Κυριακή 5 Ιουνίου 2022

Ο Σίμος Ανδρονίδης γράφει για την ποιητική συλλογή της Άννας Ιωαννίδου Αποτυπώματα (εκδόσεις Αρμίδα)

 

Ο Σίμος Ανδρονίδης 

γράφει για την ποιητική συλλογή 

της Άννας Ιωαννίδου 

Αποτυπώματα (εκδόσεις Αρμίδα)




Από τις εκδόσεις Αρμίδα κυκλοφορεί η πρώτη ατομική ποιητική συλλογή της Άννας Ιωαννίδου, που φέρει τον τίτλο Αποτυπώματα.

 Εν αρχή, μπορούμε να πούμε πως ο τίτλος της ποιητικής συλλογής παραπέμπει άμεσα στο ιστολόγιο ποίησης και λογοτεχνίας το οποίο επιμελείται η Άννα Ιωαννίδου και ονομάζεται «Αποτυπώματα». Άρα, ο ποιητικός λόγος δεν προκύπτει εν κενώ ή αλλιώς, μεταφυσικώ τω τρόπω, καθότι θεωρούμε πως συνιστά το ιδιαίτερο αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης που έχει αναπτύξει η ποιήτρια όλα αυτά τα χρόνια με την ποίηση και με τον ποιητικό λόγο.

 Ναι μεν όμως η ποιητική συλλογή Αποτυπώματα καθίσταται το αποτέλεσμα αυτής της χρονίζουσας[1] αλληλεπίδρασης με το εν ευρεία εννοία ποιητικό συγκείμενο, από την άλλη όμως, αυτή η αλληλεπίδραση δεν αποτελεί τον μοναδικό λόγο που έχει συμβάλει στην παραγωγή ποιητικού λόγου, καθότι, είναι μία γκάμα αντιλήψεων, στάσεων, προσεγγίσεων, και ακόμη, συναισθημάτων, που από κοινού, συν-διαμορφώνουν την ποιητική συλλογή που ακούει στο όνομα Αποτυπώματα.

Τα ποιήματα της ποιητικής συλλογής, μορφολογικά, είναι μικρού μεγέθους, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα, από τη μία πλευρά την  άμεση και λειτουργική μετάβαση από το ένα ποίημα στο άλλο, και, από την άλλη, τη διαμόρφωση των προϋποθέσεων για την συγκρότηση μίας ποιητικής αυτοτέλειας.

Με αυτόν τον τρόπο, κάθε ποίημα είναι ένας αυτοτελής «κόσμος» (ίσως ο όρος αυτοτελές γίγνεσθαι να καθίσταται περισσότερο δόκιμος), που διέπεται από τους δικούς του κανόνες, παρέχοντας έτσι την ευκαιρία στην Άννα Ιωαννίδου να προβάλλει ανάγλυφα, μέσω της επιτελεστικότητας που μπορεί να αποκτήσει το ποίημα, τη δική της κοσμοθεωρία.

Και χρήζει επισήμανσης το γεγονός πως, πλην κάποιων περιπτώσεων, οι συμβολισμοί και οι μεταφορές δεν διαδραματίζουν ιδιαίτερο ρόλο στην ανάπτυξη του ποιητικού λόγου, ακριβώς διότι στρατηγικά επιλέγονται (ας το κρατήσουμε αυτό), η αμεσότητα και η ευθύτητα προς τον αναγνώστη,[2] ως απαραίτητες προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση συνθηκών εμπιστοσύνης με τον αποδέκτη του ποιητικού λόγου και των προεκτάσεων του, που είναι ο αναγνώστης.

Τον οποίο όμως δεν εξιδανικεύει, παρουσιάζοντας τον ως τον τελικό ή υπέρτατο κριτή του ποιητικού σας λόγου, λόγω του ότι αυτό στο οποίο επενδύει είναι η διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος γλωσσικής και νοηματικής επικοινωνίας.[3]

 Τα Αποτυπώματα διαπνέονται και από ένα παροντικό πνεύμα (χωρίς όμως η Άννα Ιωαννίδου να εγκλωβίζεται στο παρόν ή στην περιγραφή του παρόντος), στοιχείο ευδιάκριτο στο ποίημα «Περιοριστικά μέτρα», με τον ποιητικό λόγο να αναμετράται με την περίοδο της πανδημικής κρίσης, τέμνοντας παράλληλα τις συνθήκες εγκλεισμού (καραντίνα) που διαμορφώθηκαν με διακύβευμα την αντιμετώπιση του κορωνοϊού.

Και είναι ενδεικτικό πως οι διακυβεύσεις της περιόδου τίθενται μέσω της απεύθυνσης στον Θεό, αν και το ποίημα δεν φέρει χαρακτηριστικά θρησκευτικής προσευχής, ώστε ο τελευταίος να παραδεχθεί πως η πανδημική συνθήκη καθίσταται κατά βάση συνθήκη μίας βιωμένης απώλειας: Της ενσώματης επαφής και αλληλεπίδρασης, της φυσικής παρουσίας στο δημόσιο χώρο, της γνώσης που μπορεί να προκύψει από το άγγιγμα.

«Τι κόσμος κι αυτός, θεέ μου; Σε επίσημη καραντίνα. Σε απόσταση ασφαλείας από ό,τι αγαπάμε πιο πολύ. Αν αγαπάς, δεν αγγίζεις, ειδικά αν αγαπάς, δεν ακουμπάς. Και προς θεού, ούτε φιλί, ούτε αγκαλιά. Από μακριά κι αγαπημένοι. Γιατί, κι οι σταγόνες αγάπης ενδέχεται να είναι μολυσμένες και δεν κάνει! Τι εξωφρενικά καταντήσαμε να συντηρούμε, θεέ μου; Σε τι ανήθικο κανόνα επιβίωσης πέσαμε θύματα; Ας ξεκινήσουμε σιωπηλά και λερωμένα να ετοιμάζουμε την αγόρευση, γιατί τους βλέπω να εντείνουν για πολύ αυτή τη χειρουργική αποστείρωση». Λοιπόν, για πες, θα μπεις εσύ τουλάχιστον μάρτυρας υπεράσπισης;».[4]

Εν αντιθέσει με την προσδοκία που αφήνουν να διαρρεύσει στον ποιητικό τους λόγοι οι Βαγγέλης Χρόνης και Κωνσταντίνος Μπούρας (βλέπε την υποσημείωση νούμερο 3), ο ποιητικός λόγος της Άννας Ιωαννίδου, σταδιακά και δίχως άλματα, προσδιορίζει την απόσταση, και συνακόλουθα, το ψυχο-συναισθηματικό κενό που μπορεί να προκύψει, ως μία εκ των σημαντικότερων συνεπειών των lockdown που επιβλήθηκαν σε διάφορες χώρες για την αντιμετώπιση της πανδημικής κρίσης.

Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το να σταθούμε στο σύντομο αλλά περιεκτικό ως προς το περιεχόμενο του, ποίημα «Στη γενιά των meetings», ακριβώς διότι, δίχως στοιχεία διδακτισμού ή από καθέδρας αγόρευσης, η Άννα Ιωαννίδου επαναπροσδιορίζει και δεν αποδομεί,  ποιητικά όσο και αξιακά, τη διαλεκτική αντίθεση και όμως (και αυτό δεν φαντάζει παράδοξο), συνύπαρξη μεταξύ της εικονικής-ψηφιακής πραγματικότητας έτσι όπως αυτή συγκροτείται μέσω των meetings και των likes, των emoticons, η χρήση των οποίων, εν τω μέσω ενός διαλόγου, δεν δύναται να αναπληρώσει την αίσθηση που μπορεί να προκύψει ως αποτέλεσμα του φυσικού αντικρίζειν και συν-αντικρίζειν, και της ενσώματης επαφής, τα νοήματα της οποίας αλλοιώνονται αισθητά μέσα σε έναν αστερισμό emoticons: «Τόσες χειραψίες μα δε ζέστανε καμιά παλάμη. Τόσα «χάρηκα» κι ακόμη λυπημένες οι καρδιές».[5]

Στην ποιητική συλλογή εναλλάσσονται η οικογενειακή και η ιστορική μνήμη (βλέπε το ποίημα «Οδόφραγμα Λήδρας»), μνήμη σχετική με την πρόσφατη ιστορία της Κύπρου, το βίωμα[6] και η καθημερινότητα που δεν παύει να εκπλήσσει και να αιφνιδιάζει (η ποιήτρια δεν καθίσταται θιασώτης μίας εύτακτης καθημερινότητας), η αίσθηση της ευθύνης απέναντι στον άλλο και ο εποικισμός του φαντασιακού με όνειρα, και, τελευταίο άλλο όχι έσχατο, η πραγμάτωση που μπορεί να ενσκήψει χαμηλόφωνα, σιωπηλά, εν-σώματα και όμως, το ίδιο ανατρεπτικά: «Τίποτα. Έκλεισα τα μάτια και σε βρήκα εκεί. Η αγκαλιά αυτή που ξέρει πάντα να μας κάνει να είμαστε».[7]

Η υπαρξιακή αλλά μη εσωστρεφής και αυτο-αναφορική ποιητική αφήγηση, που είναι χαμηλόφωνη και συνάμα δυναμική, έχει δομηθεί με τέτοιον τρόπο, ώστε να αφήνει χώρο στην καθαρότητα: Της λέξης, του συναισθήματος, του βλέμματος, κάτι που μας ωθεί στο να αποκαλέσουμε αυτή την ποιητική αφήγηση ως οπτικο-κεντρική. «Ακόμη και τα παιδιά πια ακόμη κι εκείνα λεν τα κάλαντα τόσο βιαστικά. Συντονίστηκαν, αφομοιώθηκαν με τους ρυθμούς της εποχής. Τι να κάνουν κι αυτά; Κι ήρθαν τα Χριστούγεννα κι η Πρωτοχρονιά…».[8] Η Άννα Ιωαννίδου ομνύει σε μία ποιητική λειτουργία που επιθυμεί να είναι, πρωταρχικά, επιδραστική, καθοδηγούμενη από οτιδήποτε μπορεί να καταστεί (και όχι να μεταμφιεσθεί σε) αληθινό.

Σίμος Ανδρονίδης



[1] Σαφώς, αυτή η αλληλεπίδραση καθίσταται δημιουργική, βοηθώντας την Άννα Ιωαννίδου να προσδώσει ένα ποικίλο περιεχόμενο στον ποιητικό της λόγο. Θεωρητικοποιώντας όσο χρειάζεται την ανάλυση μας, θα στραφούμε στην ενδιαφέρουσα διδακτορική διατριβή του Βασίλη Αργύρη και ιδίως σε εκείνο το σημείο όπου ο συγγραφέας της συγκροτεί το πλαίσιο μίας «γλωσσικής μονομαχίας», η οποία επιτελείται με βασικό άξονα την ύπαρξη ενός «παίκτη», που είναι αυτός που «έχει κάθε φορά τον λόγο», και ενός «δέκτη» ή «αποδέκτη», εκεί όπου ο τελευταίος, λαμβάνοντας το γλωσσικό ερέθισμα από τον παίκτη που απευθύνθηκε σε αυτόν, καλείται να απαντήσει. Έτσι λοιπόν, επενδύοντας πόρους στον όρο ‘Αποτυπώματα’ (όνομα ιστολογίου και επίσης, όνομα ποιητικής συλλογής), θα πούμε πως η Άννα Ιωαννίδου ισορροπεί ή ορθότερα, εναλλάσσει ρόλους, καθιστάμενη τόσο αποδέκτης γραπτού λόγου, είτε ποιητικού είτε δοκιμιακού που βαίνει προς δημοσίευση στο ιστολόγιο, όσο και ποιητικός παίκτης, ήτοι, άμεσος δημιουργός του δικού της ποιητικού λόγου, που βρίσκει χώρο στην συλλογή ‘Αποτυπώματα.’ Βλέπε σχετικά, Αργύρης, Βασίλης., ‘Το γλωσσικό παιχνίδι ως ψηφιακή διεπίδραση: ελληνόφωνα και αγγλόφωνα παιχνίδια στο διαδίκτυο,’ Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα, 2018, σελ. 135, Διαθέσιμη στο: freader.ekt.gr/eadd/index.php?doc=43549&lang=el#p=155

[2] Η αμεσότητα και η ευθύτητα συνοδεύονται, σε ένα γλωσσικό επίπεδο, από την ανάλογη εκφραστική σαφήνεια και καθαρότητα, στο εγκάρσιο σημείο όπου το ποίημα ως έχει, που μπορεί να αποτελεί άθροισμα πολλών παραγόντων, δεν διστάζει να αποκαλύψει ‘τον εαυτό του.’ Ένα ποίημα στο οποίο χρησιμοποιείται, με παιγνιώδεις όρους ο συμβολισμός, προκειμένου να αναδειχθεί η προτίμηση της ποιήτριας σε μία γλώσσα λιτή και όχι επιτηδευμένη, σε μία γλώσσα που παραμένει σημασιολογικά πυκνή, αποδίδοντας έμφαση στο να ονομάσει (γλωσσική ονοματοδοσία) αυτό που περιγράφει: «Δε χρειάζονται οι λέξεις χρώματα κι αρώματα για να τις καταπιεί ευκολότερα ένα λαρύγγι και τα αγκάθια των λουλουδιών, ας μην μπερδεύονται μ’ εκείνο το κεντρί των φωνηέντων. Ας μείνει, κάθε ανθός στον κήπο του και κάθε στίχος στον δικό μας». Βλέπε σχετικά, Ιωαννίδου, Άννα., ‘Περί λόγου,’ Ποιητική συλλογή ‘Αποτυπώματα,’ Εκδόσεις Αρμίδα, Λευκωσία, Κύπρος, 2022, σελ. 14. Θα ήταν παράλειψη το να μην αναφέρουμε πως η ποιητική συλλογή χωρίζεται σε δύο επιμέρους ενότητες: Στην ενότητα ‘από τον νου’ και στην ενότητα ‘έως την καρδιά’ που είναι λίγο μεγαλύτερη ως προς τον αριθμό των ποιημάτων που περιλαμβάνει. Εκτιμούμε πως η επιλογή των τίτλων δεν είναι τυχαία, αλλά αντιθέτως, αρκούντως συνειδητή. Και αυτό γιατί εκφράζει τον σημαντικό ρόλο που διαδραματίζουν για την εξέλιξη της όλης ποιητικής αφήγησης, και η συμπερίληψη του στοχασμού που ενσκήπτει ως απόρροια της διαρκούς παρατήρησης των πραγμάτων, μικρών και μεγάλων, προσδίδοντας στην αφήγηση ένα (μη ειρωνικό) πνεύμα, και επίσης, η έμφαση που δίδεται στο μη υπολογισμένο, στο αυθόρμητο, στο ανοίκειο, το οποίο δεν λαμβάνει υπόψιν του τα μέτρα και τα σταθμά των άλλων: ‘έως την καρδιά.’

[3] Το στοιχείο της ποιητικής δια-κειμενικότητας ενυπάρχει στο ποίημα ‘Μ’ αρέσει όταν βρέχει,’ εκεί όπου η Άννα Ιωαννίδου συνομιλεί με τον ποιητικό λόγο του Τάσου Λειβαδίτη και με τις προεκτάσεις αυτού του λόγου. Βλέπε σχετικά, Ιωαννίδου, Άννα., ‘Μ’ αρέσει όταν βρέχει…ό.π., σελ. 46. Ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης έχει τη δυνατότητα της έκθεσης και στην απαγγελία του ποιήματος από την ίδια την ποιήτρια, όχι για να προβεί σε κάποιου είδους σύγκριση, αλλά, αντιθέτως, για να στοχασθεί πάνω στο πως το η απαγγελία προσδίδει στο ποίημα φυσικότητα και ρυθμό, ο οποίος ακολουθεί τον ρυθμό με τον οποίο πέφτουν οι ψιχάλες της βροχής. Για την απαγγελία, η οποία μετατοπίζει το ποίημα και το περιεχόμενο του στη δημόσια σφαίρα, καθιστώντας το κάτι οικείο όσο η ίδια η βροχή, βλέπε και, ‘Όταν βρέχει,’ Στίχοι-Φωνή: Άννα Ιωαννίδου,’ 26/11/2021, www.youtube.com/watch?v=9TiYYs9GeOM

[4] Βλέπε σχετικά, Ιωαννίδου, Άννα., ‘Περιοριστικά μέτρα…ό.π., σελ. 37. Με την μετάβαση στην πανδημική εποχή καταπιάνονται στον ποιητικό τους διάλογο οι Βαγγέλης Χρόνης και Κωνσταντίνος Μπούρας, επανεπινοώντας ποιητικά τους τρόπους με τους οποίους η πανδημία (και τα συναισθήματα που αυτή γεννά), και η καραντίνα εισχωρούν στο πεδίο  της καθημερινής ζωής επηρεάζοντας το. Αυτός ο ποιητικός διάλογος εγγράφει τις συνδηλώσεις ενός ημερολογιακού χρονικού, που ξεκινά από τον Μάρτιο του 2020 (μήνας έναρξης της καραντίνας εν Ελλάδι) και καταλήγει στις αρχές Μαϊου, όπου και έλαβε χώρα η  άρση των περιοριστικών μέτρων, ένα χρονικό διάστημα από το οποίο οι δύο ποιητές, και αυτό είναι κάτι που το εισπράττει ο αναγνώστης, δεν βγαίνουν αλώβητοι. Βλέπε σχετικά, Χρόνης, Βαγγέλης., & Μπούρας, Κωνσταντίνος., ‘Μελλοντική Ελευθερία,΄ Εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα, 2020. Στον τίτλο εμπεριέχεται η προσδοκία για την μετάβαση σε μία μετα-πανδημική κατάσταση.

[5] Βλέπε σχετικά, Ιωαννίδου, Άννα, ‘Στη γενιά των meetings…ό.π., σελ. 21. Η ποιητική αφήγηση όπως αυτή αρθρώνεται, εν σχέσει με το γίγνεσθαι που δομείται στις διάφορες ψηφιακές πλατφόρμες (το ποίημα εγγράφει διαστάσεις παραδοχής περισσότερο των αλλαγών που έχουν συντελεσθεί και συντελούνται, και όχι έκφρασης νοσταλγίας για έναν ‘απωλεσθέν παράδεισο’), μας παρέχει την ευκαιρία να επιχειρήσουμε μία βαθύτερη ανάλυση, ορμώμενοι και από τον τίτλο του. Το ποίημα, απευθύνεται άμεσα ‘στη γενιά των meetings,’ στη γενιά των ποικίλων ψηφιακών ανταλλαγών, της διαμόρφωσης ενός ψηφιακού προφίλ που σπεύδει να συμπληρώσει ό,τι ενίοτε εκλείπει στην πραγματική ζωή, στο λεπτό όσο και σύνθετο σημείο όπου, η ποιήτρια δεν απευθύνεται σε κάθε έναν μεμονωμένο αναγνώστη, αλλά, ευρύτερα, σε αυτούς που ο Goffman ορίζει ως «ωτακουστές», που μπορεί να μην επέχουν θέση αναγνώστη και άμεσου αποδέκτη του ποιητικού λόγου, αλλά, διαβούν, δημιουργούν, διεπιδρούν μέσα σε ψηφιακές φούσκες ή κοινότητες, όντας ‘η γενιά των meetings,’ παροτρύνοντας τους, εμμέσως πλην σαφώς, στο να επιλέξουν το αυθόρμητο. Βλέπε σχετικά, Goffman, E.,. ‘Forms of talk,’ Oxford, Blackwell, 1981.

[6] Το ποίημα ‘Κτηνωδίες επί πατριαρχικής τραπέζης’ ενυπάρχει και στον ποιητικό τόμο ‘Οι νεότεροι: κύπριοι ποιητές & ποιήτριες 1980-2001,’ πάλι των εκδόσεων Αρμίδα, με την επανάληψη του ποιήματος (ποιητική επαναληπτικότητα), να πιστοποιεί την ισότιμη θέση που καταλαμβάνει το ποίημα και εντός της ποιητικής συλλογής, και εντός του εν ευρεία εννοία, ποιητικού ‘αρχείου’ της Άννας Ιωαννίδου. Βλέπε σχετικά, Ιωαννίδου, Άννα., ‘Κτηνωδίες επί πατριαρχικής τραπέζης…ό.π., σελ. 36.

[7] Βλέπε σχετικά, Ιωαννίδου, Άννα., ‘Safe place technique…ό.π., σελ. 51. Η μνήμη, εν είδει ανάμνησης, συγκρατεί το οικείο, το καθοδηγητικό, το επιδραστικό, ό,τι με άλλα λόγια συνέβαλλε στη διαμόρφωση της προσωπικότητας: «Θυμάμαι αμυδρά σκηνές από το πρώτο μας σπίτι. Το κόκκινο ποδήλατο του αδερφού, τον μεγάλο καφέ καναπέ στο σαλόνι, το πράσινο παγούρι στην κουζίνα το κρεβάτι που δε χωρούσε πια τα πόδια μου στο δωμάτιο των γονιών και τη μονίμως ανοικτή εξώπορτα να κοιτά στο απέναντι διαμέρισμα που με περίμενε πάντα ζεστό. Χθες βράδυ είδα εκείνη τη φωτογραφία∙ καθόμασταν στην κουζίνα κι οι τρεις σφικτά- και τα θυμήθηκα όλα. (σ.σ: η σειρά των γραμμάτων υπερτονίζει την αξία της ανά-μνησης ως επιτελεστικής πράξης) -Τι οχυρό μου κτίσανε τα χέρια σας εκείνη τη νύχτα; Τα έχω ακόμα γύρω από την καρδιά έτσι καθώς κτυπά και με καθησυχάζει πως, η μόνη μνήμη που δε μας προδίδει ποτέ είναι η ανάμνηση». ‘Μ’ αγκαλιάζει ακόμα…ό.π., σελ. 49.

[8] Βλέπε σχετικά, Ιωαννίδου, Άννα., ‘Εορταστικό…ό.π., σελ. 17. Η άσκηση μίας ανοιχτής κοινωνικής κριτικής, διαφαίνεται στο ποίημα "Προς πρόσφυγες κι αστέγους".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου