Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2025

Παύλος Παυλίδης αυτή είναι η γειτονιά μου σκύλε εκδόσεις Καστανιώτη η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

 

Παύλος Παυλίδης

αυτή είναι η γειτονιά μου σκύλε

εκδόσεις Καστανιώτη

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Παύλος Παυλίδης: «Αυτή είναι η γειτονιά μου σκύλε»


 

Το ότι ίσως δεν υπάρχει μεγάλη απόσταση από τον στιχουργό στον ποιητή –αρκεί και οι δύο χαρισματικοί–  είναι γνωστό, κι ας αντέδρασαν κάποιοι με ανεξήγητη σφοδρότητα στη βράβευση του Ντύλαν ως ποιητή, κι ας μην κατάλαβαν τίποτα ούτε από στίχο ούτε από ποίηση. Έχοντας στα χέρια μου την πρώτη ποιητική συλλογή του Παύλου Παυλίδη, αναρωτιέμαι αν κι όταν έγραφε στίχους για τα τραγούδια του το ήξερε πως ήταν γνήσια ποίηση κι εκείνοι. Δεν θέλω, όμως, να μιλήσω για τα ποιήματά του μόνο από την κριτική τους θεώρηση, κι ας λέγεται τούτο εδώ κριτικό σημείωμα. Θέλω περισσότερο να δείξω τι ένιωσα μέσα από την ποίηση του, τη “σκόνη” του, τα “τοπία” του, τον άχρονο χρόνο του, τον “σκύλο” που διατρέχει παρών-απών όλη τη συλλογή και όχι μόνο στον στίχο από το ποίημα “Στο ίδιο σημείο”, που δίνει και τον τίτλο σε όλο το βιβλίο.

Ποίηση βιωματική αλλά και αυτοβιογραφική, όσο αντέχει να είναι, με σκηνικό της τα τοπία, που δεν είναι μόνο χώροι αλλά και άνθρωποι, έτσι όπως μετασχηματίζονται μέσα στη μνήμη, με ασαφή τα όριά τους, αναπλάθοντας ταυτόχρονα τον χρόνο. Μόνο που αυτός ο χρόνος ξεπερνά τα χρονικά του διαστήματα, σπάει τα αποδεκτά όρια σε παρελθόν, παρόν και μέλλον, και εξακτινίζεται σε ένα σύμπαν προσωπικό, αυτό του ποιητή, καλώντας κι εμάς να το διαβούμε, μέσα από τους δικούς του κώδικες. Και μόλις νιώσεις, όπως ο ποιητής, σαν ζώο μέσα σε λάθος κοπάδι, αρχίζεις να βαδίζεις στον ρυθμό του (πες τον ποιητικό, πες τον μουσικό, το ίδιο κάνει), αρχίζεις όχι μόνο να βλέπεις τις εικόνες, τα τοποθετημένα με προσοχή σκηνικά, τα σκηνοθετημένα με ίδια προσοχή πρόσωπα των ποιημάτων, αλλά να συμμετέχεις με τον τρόπο σου σ’ αυτά.  Η προγιαγιά Ευανθία, ο Νιζίνσκι, ο Μπρεχτ, ο Σαραμάγκου, η Οφηλία, η Γώγου, αλλά και η Ξάνθη, η Βεργίνα, ο Βόσπορος, πόλεις πολλές του κόσμου, να εμφανίζονται και να εξαφανίζονται, ορατές και αόρατες. Μια γειτονιά όλες και όλοι, μέσα του. Κι ένας σκύλος για να του τη δείξει.



Έχει σηκώσει πολλή σκόνη ο χρόνος καθώς διαλύεται, κι αναμένει από τον στίχο να σωθεί, και η μνήμη μαζεύει εικόνες, στιγμιότυπα, λέξεις, τις βάζει άτακτα μέσα στα ποιήματα, αφού το  μόνο που δεν χρειάζεται είναι η τακτοποίηση, γιατί φέρνει στον νου ρυθμίσεις, όρια, συμβιβασμούς, υποχωρήσεις. Εδώ, όμως, η ποίηση είναι μια ανταρσία, μια άρνηση στις ποικίλες “τακτοποιήσεις”. Γράφεται όπως η μουσική, αφήνεται στους ήχους, ψάχνει συνοδοιπόρους, κι όταν τους βρίσκει νιώθει γεμάτη. Η ποίηση του Παυλίδη δεν είναι πια προσωπική, η οξεία παρατήρηση τού έσω και έξω κόσμου αφήνει το αποτύπωμά της κοινό κτήμα, όπως και η μουσική του. Η εναλλαγή του ρεαλιστικού τοπίου με την απογείωσή του σε φαντασιακό, σε ονειρικό, είναι η ζωή μας η ίδια· δεν έχει στερεό έδαφος να ακουμπήσει, ούτε ελεύθερο αέρα να ανασάνει, είναι γεμάτη κάγκελα, κι ας μην τα βλέπουμε.

 

Κλάψε γι’ αυτούς που δεν τα βλέπουνε τα σίδερα

Και φοβισμένοι κλείνουν πόρτες και παράθυρα

Ψάξε γι’ αυτούς να βρεις τα λόγια τα παρήγορα

 

Αλλά, πάνω από όλα, ο σκύλος, που ξεμακραίνει απ΄την αγέλη, ο άσπρος σκύλος που λέγεται Φόβος, που γυρίζει και σε κοιτάζει, που σου δείχνει τα δόντια του, κι εσύ, παγωμένος από τον δικό σου φόβο μένεις ακίνητος, ένα Σπήλαιο Βουβό.

 

Ουν ομ κιρούτ που λένε και οι Βλάχοι

Σημαίνει ένας χαμένος άνθρωπος ή κάτι τέτοιο.

Τα μεγάλα σκυλιά είναι ήδη εδώ.

 

Ουν ομ κιρούτ

Τα μεγάλα σκυλιά μ’ έχουν ήδη κυκλώσει

 

Θα το κάψουμε απόψε το βράδυ

Οι παλιοί μου οι φίλοι είναι όλοι εδώ

Ποιος το μάζεψε τόσο σκοτάδι

Θα το κάψουμε απόψε το βράδυ

 

Ουν ομ κιρούτ

 

Μπαίνω στο αυτοκίνητο κι ανάβω τα μεγάλα φώτα

“Αυτή είναι η γειτονιά μου σκύλε”

 Βάζω τη μουσική στη διαπασών.

 

Αλλά και ο σκύλος που κουτσαίνει στην πλατεία Αριστοτέλους, ή ο άλλος ο σκύλος του ζητιάνου στην ιστορία του Μπρεχτ.

 

Επειδή, όπως και στα τραγούδια, έτσι και στην ποίηση, διαλέγεις ένα τραγούδι ή ένα ποίημα που σε καλεί να εισχωρήσεις σαν σε οικείο χώρο, (με όποιο κόστος αναπόφευκτα), επιλέγω το ποίημα “Ο Κάτω Κάμπος”, για την περιπλάνηση του ποιητή, εν είδει Οδυσσέα στη Νέκυια, σε έναν τόπο πέρα από όσα γνωρίζουμε, πέρα από όσα ποικίλοι “οδοδείκτες” μάς πείθουν για τη μορφή του.

 

Ένας πανύψηλος γαλάζιος ουρανός δε βοηθάει. Τι να το κάνεις τέτοιο σημάδι… έναν πανταχού παρόντα ουρανό, ορατόν τε είτε και… Τι να τον κάνεις;

 

Εκεί, σ’ αυτόν τον χώρο, ο ποιητής θα φανταστεί το εκκλησάκι, και εκεί θα εγκαταστήσει τον αιώνια χαμένο και αποκαθηλωμένο, αυτόν που επιλέχθηκε και τιμωρήθηκε, αν και πολύ αγάπησε:

 

Θα μπορούσε ίσως κάποτε παλιά να είχε χτίσει εδώ κάτω κάποιος

μόνος του κρυφά ένα εκκλησάκι για τον Ιούδα.

Αλλά ποιος να το βρει

Και ποιος να την αντέξει τόση αγάπη…

Ποιον να προδώσει κανείς σε μια τέτοια ερημιά…

Από αγκάθια ένα σωρό αλλά ποιος να τα πλέξει…

 

Η ποίηση του Παυλίδη γράφεται και τραγουδιέται και ζει και αναπνέει μέσα από τη συσσωρευμένη σκόνη, μέσα στον χαμένο χρόνο, όπως κι αν τη δει κανείς. Ποίηση με όση σκληρότητα αντέχει (γιατί το ποίημα αγρίεψε πολύ, ευτυχώς, και δεν χαϊδεύει αυτιά), ποίηση που μπορεί να συμφιλιώσει τις εικόνες τις παλιές με τις σύγχρονες, να ξορκίσει τους φόβους στο όνομα ενός μεγάλου Φόβου:

 

Αναρωτιέμαι

Ποια είναι εκείνη η στιγμή

που κάποιος θριαμβεύοντας

Μες στο αποκορύφωμα της δόξας

Αφήνει κρυφά

Κρυφά κι από τον ίδιο του τον εαυτό

Το κλειδί στον σιωπηλό άγγελο του θανάτου του

 

[…]

 

Είναι η στιγμή που ένας σκύλος σιωπηλός

Μπαίνει στη γειτονιά μου

 

Έλα και δείξε μου

Πάλι τα δόντια σου

 

Πόσο μου έλειψες

Παλιέ μου φίλε

 

Στο εξώφυλλο (το έργο του Βασίλη Σελιμά Αύρα) το παιδικό πρόσωπο με τα μάτια κλειστά να ονειρεύεται, να μαζεύει εικόνες, να αναπλάθει μέσα του τον κόσμο.

 

Διώνη Δημητριάδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου