Τρίτη 28 Μαρτίου 2023

Μασσαλία Νουβέλα Μιούζικαλ Χρήστος Χρυσόπουλος Εκδόσεις Νεφέλη η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

Μασσαλία

Νουβέλα Μιούζικαλ

Χρήστος Χρυσόπουλος

Εκδόσεις Νεφέλη

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Χρήστος Χρυσόπουλος: «Μασσαλία» (diastixo.gr)

 



«Ανάμεσά τους μένει μόνο η Μασσαλία. Η Μασσαλία… πάντα…». Καθώς ξετυλίγονται οι ιστορίες του Ζυλ, του Πιερ και της Μαριάν, το τοπίο ανοίγει προς τη θάλασσα για να προσδώσει εκείνη την αναπόφευκτη νότα μελαγχολίας που συνοδεύει κάθε πόλη που ολοκληρώνει το σκηνικό της στο υγρό στοιχείο. Ή, μήπως, ακριβώς από εκείνο το σημείο γειτνίασης με τη θάλασσα αρχίζει η ιστορία της; Ο Χρήστος Χρυσόπουλος γράφει για τη Μασσαλία, γράφει για τα πρόσωπα που του «αφηγούνται» τις δικές τους ιστορίες, λίγο ώς πολύ μεταποιημένες για να μην προδίδουν την αληθινή τους αφορμή. Ιστορίες που συνοδεύονται από τον ήχο τραγουδιών, και ο Χρυσόπουλος εν είδει σκηνοθέτη καθοδηγεί τα πρόσωπα, τη θέση τους στη σκηνή, καθορίζει τις φωτοσκιάσεις των εικόνων, προκειμένου το όλον να πάρει τη μορφή ενός μιούζικαλ υπερσκελίζοντας την πεζογραφική μορφή μιας νουβέλας.

 

«Κάθε φορά που αισθάνομαι άσχημα βγαίνω μια βόλτα προς τη θάλασσα. Ακόμα και τον χειμώνα, όταν η Μασσαλία μεταμορφώνεται στον αντίποδα της πόλης που θέλει να επιδεικνύει ότι είναι: ηλιόλουστη, θερμή, εκρηκτική και μεγαλόφωνη. Βρίσκω καταφύγιο κοντά στο νερό. Ακόμα κι αν βρέχει ή φυσά και οι δρόμοι είναι άδειοι. Ακόμα κι αν αισθάνομαι τη Μασσαλία σαν φυλακή. Υπάρχει –ακόμα και τότε, στην πιο βαθιά μελαγχολία του χειμώνα–  η έξοδος προς τον ορίζοντα. Οι πόλεις σώζονται από την εγγύτητα προς τη θάλασσα. Δίχως αυτήν, η Μασσαλία θα είχε από καιρό μαραζώσει». (σσ. 9-10).

 

Η γυναικεία φωνή που μιλά εδώ, η γυναίκα των εξήντα χρονών, ίσως ενσωματώνει όλες τις φωνές των ιστοριών ή, σε μια συγγραφική έμπνευση, την ίδια την πόλη της Μασσαλίας, που προσδιορίζει τη μελαγχολία της εισχωρώντας στα πρόσωπα, μεταγγίζοντας σ’ αυτά τη δική της ψυχική κατάσταση – γιατί και οι πόλεις έχουν ψυχή.

Αυτή την «ψυχή» θέλησε ο Χρυσόπουλος να μεταφέρει στις λέξεις του, που ακροβατούν ανάμεσα σε μια σκηνική  παρουσία με εμβόλιμες λειτουργικά μουσικές, και στις προσωπικές του μνήμες και φωτογραφικές αποτυπώσεις από το καλοκαίρι του 2016, την προσωπική του «συνομιλία» με την πόλη της Μασσαλίας. Με τον τρόπο του, απομονώνοντας σκηνές, πρόσωπα, στίχους, καταφέρνει να μεταδώσει κάτι από την αύρα, την πνοή της πόλης, που εγκιβωτίζει μέσα της τους ανθρώπους, μπερδεύοντας τις ταυτότητές τους και μεταγγίζοντας κάτι από τον εαυτό της.  Έτσι, αναδεικνύεται αυτή κυρίαρχο πρόσωπο  της παράστασης, του «μιούζικαλ» όπως το θέλει ο συγγραφέας. Καθόλου τυχαία, φυσικά, η επιλογή του τίτλου, καθώς προβάλλεται ο πανταχού παρών  πρωταγωνιστής, δηλαδή η πόλη.

 

«Σκουπίδια στους δρόμους, γκράφιτι, εκκλησίες, μπαλκόνια με γλάστρες, παραβιασμένα αυτοκίνητα, εστιατόρια, βενζινάδικα, καφενεία, κλεμμένα κινητά τηλέφωνα, κομμωτήρια, ιερείς και ποδοσφαιριστές, τζογαδόροι, μεθύστακες, αυλές και ταράτσες, τέντες, ομπρέλες, μωρά σε καροτσάκια… Τίποτα δεν μοιάζει αληθινό. Όλα είναι παράξενα. Η ζωή μάς αγνοεί και συνεχίζει». (σ. 53).  

 

Και ο συγγραφέας;  Όπως σε ένα καθαρόαιμο πεζογραφικό κείμενο (ας πούμε μια νουβέλα, αφού και αυτόν τον προσδιορισμό, δίπλα στο μιούζικαλ, επέλεξε για τη Μασσαλία του) θα επέλεγε τον ρόλο του παντογνώστη αφηγητή, καθοδηγώντας αποστασιοποιημένος τα πρόσωπα του έργου του, έτσι εδώ μεταμορφώνεται στον «καθοδηγητή» των εικόνων και των λόγων, τον σκηνοθέτη, καθορίζοντας την πλοκή των ιστοριών του – ή ίσως της μίας και μόνον ιστορίας του.


 

Η κάμερα πλησιάζει προς το λιμάνι και σταματά στην άκρη της αποβάθρας αντικρίζοντας το νερό. Ο ήχος παραμένει ο φυσικό της σκηνής, αλλά προστίθεται χαμηλόφωνα το μουσικό χαλί με την ορχηστρική εκδοχή του τραγουδιού «Tais-toi Marseille» που είχαμε ακούσει στον εναρκτήριο τίτλο της ταινίας. (σ. 84).

 

Θυμάμαι ένα από τα πρώτα έργα του Χρυσόπουλου, τον Περίκλειστο κόσμο (Καστανιώτης, 2003), που είχε καταχωρισθεί ως μυθιστόρημα, κι ας ήταν μια σειρά από εικόνες διάσπαρτες μιας ζωής περίκλειστης, χωρίς φαινομενικά καμία συνοχή, μέχρι που αντιλαμβανόσουν πως ο ήρωας δεν είχε σάρκα και οστά, ήταν ο τόπος, ο χώρος όπου διαδραματίζονταν οι διαφορετικές μεταξύ τους σκηνές του βιβλίου, ο «πρωταγωνιστής» που γύρω του έδεναν όλα οδηγώντας εν τέλει σε μία ιστορία. Έτσι κι εδώ, στη Μασσαλία του, όπως συμβαίνει σε ένα σενάριο κινηματογραφικής πλοκής που μοιράζει τα πλάνα του, ή σε ένα θεατρικό που δομεί τις διαφορετικές σκηνές του, συνιστώντας ωστόσο  ένα ενιαίο έργο, οι ιστορίες εκτυλίσσονται φαινομενικά διαφορετικές, ενωμένες όμως στον ιστό της πόλης, του πρωταγωνιστή. Μία η ιστορία, λοιπόν, γιατί κάπως έτσι ιστορείται ο μύθος της ζωής μας, αποσπασματικά και περιέργως συνειρμικά δεμένος με τον μύθο της ζωής του άλλου, του άγνωστου διπλανού μας, δεμένος με τους τόπους, με τις πόλεις, σε μια περίκλειστη, τελικά, ζωή.

 

Στην προμετωπίδα διαβάζουμε: Για όσα έδωσε και όσα πήρε η Μασσαλία. Μέσα σε ένα μικρό βιβλίο (μόλις φθάνει τις 90 σελίδες) μια πόλη και οι άνθρωποί της, με τη συγγραφική μνήμη να είναι δεμένη με τη συγγραφική επινόηση, σε μια μορφή από τις πιο πρωτότυπες.

 

Διώνη Δημητριάδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου