Τετάρτη 22 Μαΐου 2024

Patricia Lockwood Κανείς δε μιλάει γι’ αυτό Μετάφραση: Μυρσίνη Γκανά Εκδόσεις Ψυχογιός η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

 

Patricia Lockwood

Κανείς δε μιλάει γι’ αυτό

Μετάφραση: Μυρσίνη Γκανά

Εκδόσεις Ψυχογιός

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Patricia Lockwood: «Κανείς δε μιλάει γι’ αυτό» (diastixo.gr)

 

 


Από τον ψηφιακό κόσμο στον αληθινό, πόσος δρόμος, αλήθεια; Η Lockwood αναλαμβάνει, με προσωπικό κόστος, να μας μιλήσει για τη δύσκολη αυτή διαδρομή, σε ένα μυθιστόρημα με σαφή διαχωρισμό σε δύο μέρη. Στο πρώτο, χρησιμοποιώντας μια γλώσσα «διαδικτυακή» θα μας ξεναγήσει στον πλαστό κόσμο της κατ’ επίφασιν επικοινωνίας, της ψεύτικης ζωής. Κι εκεί που νομίζουμε πως ο κόσμος αυτός είναι περίκλειστος μέσα στην αυτονομία του και στην πλασματική του δύναμη, αρκεί να εισχωρήσει από μια αφύλακτη χαραμάδα η «όντως πραγματικότητα». Τότε όλα αποκαλύπτουν την ευθραυστότητά τους.

Μια κύηση που πρέπει να σταματήσει. Αυτό υπαγορεύει η λογική αλλά και η ανθρώπινη ευαισθησία. Αυτό ακριβώς απαγορεύει ο νόμος αλλά και η στηριγμένη σε σαθρά θεολογικά θεμέλια ανθρώπινη «ευαισθησία». Η ηρωίδα της Lockwood (στην ουσία η ίδια, καθώς είναι γνωστή η δραστηριότητά της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης), εγκαταλείποντας την ασφάλεια της διαδικτυακής «πύλης», θα βρεθεί στην τρομακτική αβεβαιότητα, τη διαρκή ανασφάλεια του αληθινού κόσμου. Θα σταθεί δίπλα στην αδελφή της που κυοφορεί ένα έμβρυο που, αν γεννηθεί, θα είναι ακόμη ένα από τα σπάνια περιστατικά «ανθρώπου ελέφαντα» ή αλλιώς της διαταραχής που ονομάζεται «Σύνδρομο του Πρωτέα».

Η γέννηση του παιδιού και η εξάμηνη ζωή του θα αποτελέσουν για τη Lockwood ένα νέο «κέλυφος» ζωής, πρωτόγνωρο, μέσα στο οποίο θα πρέπει να εννοήσει από την αρχή τον κόσμο, ακόμα κι αν αρκείται να τον βλέπει μέσα από τα μάτια που στολίζουν το τεράστιο κεφάλι του μωρού.

 

«Ήταν ένα θαύμα το πόσο απόλυτα και εύκολα αυτό την έβγαζε από τη ροή της κανονικής ζωής. Ήταν ένα γυαλιστερό αποστειρωμένο εργαλείο, που άναβε ακριβώς τη στιγμή της επείγουσας ανάγκης. Κατέβαζε μονορούφι καυτό νοσοκομειακό καφέ και μετά έκανε «ΑΧΧΧΧΧ» σαν τον Τζορτζ Κλούνεϊ στην “Εντατική”, σαν να ετοιμαζόταν να πάει να αφαιρέσει τον όγκο που τώρα τελευταία ασκούσε πίεση στο οπτικό νεύρο του κόσμου. Ήθελε να σταματάει ανθρώπους στον δρόμο και να λέει: “Το ξέρετε αυτό; Θα πρέπει να μάθετε γι’ αυτό. Κανείς δε μιλάει γι’ αυτό”. (σ. 155).


 

Κι όταν το παιδί πεθάνει, καθώς έτσι ήταν αναμενόμενο, θα αναρωτηθεί για την μέχρι τότε πορεία της, όπως είναι φυσικό. Δεν θα αναθεωρήσει, ωστόσο, τη σχέση της με τον ψηφιακό κόσμο, υπονοώντας το αυτονόητο, δηλαδή πόσο βαθιά είμαστε όλοι χωμένοι μέσα του. Κι όμως, το μικρόβιο της αμφισβήτησης έχει αρχίσει να δρα. Τίποτα δεν μπορεί  να είναι πλέον ακριβώς το ίδιο, από τη στιγμή που ένιωσε την ανθρώπινη σχέση, το άγγιγμα, την αφή, το απευθείας βλέμμα, το φιλί, την αγκαλιά, χωρίς τη μεσολάβηση του άψυχου μηχανήματος «επικοινωνίας». Εμβόλιμες σκέψεις θα αναφύονται, όπως για παράδειγμα:

 

«Σκέφτηκε το καρτελάκι 24ωρης εισόδου στη ΜΕΘΝ που βρισκόταν στην τσέπη του παλτού της, που το είχε εκεί για να της θυμίζει ότι κάποτε είχε υπάρξει κάτοικος της αναγκαιότητας. Γιατί είχε μπει στην πύλη εξ αρχής;» (σ. 215).

 

Η Lockwood γράφει ένα μυθιστόρημα συγκλονιστικό και στα δύο μέρη του. Στο πρώτο συγκλονίζει η αλήθεια του, που μας αφορά όλους, κι ας μη μας αρέσει. Ακριβώς επειδή η ίδια έχει την άμεση σχέση με τον ψηφιακό κόσμο της επικοινωνίας, μεταφέρει με ακρίβεια την ψηφιακή, διαδικτυακή πραγματικότητα με γλώσσα αληθινή στον παραλογισμό της, στις παράδοξες αναμείξεις της, στις περιεκτικές συντομεύσεις της. Αξίζει εδώ ιδιαίτερη μνεία στη μεταφραστική δουλειά της Μυρσίνης Γκανά, που κατόρθωσε να αποδώσει τη «γλώσσα» αυτή με αντιστοιχίες στα ελληνικά, χωρίς να απολέσει καθόλου την ειρωνεία, το χιούμορ ή την απόγνωση και τη μοναξιά που οι λέξεις απηχούν. Στο δεύτερο μέρος συγκλονίζει η ίδια η ιστορία, με την τροπή που παίρνει, με την αντιστροφή της πραγματικότητας και την προσγείωση στα αληθινά μεγέθη, με τη γλώσσα κι εδώ να προσαρμόζεται αναλόγως. Αυτό το δεύτερο μέρος, όποιος αντέχει, το διαβάζει δυο φορές· τη μία με τις λέξεις του, όπως είναι, τη δεύτερη με όσα περισσότερα κρύβουν μέσα τους.

Μια διαδρομή από τον ένα ρεαλισμό στον άλλο (με ισχυρό αποτύπωμα και οι δύο μορφές του) σε μια γραφή πρωτότυπη στη δομή της. Και (ιδιαίτερης αξίας αυτό) σ’ αυτούς τους δύο κόσμους κατορθώνει να παρεισφρήσει η ποίηση, όχι τόσο ως έκφραση ποιητικού λόγου όσο ως οπτική, ως «ματιά» απέναντι σε μια γραφή που αντέχει να ανοίγει την πόρτα σε όποια ανατροπή, να εσωκλείει αντιθέσεις και αντιφάσεις (κυρίως αυτές με όλο το οξύμωρο που εμπεριέχουν), που τολμά να απογειώνεται και να προσγειώνεται με άνεση, να νιώθει, να απελπίζεται και να συνεχίζει.

Ένα βιβλίο που εκπροσωπεί την ανανέωση της γραφής; Μα, και μόνο που τίθεται έστω ως ερώτημα έχει το βάρος του, την αξία του.

 

Διώνη Δημητριάδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου