γράφει για το βιβλίο του Σπύρου Βρεττού
και άλλες ασπρόμαυρες ιστορίες
«Η φραντζόλα είναι φαγωμένη μέχρι μέσα
βαθιά. Δεν έχει καθόλου ψίχα, και είναι και η κόρα φαγωμένη και από τις δύο
μεριές. Και είναι τούνελ αυτό. Και έξω χιονίζει ασταμάτητα….»
Αν η ζωή είναι η φραντζόλα, με πλούσια
ψίχα που μπορεί να σε χορτάσει, για άλλους είναι γεμάτη ψίχα, ενώ για άλλους
γίνεται ή είναι εξ αρχής ένα τούνελ, κόρα δίχως ψίχα και μάλιστα τρύπιο και από
τις δύο μεριές, να μην μπορείς να κρυφτείς, να μπάζει αέρα και να μη μπορείς να
ζεσταθείς εκεί που είσαι κρυμμένος για να εξαφανιστείς από τα μάτια των άλλων,
για λόγους διάφορους κάθε φορά, για λόγους διαφορετικούς για τον καθένα!...
«Τώρα βυθίζομαι. Τρώω την ψίχα του ψωμιού
και μπαίνω. “Ευρυδίκη”, φωνάζω στον εαυτό μου, “τι θέλεις εκεί; Χωράς σε μια
φραντζόλα ψωμί;… Είχα μπει μέσα του και δεν φαινόμουν…”
Έτσι νομίζει πως μπορεί να κρυφτεί από
την κόρη της και τους άλλους η ηρωίδα του πρώτου διηγήματος, με αρχόμενη άνοια
ή με προσποιητή άνοια!...
«…“Τον άντρα σου τον λέγανε Αντρέα”,
της είπε, “και όχι Περικλή. Κι εμένα με λέγανε Παρασκευή, και όχι Ευτέρπη.
Περικλή λέγανε τον άντρα της Ευτέρπης, της αδελφής σου…”
“Σε λέγανε είπες Παρασκευή; Δεν σε
λένε τώρα; Ούτε κι εσύ υπάρχεις;”»
Θέλει να μην υπάρχει η Ευρυδίκη, γιατί
ντρέπεται που κάτι κρύβει, που ίσως δεν κρύβεται!...
«Το έχω κρίμα που με κοίταξε ο
Περικλής. Το είχε κρίμα κι αυτός, δεν μπορώ να πω, μα αυτός άντρας ήταν. Τι θα
λέγανε γι’ αυτόν; Ενώ για μένα και τι δεν θα έλεγαν. Ωστόσο, όταν ο Περικλής με
περιτριγύριζε εκείνη την ημέρα που χιόνιζε, μου φάνηκε πως η κόρη μου η
Παρασκευή μάς είδε. Από τότε ταυτιζόταν η κόρη μου με την αδελφή μου την
Ευτέρπη. Και φοβόμουν ότι η αδελφή μου ήξερε…»
Από την ψίχα του ψωμιού νόμισε και ο
ταμίας Τράπεζας του δεύτερου διηγήματος πως μπορούσε να χορτάσει με αφορμή τη
ληστεία: «Όταν έκρυβε τα χρήματα κάτω από το σανίδι, το έκανε για να τα
σώσει. Όταν τα έκρυβε στις κάλτσες, το έκανε για να τα πάρει ο ίδιος». Αλλά
κι εδώ η φραντζόλα είναι τρύπια, ένα τούνελ, που δεν μπορεί να τον κρύψει: «Το
μεγάλο θέμα ανέκυψε όταν διαπίστωσε ότι δεν ήταν σε θέση να διαθέσει ούτε καν
ένα μικρό μέρος των χρημάτων. Και το κακό μεγάλωσε όταν την Τρίτη μέρα μετά τη
ληστεία βρέθηκε κολλημένη στην είσοδο της τράπεζας, και σε άλλα σημεία της
πόλης, αυτή η ανακοίνωση:
ΜΑΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΝ ΓΙΑ 2.500.000 ΔΡΑΧΜΕΣ.
ΠΗΡΑΜΕ ΛΙΓΟΤΕΡΑ.
ΓΙΑ ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ ΨΑΞΤΕ ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ.»
Είναι θαυμαστός ο τρόπος γραφής του
Σπύρου Βρεττού είτε πρόκειται για διηγήματα είτε για ποιήματα, γιατί ο Σπύρος
ως λογοτέχνης για την εξαιρετική ποίησή του έγινε αρχικά γνωστός και τα
τελευταία χρόνια μάς εντυπωσιάζει και με τα πεζογραφήματά του, που αρκετή σχέση
έχουν με τα ποιήματά του ως προς το ύφος και τον τρόπο γραφής.
Όπως συχνά λέγεται για την ποίηση, ότι η
ερμηνεία μπορεί να είναι διαφορετική για κάθε αναγνώστη, έτσι μπορεί να
συμβαίνει και για τα διηγήματα του Σπύρου Βρεττού. Οι ήρωές του θέλουν και δεν
θέλουν να κρυφτούν: «Μόνη μέσα στο θεοσκόταδο, η θάλασσα από κάτω μου βαθιά
και κρύα… Άλλοι εξαγνίζονται σ’ αυτήν, άλλοι απλώς εξαφανίζονται. Εγώ μάλλον
ανήκω στη δεύτερη κατηγορία, χωρίς να μπορώ να πω με βεβαιότητα εάν η εξαφάνισή
μου είναι ακούσια…», αναλογίζεται η Αρετή, αμφιταλαντεύονται και ίσως δεν
έχουν αποφασίσει αν και η αιτία της επιθυμίας να εξαφανιστούν είναι κακό ή
καλό. Η Ευρυδίκη στο πρώτο διήγημα προσπαθεί το κρίμα της να κρύψει, χωρίς να
το αποκηρύσσει, αφού αναπολώντας το ζητά στο παραμιλητό της από τον Περικλή
(άντρα της αδερφής της): «Πες μου σημάδια του κορμιού, σημάδια της αγάπης» και
τον θέλει να απαντά: «Δεν ξέρω σημάδια του κορμιού μον’ ξέρω της αγάπης. /
Ρούχο σκληρό το δέρμα σου μα άκουγα την καρδιά σου». Είναι σαν να
επιβεβαιώνεται η ρήση του Ηράκλειτου: «Αγαθόν και κακόν ταυτόν». Και να κι
άλλα δείγματα: «Κάποια στιγμή σταμάτησα να αναθεωρώ το παρελθόν, έγινα κακή
συνήγορος του εαυτού μου. Ή θα μπορούσε κάποιος να πει: καλή συνήγορος…» (3ο
διήγημα «Η πέτρα του σκανδάλου») και το όνομα της Αρετής έρχεται σε αντίθεση με
τον χαρακτηρισμό της ως «Η πέτρα του σκανδάλου», όπως είχε γίνει και η μητέρα
της: «Ο πατέρας μου από μέσα άκουγε και φώναζε χωρίς να μπορεί να κάνει
κάτι. Όπως τότε που, παρότι κάτι είχε καταλάβει, αφού είχε δει τη γυναίκα του
ξαναμμένη και ανήσυχη, δεν της είπε τίποτα. Το μόνο που έκανε ήταν να με
ρωτήσει: “Ήταν κάποιος εδώ, Αρετή μου;”… Ο στόχος του ήταν τριπλός: Να μείνει
ήσυχος πως η κόρη του δεν είδε, να κοροϊδέψει τον εαυτό του πως τίποτα δεν
έγινε, αλλά και, ίσως το κυριότερο, να αφήσει απείραχτες τις δικές του ανάλογες
ενοχές. Έτσι κάθε τόσο άλλαζε και αυτός την ερμηνεία του γεγονότος και αθώωνε
τη γυναίκα του…» Κρυβόταν δηλαδή μέσα στην …φραντζόλα του πρώτου διηγήματος
δημιουργώντας μια ιστορία «ασπρόμαυρη», όχι ξεκάθαρη, ηθελημένα!...
Μένει καλά κρυμμένος ο Αριστείδης της
πέμπτης ιστορίας, που φοβάται μήπως του φορτώσουν ένα φόνο, παρατηρώντας τις
κινήσεις των δολοφόνων, αλλά από τον εαυτό του, που παρέβλεψε τη σορό,
προκειμένου να μην αποτύχει η δουλειά που έπρεπε να φέρει εις πέρας, δεν
γίνεται να κρυφτεί: «Σταματάνε όλα γύρω, σταματάει ο χρόνος… όλα κάποτε
σταματάνε. Αλλά η σκέψη η δική μου δεν λέει να σταματήσει. “Στήθι σκέψη”, να
μπορούσα να έλεγα, αλλά η σκέψη μου μόνο ήλιος δεν είναι για να υπακούσει και
να σταθεί» (αναφορά στο βιβλικό επεισόδιο με τη στάση του ήλιου κατά
προτροπή του Ιησού του Ναυή, ερμηνευόμενο ως θαύμα, αλλά πιθανότερο να
επρόκειτο για το θερινό ηλιοστάσιο…)
Οι ιστορίες των διηγημάτων ασπρόμαυρες,
με ήρωες που προσπαθούν να αποδράσουν άλλοτε από τους συνεργάτες, τους
συντρόφους τους, από δικούς τους ανθρώπους, φίλους, άλλοτε από τον ίδιο τον
εαυτό τους. Μήπως από τον εαυτό τους σε κάθε περίπτωση, από προσωπικά
ψυχολογικά αδιέξοδα;…
Όπως η Άννα, με τα πολλά πρόσωπα που
δημιούργησε ως προφίλ στο διαδίκτυο: «…Έμενα πλακωμένη και θλιμμένη, τι
θλιμμένη δηλαδή, να μια κατάθλιψη στο μέγεθος του σώματος και της ψυχής, και
των ρούχων μαζί, τόση κατάθλιψη που δεν ανάσαινα, απορούσα πώς ζω».
Όπως ο δημοσιογράφος Πέτρος του
τελευταίου διηγήματος, που επιθυμεί να εκδικηθεί με το φόνο εξιλαστήριου
θύματος εκείνους που τον ξυλοφόρτωσαν για τις αποκαλύψεις που ετοίμαζε περί
σκανδάλων ενός Ασύλου Αστέγων και προσπαθεί να υποβάλει μια τέτοια ενέργεια στο
φίλο του εμπλέκοντάς τον και ενοχοποιώντας τον. Αφού η προσπάθεια απέτυχε,
διέπραξε τον φόνο, δεν κατάφερε να αποδράσει από τον εαυτό του: «Ίσως
χρειαζόμουν τον Μάνο να μου ανοίξει τον δρόμο για να μπορέσω εγώ να το κάνω».
Ίσως όμως από τους άλλους να τα κατάφερε τελικά, αφού σκέφτηκε: «Θα μπορούσα
λοιπόν για να αθωωθώ, να ισχυριστώ αυτό: Ότι τον φόνο τον έκαναν εκείνοι που με
είχαν χτυπήσει, και όχι εγώ. Κι ας ομολόγησα μετά τη σύλληψή μου. Θα ανακαλέσω…
Θα τους δείξω και τα στοιχεία που είχα συγκεντρώσει, στοιχεία που καίνε πρόσωπα
ισχυρά, κι απ’ τα οποία προκύπτει και η διασύνδεσή τους με τον φύλακα… Και μετά
θα πω και αυτά: Ότι αρχικά είχαν φοβηθεί που ο φύλακας μού έδωσε σημαντικά
στοιχεία…» Και ο Μάνος «Παρακολουθεί τη δίκη σαν να βλέπει ταινία… Τα
βλέπει όλα ασπρόμαυρα…»
Η ΨΙΧΑ και άλλες ασπρόμαυρες ιστορίες, Σπύρος Βρεττός, εκδόσεις Μελάνι, 2022
Παρουσίαση: Παναγιώτης Χαλούλος
Ο Σπύρος Λ. Βρεττός γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1960. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα. Ζει και εργάζεται ως δικηγόρος στην Πάτρα. Έχει εκδώσει εννέα ποιητικές συλλογές, μία ανθολογία ποιημάτων του, τρία βιβλία με δοκίμια και μελέτες, και μία συλλογή διηγημάτων. Η ποιητική του συλλογή «Διαπραγματεύσεις» βραβεύτηκε με το Βραβείο κριτικής San Domenichino (2022) σε μετάφραση στα ιταλικά της Chiara Catapano. Στην ενότητα ποιημάτων «Μήδεια» (από τη συλλογή «Συνέβη») βασίστηκε η παράσταση χοροθεάτρου «Μήδεια από την αρχή» της Μάρως Γαλάνη. Διηγήματα από το βιβλίο του «Ένας αόριστος άνθρωπος» παρουσιάστηκαν στο θέατρο σε σκηνοθεσία Αρτέμιδος Γρύμπλα (Θέατρο Act, Πάτρα 2018). Ποιήματα και διηγήματά του έχουν μεταφραστεί σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και του Κύκλου Ποιητών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου