Η Ίμα στη Ville d’ Avray
Κώστια Κοντολέων
Εκδόσεις
Ευρασία-Στιγμός
η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr
Κώστια Κοντολέων: «Η Ίμα στη Ville d’Avray» (diastixo.gr)
«Η βαριά πόρτα ανοίγει και κλείνει, οριστικά πια πίσω
της. Τα βρεμένα πεζοδρόμια έπαψαν να αντανακλούν μικρές ή μεγάλες σκιές, οι
ομπρέλες μάσκες προσώπων και προσωπείων κρύβουν ταυτότητες ίσως και λύκους στα
δάση του κόσμου που παραμονεύουν κοκκινοσκουφίτσες». («Αθώες φωτογραφίες», σ.
76).
Η Κώστια Κοντολέων, ανοίγει το τοπίο, η Ίμα ανοίγει τα
μάτια και κυκλοφορεί μέσα στις σελίδες. Ξέρει πως ό,τι γράφτηκε βαθιά μέσα της
εξακολουθεί να ζει, να πληγώνει, να διαμορφώνει αισθήματα και αντιδράσεις, να
κινητοποιεί τη σκέψη· κυρίως τη σκέψη. Και είναι η ώρα που η μνήμη θα ξεχυθεί,
με όποιον τρόπο θα βρει καλύτερο, συχνά στερεωμένη στο παρόν, με ρεαλιστική
σκευή, συχνά πάλι σε πλήρη απογείωση, ανάμεσα στο τότε και το τώρα – κι αν το
μπορεί, να αγγίζει τα μελλούμενα. Είκοσι ιστορίες, μικρές ή και πολύ μικρές
(δύο από αυτές μόλις με έκταση μιας σελίδας) δημιουργούν, η καθεμία με το δικό
της βάρος (σε λέξεις και σε βιωμένο χρόνο), μια «τοιχογραφία», ένα σκηνικό,
όπου όλα φαίνονται υπαρκτά και αναμενόμενα, μέχρι τη στιγμή που θα ανατρέψουν
την εικόνα. Και τότε όλα τα απίθανα ξετυλίγονται μπροστά μας. Μυθοπλασία σε μια
από τις πιο ευφάνταστες εκδοχές της; Ναι, όμως, πόσο γίνεται να απέχει από
προσωπικά βιώματα ή (το πιο ενδιαφέρον) από έναν ολόκληρο κόσμο συσσωρευμένων
παρατηρήσεων; Η συγγραφή εκκινεί από την παρατήρηση, κατόπιν έρχεται η
επεξεργασία των αποθηκευμένων εικόνων, με την αρωγή των βιωμάτων. Κι έτσι
γεννιέται το λογοτεχνικό σύμπαν, που όλο κάτι θα θυμίζει, όλο και κάπου θα παραπέμπει, ενώ ταυτόχρονα όλο και θα μοιάζει
εντελώς καινούργια ζωή, επινοημένη.
Μια τέτοια αίσθηση έχω διαβάζοντας της ιστορίες αυτές. Διαφορετικές εντελώς μεταξύ τους, ως αφορμή της εξιστόρησης, ως εξέλιξη πλοκής, ως χαρακτηρολογία. Κι όμως, κάτι τις ενώνει.
Αρχικά η γραφή, που προσεγγίζει τόσο τα γεγονότα, όσο
και τα πρόσωπα, με μια κοινή ματιά. Είναι ο «παρατηρητής» που καταγράφει ό,τι
βλέπει, προσδίδοντας ιδιαίτερη αξία στο χτίσιμο του σκηνικού της ιστορίας, να μη
μένουν μετέωροι οι χαρακτήρες, να έχουν τόπο να σταθούν. Κι έπειτα ο τρόπος που
διαμορφώνονται οι χαρακτήρες. Η συγγραφική ματιά πέφτει επάνω τους από τη μια
με κατανόηση, με συμπάθεια, συχνά έως και ιδιότυπη «σύμπλευση», από την άλλη,
όμως, ανυποχώρητη στην έκδηλη αρχική διάθεση να φθάσει η γραφή μέχρι το
κόκκαλο, να βρει την πηγή του πόνου, την ουλή του τραύματος, να μιλήσει γι’
αυτό χωρίς προσχήματα.
Νήμα σύνδεσης διαφαίνεται και στην υπόρρητη θεματική,
όχι σε ό,τι επιφανειακά αρχικά προβάλλεται, αλλά σε ό,τι υποκρύπτεται
υποδηλώνοντας την αρχική συγγραφική πρόθεση – αν επιτρέπεται, με εικασία και
μόνον, να την προσεγγίσουμε. Έχω την εντύπωση πως καθόλου τυχαία η πρώτη
ιστορία έχει τον τίτλο «Ασύμμετρο παιχνίδι». Μοιάζουν οι ήρωες όλων των
ιστοριών να αντιλαμβάνονται το ασύμμετρο της παρουσίας τους μέσα σε έναν κόσμο
που θα τον ήθελαν αλλιώς, να μην τους θυμίζει διαρκώς το προσωπικό τους τραύμα,
να μη χρειάζεται σκηνικό θανάτου το κάθε κλείσιμο ανοιχτών λογαριασμών με το
παρελθόν, οι αθώοι να μην είναι φταίχτες και οι φταίχτες αθώοι, οι λύκοι να μη
φοράνε προσωπείο, οι «κοκκινοσκουφίτσες» να μην έχουν ανάγκη το παραμύθι τους
για να σωθούν, η Ίμα Σουμάκ να κελαηδά σε κάθε φτωχική αυλή, οι λαϊκές αγορές
να μεταμορφώνονται σε χώρους αγαλλίασης και ακουστικής ευωχίας, η ενηλικίωση να
μην απαιτεί αίμα ψυχής, οι καθρέφτες, επιτέλους οι καθρέφτες, να μη λένε πάντα
την αλήθεια, θρυμματίζοντας τις ιαματικές και ζωογόνες ψευδαισθήσεις.
«Οι καθρέφτες λένε πάντα την αλήθεια στην πραγματική
ζωή, μόνο στα παραμύθια ταυτίζονται με τις επιθυμίες αυτών που καθρεφτίζονται
μέσα τους, ανάγκη επιβεβαίωσης ή άκρατος ναρκισσισμός; Ωστόσο, ο δικός της
καθρέφτης μη εθισμένος σε ψέματα και κολακείες, θα της πει γι’ ακόμη μια φορά
την αλήθεια συνεπικουρούμενος από απτές αποδείξεις που δεν επιδέχονται
αμφισβητήσεις. («Η δουλειά του πατέρα», σ. 23).
Επειδή, όμως, δεν είναι έτσι ο κόσμος, έρχονται οι
ιστορίες με τον παραμυθητικό τους ρόλο, να παρηγορούν, να φτιάχνουν ένα
διαφορετικό σκηνικό, καταργώντας (έστω και αιφνιδιαστικά στο τέλος τους) το
υπαρκτό, το δυσβάστακτο. Η Κοντολέων χρησιμοποιεί με τον δικό της τρόπο τους
καθρέφτες. Δίνει από τη μια το είδωλο, όπως φαίνεται μέσα τους, το ανατρέπει
από την άλλη, προσφέροντας την άλλη όψη της ζωής. Άριστο παράδειγμα «Η πασαρέλα
του πηλού», με τη μετάπλαση του υπαρκτού (σώματος) σε ιδεατή εικόνα έργου
τέχνης, με την αναγκαία μεσολάβηση της γης, του ταπεινού πηλού· μια επιστροφή
στην αρχική μορφή, μια πορεία από την οδυνηρή πραγματικότητα σε μια άλλη
διάσταση, όπου όλα αλλάζουν την εικόνα τους. Το «φαίνεσθαι» καμιά φορά
ισχυρότερο του «είναι».
«Κι εκείνη δεν έβλεπε πια λασπωμένους βούρκους, μήτε
κορμιά που λαχταρούσαν την ένωσή τους με το υγρό χώμα σε συνουσία παράξενα
ηδονική. Έβλεπε μόνο τη μάνα γη, μήτρα ορθάνοιχτη να την καλεί στο υγρό της
σκοτάδι, κι ως μια χθόνια ύπαρξη χωρίς ντροπή ή φόβο άφησε πίσω της τα ρούχα,
και το ενήλικο σώμα της κι ως έμβρυο εισήλθε σ’ εκείνη τη μήτρα από λάσπη και
χώμα για να γεννηθεί ξανά. («Η πασαρέλα από πηλό», σ. 33).
Η γραφή της Κοντολέων όλα τα καθιστά δυνατά, στο όνομα
μιας έξοχης μυθοπλασίας. Στο κάτω κάτω η γραφή αυτό καλείται να κάνει (μακάρι
στα χέρια ικανών γραφιάδων, όπως εδώ), να μεταπλάθει την εικόνα, να μεταποιεί
το απλό σε θαυμαστό, το επαχθές σε υποφερτό, να δημιουργεί ένα νέο επινοημένο
σύμπαν, να μας προσκαλεί μέσα του, να μας δείχνει τον κόσμο από μια προνομιούχο
θέση θέασης. Ακόμη κι όταν μιλάει για τα πιο σκοτεινά τοπία, όπως η μνήμη και η
λήθη, στη δυναμική τους η καθεμία.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου