρος Μακκαβαίος,
αλλά και ο χώρος που διαδραματίζονται τα γεγονότα, το χωρίο Πετρόκαμπος (χαμένο
και άγνωστο κάπου ανάμεσα σε Στερεά, Ήπειρο και Θεσσαλία) συνιστούν ένα υλικό
μυθοπλασίας σε πρώτη ματιά άγονο και χέρσο, που μόνο κάτω από την ευφυή
έμπνευση και γραφή του Ξανθούλη μπορεί να πάρει ανάσα και ζωή, να βρει τον
δρόμο για μια πλοκή τόσο πολύτροπη, πολύμορφη και ανατρεπτική· μια ιστορία
πρωτότυπη στην αρχική της ιδέα, στους αφηγηματικούς της τρόπους, εν τέλει στη
μοναδικότητά της. Να το πούμε κι αυτό, βέβαια, μια ιστορία τολμηρή, γι’ αυτό
ξεχωριστή και ενδιαφέρουσα.
Αυτό το ξεχασμένο χωριό, που το ξεραίνει ο ανελέητος
ήλος, χωρίς μια σκιά δέντρων, που μόνον οι άφθονοι σκορπιοί μοιάζει να το
αγαπούν, θα έρθει ξαφνικά στην επικαιρότητα μέσα από μια απίστευτη συγκυρία.
Ένα ξενιτεμένο τέκνο του χωριού, ο Λάκης Μπούγας, ο γιος της μαμής και αγνώστου
πατρός, αφήνει στη διαθήκη του ένα μήνυμα στους συγχωριανούς του, που φθάνει στον
Πετρόκαμπο μέσα σε μια επιστολή προς τον Πέτρο Μακκαβαίο, τον μακρινό συγγενή
του. Την περιουσία του την αφήνει στο χωριό του. Και αυτό δεν θα ήταν
ιδιαίτερης σημασίας, αν η περιουσία αυτή δεν ήταν αμύθητη. Όμως, θέτει και τους
όρους του. Η επιθυμία του είναι να αναβαθμισθεί πολιτιστικά το χωριό του με την
ίδρυση ευαγών ιδρυμάτων (π.χ. ένα σύγχρονο Ιατρικό Κέντρο) και κυρίως ένα Κέντρο
Τεχνών/Μουσείο αφιερωμένο στον ίδιο και τη δράση του στο εξωτερικό. Γιατί αυτός
που έφυγε μόλις δεκατεσσάρων χρονών για τη Γερμανία, κατόρθωσε να εξελιχθεί σε
ένα σχεδόν μύθο του κινηματογράφου, με ειδίκευση (λόγω εξαιρετικών ειδικών
σωματικών «προσόντων») στις πορνοταινίες, με το όνομα Φικιφίκας. Η φήμη του
πέρασε γρήγορα τα σύνορα της Γερμανίας και έφθασε μέχρι την αγορά ταινιών σεξ
της Κίνας, μάλιστα στη Σανγκάη η πρώτη του ταινία (Το τρίτο πόδι του Ρήνου) ξεπέρασε τα εννέα εκατομμύρια
εισιτήρια!
«Ναι, αγαπητοί
συμπατριώτες, εγώ είμαι! Ο Απόστολος Μπούγας. Ο Λάκης…» ακούστηκε τρεμάμενη η
φωνή του. «Έφυγα μακριά και πρόκοψα. Αλλά θέλησα, προτού τα τινάξω, να τιμήσω
τη μάνα μου, τη μαμή, που ποτέ δεν αναγνωρίστηκε ο κόπος της. Δηλαδή να ξεγεννά
τα μπάσταρδά σας. Χώρια πόσες εκτρώσεις έκανε στις κόρες και τις συμβίες σας. Μέχρι
και παρθενορραφές κεντούσε, για να βοηθήσει τα κορίτσια σας να παντρευτούν.
Αλλά… αλλά και οι άντρες κουβαλιούνταν στο σπίτι μας, κάτω στο Πουτανόρεμα, για
να τους φτιάξει το καυλινάρι, όταν πάθαιναν αρρώστιες από τα ξενοπηδήματα. Κι
όμως, μας είχατε του φτυσίματος. Από την άλλη, το αίμα νερό δεν γίνεται και
είπα ότι μπορεί να έφταιγαν οι πολλές
πέτρες του Πετρόκαμπου και τα δαγκώματα των σκορπιών, που ρίχνανε φαρμάκι στο
αίμα σας και ίσως να το πικραίνανε. Ή μπορεί και οι υπνοβασίες, που μας
μπερδεύανε. Κι εσείς παιδιά υπνοβατών είστε. Κι ο δικός μου πατέρας υπνοβάτης
ήταν. Γιατί όλοι οι υπνοβάτες κατέβαιναν στο Πουτανόρεμα. Όσοι άλλαζαν δρόμο
και πήγαιναν κατά το Πετρολίβαδο, τους έπαιρνε ο διάβολος. Όμως τώρα πια όλα
αυτά δεν έχουν καμιά σημασία. (σ.
314-315).
Και ως εδώ, πάλι τα πράγματα θα ήταν κάπως απλά, αν δεν έθετε έναν ακόμη όρο: στο Μουσείο το αφιερωμένο σ’ αυτόν. Σε ειδική προθήκη έπρεπε να εκτεθεί το συντηρημένο σε φορμόλη όργανο του μακαρίτη, στις ειδικές διαστάσεις και ικανότητες του οποίου χρώσταγε τη φήμη του, την καριέρα του και φυσικά τα αμύθητα πλούτη του. Από το σημείο αυτό κι έπειτα η γραφή του Ξανθούλη θα απλωθεί σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα, συνιστώντας ένα από τα πιο σύνθετα έργα του ως τώρα – και λέω ως τώρα, γιατί κανείς δεν γνωρίζει πού ακόμη θα τον οδηγήσει η ανεξάντλητη έμπνευσή του, χρόνο με τον χρόνο ακόμη πιο ενδιαφέρουσα, ανατρεπτική και πρωτότυπη.
Είναι μια ιστορία για την αναπάντεχη τροπή που μπορεί
να πάρει η ζωή των κατοίκων ενός ξεχασμένου (από τους ανθρώπους και από τον
Θεό) τόπου; Ίσως το θέμα να επικεντρώνεται στις συνέπειες μιας τέτοιας
σπουδαίας ανατροπής, που επιτρέπει να έρθουν στην επιφάνεια οι πραγματικές
επιθυμίες, θαμμένες κι αυτές μέσα στον χρόνο, που τώρα βλέπουν την πιθανότητα
εκπλήρωσης με τη βοήθεια του χρήματος που θα κατακλύσει τον τόπο; Αλλά ενδιαφέρουν
και οι αληθινές συμπεριφορές των ανθρώπων, που τώρα πάλι βοηθούντος του
χρήματος έρχονται στην επιφάνεια, με τις αντοχές να εξαντλούνται και τις ηθικές
αντιστάσεις να παραπαίουν; Όλα αυτά βέβαια ισχύουν ως πιθανές αναγνώσεις του
βιβλίου.
Ωστόσο, μια ακόμη πιο ενδιαφέρουσα πτυχή της ιστορίας
του Πετρόκαμπου οδηγεί σε μια
(αλληγορική οπωσδήποτε) συσχέτιση αφενός με τη μοίρα του τόπου γενικότερα, και
αφετέρου με την ιδιοσυγκρασία μας ως λαού.
Πόσες φορές η έρμη η χώρα μας δεν εναπόθεσε τις ελπίδες της σε ξένες
επενδύσεις, σε «πακέτα» βοήθειας, με τις συνακόλουθες σκέψεις για δέσμευση στο
άρμα μιας ξένης δύναμης, με υποχωρήσεις και συμβιβασμούς; Αλλά και πόσα από τα
χαρακτηριστικά που ο συγγραφέας αποδίδει στους ήρωές του (στην ουσία
ελαττώματα) δεν αντικατοπτρίζουν κάποια από τα βασικά μας γνωρίσματα ως ράτσας;
Κάτω από αυτή την οπτική, όμως, ο Πετρόκαμπος της μυθοπλασίας είναι η μικρογραφία
μιας Ελλάδας (παλαιότερης μα και σύγχρονης) και οι ήρωες που κυκλοφορούν στις
σελίδες του βιβλίου είμαστε εμείς.
Άφησα για το τέλος το ανεξάντλητο χιούμορ που
διατρέχει όλη την ιστορία (δείγμα οι σκηνές της υπνοβασίας κατά συρροή, που
προκαλεί στους κατοίκους μια φλέβα νερού από το βουνό Μαρμαρόγκα , ή οι μορφές
του παπά και του δασκάλου) τον ακραίο ρεαλισμό που συνεπικουρεί τον σαρκασμό
αλλά και τον αυτοσαρκασμό του συγγραφέα, όπως και τη συμπάθεια (ή μήπως αγάπη
περισσότερο από κατανόηση;) που αποκαλύπτει τον συγγραφέα πίσω από τις λέξεις.
Πιστεύω ότι ο Ξανθούλης αγάπησε αυτό το χωριό και τους ανθρώπους του, και
θέλησε μέσα από τις γελοίες καταστάσεις να δείξει τον τρόπο που προσεγγίζει την
ανθρώπινη αδυναμία, τόσο σε επίπεδο ατομικό όσο (κυρίως) σε συλλογικό, και
μάλιστα σε βαθμό ομαδικής παράκρουσης. Ναι, συμβαίνουν αυτά, όταν τραγικά
γεγονότα αποκαλύπτουν, ακόμη και μέσα από μια επιφανειακή γελοιότητα, το κωμικό
στοιχείο που φέρουν μέσα τους – υπόθεση
οπτικής βέβαια, του τρόπου δηλαδή που αντιμετωπίζεται η ζωή στο σύνολό
της. Καθόλου τυχαίο (να το πούμε κι
αυτό) το γεγονός ότι από την περίφημη Ποιητική
του Αριστοτέλη δεν σώθηκε από το μέρος της «Κωμωδίας» παρά μόνο η αρχική φράση,
και επί της ουσίας τίποτα, λες και το ένστικτο των μεσαιωνικών αντιγραφέων τούς
απέτρεψε από τη διάσωση του πολύτιμου κειμένου· το κωμικό στοιχείο θα πρέπει να
εξοβελιστεί, γιατί η δόμηση της κοινωνίας είναι σοβαρή υπόθεση και δεν σηκώνει
αστεϊσμούς και τα τοιαύτα, οπότε ας περιοριστεί μόνο στο θέατρο, εκεί που όλα
«παριστάνονται» χωρίς να «είναι».
Εικαστικά το βιβλίο έχει επίσης ενδιαφέρον. Με
τέσσερις δικές του ζωγραφιές ο Ξανθούλης δείχνει πώς φαντάστηκε τον Πετρόκαμπο,
το Μπούγειο κέντρο τεχνών, το περίφημο Πουτανόρεμα, τα φαντάσματα. Αλλά και το ευφυές εξώφυλλο, ένα κολλάζ από
αφίσες εποχής της πάλαι ποτέ πολιτιστικής επανάστασης του Μάο, σχόλιο για την
πολιτιστική έκρηξη, ανάλογης αισθητικής αλλά και ανάλογου σαθρού ιδεολογικού
περιεχομένου, που συνιστά τη θεματική της ιστορίας του. Απολαυστικό βιβλίο.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου