Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2020

Λίλια Κυρίτση Τέσσερα μικρο-αφηγήματα φωτογραφίες: Gabriel Guerrero κριτικό σχόλιο: Διώνη Δημητριάδου


Λίλια Κυρίτση

Τέσσερα μικρο-αφηγήματα

φωτογραφίες: Gabriel Guerrero

κριτικό σχόλιο: Διώνη Δημητριάδου





Σε χρόνο σύντομο γραφής, καθόσον αγαπά τις μικροαφηγήσεις, η Λίλια Κυρίτση κερδίζει τον αναγνώστη της με τη λιτότητα του περιεκτικού της λόγου. Οι ήρωές της μονολογούν, θυμούνται, κρίνουν και κρίνονται – όσο τους επιτρέπει ο μικρός χώρος των αφηγημάτων, που αποδεικνύεται ωστόσο επαρκής. Η συγγραφέας δεν τους χαρίζεται· ό,τι έχουν να πουν θα το χωρέσουν μέσα σε λίγες γραμμές. Όμορφη γραφή μέσα στην ευστοχία των επιλεγμένων λέξεων. Στα αφηγήματα που ακολουθούν παρατηρούμε σε έξοχη σύνοψη την εικόνα μιας πόλης αγαπημένης (Είναι ωραία η ζωή στην πόλη)· ακόμη κι αν είναι οι μοναδικές εικόνες που γνωρίζει κάποιος οι δικές της. Ακολουθεί η ιδιόμορφη συνομιλία με την Virginia Woolf (Στο μυαλό της Virginia), που ανοίγει άλλο παράθυρο στην έτσι κι αλλιώς ενδιαφέρουσα γραφή της Κυρίτση· σημαντική η συμπόρευση ως αίσθηση αρχικά μιας κοινής διαδρομής και μετά ως ανάγκη αποτύπωσης της τραγικότητας. Στο αφήγημα Η μαγειρίτσα συμπυκνωμένη διαβάζουμε τη διάσταση ανάμεσα στις γενιές, ως θέαση της ζωής, ως ιεράρχηση αξιών, ως αισθητική εντέλει, η οποία εμπεριέχει τα παραπάνω· μια σπάνια στη συντομία της αποτίμηση ζωής. Το τελευταίο αφήγημα (Μαργαρίτες) απολύτως ερωτικό με όλη την τραγικότητα που χαρακτηρίζει κάθε μορφή σχέσης από την πιο ολοκληρωμένη ως την πιο αποσπασματική και ανολοκλήρωτη· συγκλονιστικό στην αλήθεια του. 





Είναι ωραία η ζωή στην πόλη

                                        

Στην πόλη μου γεννήθηκα ήσυχα. Ακόμα πιο ήσυχα μεγάλωσα. Δεν μου ταιριάζει ο θόρυβος. Σ’ εκείνη κουμπώνει  γάντι. Λέει πως, αν σιωπήσει έστω και για μια στιγμή, θα χαθεί αυτοστιγμεί απ’ το χάρτη· έτσι λέει. Αναρωτιέμαι  αν θα μ’ ενοχλούσε να εξαφανιστώ μαζί της, καθώς ανηφορίζω το λόφο. Κι όμως για τα σπαρμένα  καφενεία, τ’ ανθηρά μπαράκια και τσιπουράδικα αυτό θα ήταν ο χειρότερος εφιάλτης. Το περίεργο με το δικό μας δίδυμο είναι πως εγώ τη βρίσκω χάλια κι αυτή καμώνεται την εκπληκτική. Από την άλλη, εγώ θεωρώ τον εαυτό μου εκπληκτικό κι αυτή με βλέπει χάλια. Αλλά λίγο με νοιάζει.  Συνεχίζω να την ψάχνω. Να σπρώχνω στην ανηφόρα. Γιατί αυτός είναι ο δρόμος μου. Στα τενεκετζίδικα  και στα μπορντέλα. Στο Μπεζεστένι και  στα πέτρινα υπόλοιπα του έκτου αιώνα. Ανάμεσα στα παράνομα παρκαρισμένα αυτοκίνητα στριμώχνομαι  κι ακούω τραγουδάκια. Και σκέφτομαι πως ίσως βαστάει ωραία η ζωή στην πόλη για κάποιον που δεν περπάτησε αλλού. Ωραία σαν ένα περίπατο στην εθνική με καθαρό καιρό. 





Στο μυαλό της Virginia



Καταλάβαινε από καιρό πως ήταν ανίκανη να γράψει. Από τότε που ο Roger Κrow, ο εκδότης, απέρριψε το βιβλίο της είχε καταρρεύσει. Πότε τρέκλιζε απ’ το γέλιο και πότε από το κλάμα, χωρίς να βρίσκει με ισορροπία κάπου να πατήσει. Το ξινισμένο γάλα στο ποτήρι τής έκοβε τη μύτη και η αηδία βρικολάκιαζε το σώμα της. Μέσα στην άσπρη μπλούζα τα χέρια περίσσευαν ακίνητα και σταυρωμένα πάνω στο γραφείο με τις ώρες. Γύρισε το κεφάλι και κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο. Τα  δωμάτια της πτέρυγας Γάμα άνοιγαν πέρα από τον κόλπο  Porthminster. Κι έτσι, όπως είχε κρεμάσει τα μάτια στο φάρο Godrevy, ένα φλας άναψε στο μυαλό της, έβαλε φωτιά στις σελίδες και την έφερε πίσω στο St Ives. Οκτώβρη μήνα μπήκε θριαμβευτικά στην έρημη πόλη κι άρπαξε την έμπνευση. Νεογέννητη γραπώθηκε στον αλύγιστο σβέρκο της. Το κλάμα της φοβισμένο, ανθρώπινο. Στη φωλιά της την ηρέμησε και τη ζέστανε ανάμεσα στα σκέλια. Δίπλα μια νεκρή γραφή άχνιζε ακόμα. Το γάλα πήγαινε να πετρώσει.  Με ένα ούρλιασμα πόνου πρόσταξε «Πιάσε τη θηλή».  Κι εκείνη βύζαξε και χόρτασε. Όσο μεγάλωνε γρύλιζε και βύζαινε. Και η Virginia λύκαινα ήρθε και μάνα της έγινε, πριν να ριχτεί στο νερό με τις τσέπες φορτωμένες πέτρες.      

   



Η μαγειρίτσα



Κάποια Ανάσταση έτρωγα στην ταβέρνα  του Χαλέπη μια μαγειρίτσα, που όμοιά της δεν είχα ξαναφάει. Την άρπαζες με το πιρούνι. Ένα φόρτωμα μυρωδικά, λαχανικά στο παραπάνω, ακόμα περισσότερα εντόσθια και το ρύζι πνιγμένο μέσα στο λίπος, πλούσιο και λαπαδιασμένο. Πράγμα πρωτόγνωρο και ασήκωτο για τις μέχρι τότε διατροφικές μου συνήθειες. Για να την κάνω πιο γιορτινή, τη συνόδευσα με κόκκινο κρασί. Έχοντας διάθεση να πατήσω το μέτρο, να γευτώ το περιττό και το ξέχειλο, δεν παράγγειλα σαλάτα, παρά ένα πιάτο λακέρδα˙ αλμυρή να μουδιάζει η γλώσσα σου. Μετά το δεύτερο πιάτο μπούκωσα, ζαλίστηκα. Μήνυσα, όμως, και για τρίτο και λίγο, πριν σβήσω, ζωντάνεψε στα μάτια η γιαγιά μου, που μούλιαζε  το αντίδωρο στο νερό για βραδινό· κι αυτό ήταν όλο. 





Μαργαρίτες



Ήταν από τη μάνα μου πιο νέα. Πιο ψηλή. Πιο στρογγυλή. Πιο άσπρη.  Ο άντρας της δεν την αγάπαγε. Γιατί, αν την αγάπαγε, δεν θα τη χτύπαγε. Εκείνη πάλι αγάπαγε τις μαργαρίτες. Κι εγώ αγάπαγα εκείνην. Η  μνήμη μου απ’ αυτή μυρίζει σπέρμα. Κάπου εκεί στα δεκατρία μου.  Η εικόνα στο μυαλό μου αναλλοίωτη. Μια κληματαριά να σκιάζει την αυλή. Ένας τενεκές δεμένος ψηλά στο μάγγανο. Μια κουπάνα με ασπρόρουχα πάνω σε τσιμεντόλιθο. Υπάρχει ακόμα μια μαργαρίτα περασμένη στα δόντια της και μια ζεστή ηλιαχτίδα να ορμά από τα κληματόφυλλα μέσα στο φρέαρ. Να αναδύεται και να γλιστρά  αχνίζοντας στο κοντοβράκι μου. Σαν τη μαργαρίτα μάδησες τ’ άγουρα πέταλα  και με εκαταμάδησες. Με ταξίδεψες σ’ όλο το δρόμο˙ από το αγόρι στον άντρα. Σα μεγαλώσω θα σκοτώσω τον πούστη τον άντρα σου και θα σε γεμίσω μαργαρίτες. Τώρα σε απόσταση μετρώ τις στύσεις μου  και σ’ ευλογώ.



Λίλια Κυρίτση (από τη συλλογή «Σε χρόνο σύντομο» εκδόσεις Όστρια)




Η Λίλια Κυρίτση είναι νηπιαγωγός, απόφοιτη του Α.Π.Θ., με μεταπτυχιακές σπουδές στο τμήμα Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας στη Φλώρινα. Ζει στη Λάρισα και εργάζεται στο Δήμο Τυρνάβου. Έχει βραβευτεί σε πολλούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Έχει γράψει βιβλία δραστηριοτήτων για παιδιά, διηγήματα και θεατρικά έργα. Κείμενά της φιλοξενούνται σε λογοτεχνικά περιοδικά, ημερολόγια και σε συλλογές διηγημάτων.














1 σχόλιο: