Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2025

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης: Διώνη Δημητριάδου, Αδώνιδος κήποι Εκδόσεις ΑΩ η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Περί ου

 

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης:  Διώνη Δημητριάδου, Αδώνιδος κήποι

 Εκδόσεις ΑΩ

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Περί ου



Του Αδώνιδος οι ποιητικοί κήποι

Πώς να αναμετρηθείς με το τέρας; Πώς να μιλήσεις τα αμίλητα; Και ποιος ο αρμόδιος; Η βιολογία; Η φυσική; Η ιατρική; Η θεολογία; Μήπως η ποίηση;

Αλλά επανερχόμενη κι η διερώτηση για την ποιητική εμμονή γύρω απ’ το θέμα. Μαζί με τη δηλωμένη ή αδήλωτη ένσταση μιας ακόμη ποιητικής διαφυγής απ’ το εδώ και απ’ το τώρα. Των μακάριων κατοίκων της χώρας των μακάρων με τα μακάρια θέματά τους, κατά πώς το ’χα διατυπώσει ειρωνικά κάπου αλλού. Χρόνια όμως που σκιαμαχώ λογοτεχνικά με το εδώ και με το τώρα. Βαριά γαρ η μαρξιστική κληρονομιά σε όσους επιστρέφουμε στους οικείους θεωρητικούς τόπους μιας ανεπίστρεπτης νιότης κι ελπίδας, σαν νοηματική βάση για την εννόηση του παρόντος. Ένα έστω και ξεχειλωμένο θεωρητικό περίγραμμα, για να δώσουμε σχήμα στην ομίχλη που μπαίνει από παντού στο σπίτι. Μ’ όλες τις πληγές που ξύνουμε και μ’ όλες τις διαψεύσεις που υποφέρουμε, καθήμενοι μονάχοι μπρος στο παράθυρο με το βλέμμα κολλημένο στον δρόμο.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, οι δικές μου θεματικές εμμονές κι ειρωνικές διερωτήσεις, η δυσκολία μου δηλαδή να αντιληφθώ, ότι ουδείς δικαιούται να δικαιώνει ή να μη δικαιώνει ιδεολογικώ τω τρόπω και τα μέσα την ποιητική θεματική. Επιχειρώντας μια άλλη παρείσφρηση της ιδεολογικής στράτευσης, συντηρητικής ή προοδευτικής καμία σημασία, στην Κοιλάδα των Μουσών. Και να συμπληρώσω, έστω και αργοπορημένος, ότι στο θέμα του θανάτου, όπως και στο θέμα του έρωτα κείται η πιο επαναστατική πράξη της ποίησης, καθότι εδώ η νίκη της, ή ακριβέστερα η διαρκής μάχη της ενάντια σε κάθε θεολογία και επιστήμη.

Εδώ λοιπόν, στο θέμα του θανάτου, σαν ορισμένη απώλεια, σαν υπαρξιακή αγωνία, σαν οδυνηρή μνήμη, η τελευταία συλλογή της Δημητριάδου, με μια αίσθηση αναλυτικής ποιητικής πραγματείας απ’ την αρχή ως το τέλος, που μοιράζεται στα επιμέρους ποιήματα, όπου το καθένα διατηρεί τη νοηματική και ποιητική αυτονομία και από κοινού με όλα τα άλλα δημιουργεί τη δομή ενός ενιαίου όλου – μια ενότητα δηλαδή στην ποικιλία και μια ετερότητα στη σύνθεση, με διαφορετικές κάθε φορά θεάσεις, όψεις και πτυχές του ίδιου και του αυτού θέματος που συνενώνονται χάριν του κοινού κλίματος και των επανερχόμενων μοτίβων, όπως οι μικρές Παρασκευές και ασφαλώς του Αδώνιδος οι κήποι.

Με το  σύμβολο των αντλημένων από την αρχαιοελληνική μυθολογία κήπων να απαντάται παραλλαγμένο στο χριστιανικό τυπικό της Μεγάλης Εβδομάδας στα δύο κρίσιμα ορόσημά του, τη Σταύρωση της Μεγάλης Παρασκευής, οπότε και η ληξιαρχική πράξη του θανάτου, και την Ανάσταση της Κυριακής του Πάσχα, οπότε και το θαύμα της αιώνιας ζωής: μια διαρκής συνομιλία της αρχαιοελληνικής μυθολογίας και του χριστιανισμού με την πρώτη να λειτουργεί σαν διακείμενο του δεύτερου, μια αστείρευτη πηγή έμπνευσης, θαυμάτων και λόγου, που αναβαπτίζεται εντός νέου εννοιολογικού πλαισίου και μιας άλλης δογματικής της πίστης, διαδικασία απ’ την οποία θα περίμενε κανείς σαν ευθύ ή πλάγιο ποιητικό υπαινιγμό την αποκαθήλωση της μοναδικότητας και την υπονόμευση της θεολογικότητας, ότι δηλαδή ανθρώπινες κατασκευές όλα αυτά είτε πρόκειται για τον αρχαιοελληνικό μύθο είτε πρόκειται για τη χριστιανική θρησκεία, όμως ό,τι στο τέλος μένει είναι το βαθύ αίσθημα του ποιητικού σεβασμού και μια διάθεση ποιητικής συμφιλίωσης των αντίμαχων λόγων, που είτε έτσι είτε αλλιώς επιχείρησαν, επιτυχώς ή ανεπιτυχώς, να ορθωθούν μπροστά στο τέρας του θανάτου επ’ ανθρωπίνη ωφελεία.

Χρόνια που τη διαβάζω τη Διώνη – ναι, θα πω συνειδητά και εσκεμμένα «τη Διώνη», κι ας στραβομουτσουνιάζει η κορεκτίλα μιας κριτικής αντίληψης. Που θαρρεί πως με τις πληθυντικές και κριτικές συμβατικότητες θα εξασφαλίσει την έξωθεν καλή μαρτυρία. Μα το επίδικο στην ίδια τη γραφή δεν είναι οι τύποι αλλά η ίδια η γραφή, το να γράφεις θετικά για ό,τι θετικό και αρνητικά για ό,τι αρνητικό – πάντα όμως καλοπροαίρετα και δίχως το ανεβασμένο φρύδι, έξω από αυτή την ευκολία της κριτικής εξουσίας τού «όλα τα σφάζω κι όλα τα μαχαιρώνω», εννοώ με την αναγκαία πάντα κριτική ταπεινοφροσύνη, του ότι αυτό πιστεύω αλλά μπορεί και να σφάλλω, φοβάμαι όμως ότι ξεμάκρυνα ξανά, ενώ είχα στο μυαλό να γράψω γι’ αυτή τη σπάνια αρετή που εκτιμώ βαθύτατα στη γραφή της Διώνης, να στέκεται εξωτερικά ατάραχη, να φαίνεται δωρικά βλοσυρή και από κάτω να συνταράσσεται από ρεύματα και δίνες, όπως ακριβώς η εξ όψεως ήρεμη ανοιχτή θάλασσα.

Ας μου συγχωρεθεί που σ’ όλη αυτή τη δική μου φλυαρία δεν μπορώ να επεκταθώ στις τεχνικές πλευρές της συλλογής, όσον αφορά τη μετάπλαση του βιώματος σε ποιητικό λόγο, τη συνομιλία της με προηγούμενες συλλογές, την έννοια του ποιητικού ήθους που κομίζει  λόγω και έργω κτλ., αλλά έναν διαφορετικό κριτικό λόγο αναζητώ εδώ και χρόνια, που θα αφήνει το ήσσον για να καταπιαστεί με ό,τι σπαρταράει, βογκάει και οδύρεται, και δεν θα μπορούσα να βρω καλύτερη ευκαιρία από τούτη τη συλλογή τούτης της ποιήτριας.

Κάποια βιβλία, ακόμη και καλά, διαβάζονται άπαξ. Σε κάποια άλλα επιστρέφεις. Όχι μόνο για τις επιστρώσεις νοημάτων που διαρκώς ανακαλύπτεις.  Όθεν το κρίσιμο σημείο μεταξύ καλού και πολύ καλού, πολύ καλού και εξαιρετικού κτλ., το ότι έχει δηλαδή να πει για την οριακή πραγματικότητα που ζεις αλλά αδυνατείς να διαχειριστείς. Όσον αφορά λοιπόν εμένα, πολύ πρόσφατα ο παρατεταμένος θρήνος για την κόρη ενός φίλου – με τις μέρες στην εντατική και ό,τι ακολούθησε. Του Αδώνιδος τους κήπους είχα για παρέα, τρίτη και τέταρτη στη σειρά ανάγνωση, κάπου στην κορφή του Ελικώνα, στις πιο δύσκολες ώρες της ημέρας, στις πιο μικρές.

Είπα όμως  «ανάγνωση» αλλά δεν ήταν ανάγνωση. Ούτε μόνο μελέτη, όπως θα όριζε το στερεότυπο αντιθετικό ζεύγμα. Είναι βύθισμα, είναι πνιγμός, είναι λυγμός, είναι περιπλάνηση, θέλω να πω ότι είναι κυρίως εν και διά τοις πράγμασι εμπειρία τούτη η ανάγνωση-μελέτη-καταβύθιση. Με τις λέξεις να αποκτούν υλική υπόσταση και να βρίσκουν όγκο, ονομάζοντας τα πιο μύχια, τα πιο σκοτεινά, τα πιο τρομώδη. Κατά τον τρόπο των μοιρολογιών που ακόμη μοιρολογούνται στα πιο ορεινά και απομονωμένα χωριά: όλο το βράδυ παρέα με τις γριές μοιρολογίστρες, που μαζί με τον δικό σου πεθαμένο δε χάνουν την ευκαιρία να θρηνούν και τα δικά τους τα θανατικά.

Δεν ξέρω πιο επαναστατική πράξη της ποίησης απ’ το να ηχεί τη φωνή αυτών των θρήνων. Δεν ξέρω πιο επαναστατική πράξη της ποίησης απ’ το να δίνει στις λέξεις αναλγητικές ιδιότητες, να τις κάνει χάδι, παρηγοριά και ένα χέρι στον ώμο. Εντέλει, δεν ξέρω πιο επαναστατική πράξη της ποίησης απ’ τη δίχως τον αναμενόμενο ύμνο προς τη ζωή άρση της ενώπιον του τέρατος του θανάτου.

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, πεζογράφος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου