Σαν Νορμάλ
Διονύσης Μαρίνος
Εκδόσεις Μεταίχμιο
η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr
Διονύσης Μαρίνος: «Σαν Νορμάλ» (diastixo.gr)
«Κι όμως το Σαν Νορμάλ είναι το ακριβώς αντίθετο του
παράξενου ονόματός του: Είναι φυσιολογικό στην όψη και παράξενο στις σκοτεινές
μεριές του». (σ. 266). Τόπος για το σπονδυλωτό μυθιστόρημα του Διονύση Μαρίνου
είναι η πόλη Σαν Νορμάλ, με την ονομασία της να σε παρασύρει σε ένα παιχνίδι
(ναι, κυριολεκτώ, και όχι μόνο γιατί, έτσι κι αλλιώς, η γραφή αρέσκεται στο
παίγνιο), στο οποίο πρέπει να ισορροπήσεις ανάμεσα σε ό,τι σου φαίνεται
παράδοξο και σε ό,τι η αφήγηση παρουσιάζει ως το πλέον φυσιολογικό. Το «κλειδί»
είναι στην αποφυγή να απαντήσεις προς τα πού γέρνει η ιστορία. Καλύτερα να
αφεθείς να σε οδηγήσει με ρεαλιστικό ή με ευφάνταστο τρόπο από μόνη της, μέχρι
το ευρηματικό τέλος της – ή μήπως δεν τελειώνει ούτε τότε;
Πρέπει να διατρέξεις όλες τις εννέα ιστορίες που διαδραματίζονται στο Σαν Νορμάλ, συναποτελώντας το σπονδυλωτό μυθιστόρημα, με τους ήρωες να κυκλοφορούν από ιστορία σε ιστορία, διαπλέκοντας τον μύθο της η κάθε μία με τον μύθο της άλλης. Ο καθηγητής Μον Τριστ και οι φοιτητές του, η Θίντα, ο Ντιν, ο Ιάπωνας Χικάρι, ο νάνος παρέα με τον Κινγκ, το λευκό λιοντάρι, η Κασούμι, ο εξαφανισμένος Ναπολέων, ο Φρον, όλοι ανήκουν στην ιστορία τους όσο και στις ιστορίες των άλλων. Κι εδώ ακριβώς στήνεται το άψογο «παιχνίδι» της γραφής, επάνω στους ήρωες αυτών των ιστοριών που έχουν τη δύναμη να αυτονομηθούν από τον δημιουργό τους και να διεκδικήσουν το δικαίωμα της αυτο-μυθοπλασίας, εγκαλώντας τον για τα όποια παθήματα αυτός τους αναγκάζει να περάσουν. Δεν νομίζω να υπάρχει συγγραφέας που να μην ένιωσε –έστω και για λίγο– ότι οι ήρωες είναι που τον κατευθύνουν και χαράζουν την πορεία τους, και όχι αυτός που τους δημιουργεί. Οι επινοημένες περσόνες αποκτούν αληθινή υπόσταση και συχνά αποφασίζουν για την τύχη τους, άρα και για την πορεία της αφήγησης, αιφνιδιάζοντας τον συγγραφέα, που απλώς αφήνεται στη δική τους ικανότητα να διαμορφώσουν όχι μόνο μυθοπλασία αλλά και ζωή προσωπική. Πρόκειται για μια μαγική συνθήκη της λογοτεχνίας, προς την οποία καλό είναι να συμφιλιώνεται ο κάθε συγγραφέας. Έρχεται στον νου μου ο Πωλ Ώστερ που διερευνά το θέμα αυτό, εξηγώντας το παράδοξο αυτής της συνθήκης: «Χωρίς αυτόν, δεν είμαστε τίποτα, το παράδοξο όμως είναι ότι εμείς, τα αποκυήματα ενός άλλου νου, θα επιζήσουμε του νου που μας έπλασε, διότι άπαξ και μας ρίχνουν στον κόσμο, συνεχίζουμε να υπάρχουμε για πάντα, και οι ιστορίες μας συνεχίζουν να λέγονται, ακόμα και μετά τον θάνατό μας». (Μέρα Νύχτα, «Ταξίδια στο σκριπτόριο», Μεταίχμιο, μτφρ. Μαρία Ξυλούρη, σελ.162). Έχει μια λογική, κι ας μην αρέσει σε κανένα συγγραφέα. Στην αναμέτρηση αυτή κερδίζει ο ήρωας του βιβλίου. Τα λογοτεχνικά έργα, ατενίζουν (μακάρι) μια διαχρονικότητα ξεπερνώντας κατά πολύ τη χρονική διάρκεια ζωής του δημιουργού τους. Ο ήρωας της μυθοπλασίας επιβιώνει αυτονομούμενος από το έργο, ενώ ο συγγραφέας είναι καταδικασμένος στο αποδεκτό φυσικό όριο ζωής της θνητότητας.
Κάτω από αυτό το πρίσμα, το θέμα του βιβλίου του
Διονύση Μαρίνου αφορά την ίδια τη γραφή, τη σχέση δημιουργού και ήρωα, τον
εγκλωβισμό του συγγραφέα μέσα στην ίδια την επινοημένη ιστορία. Να πρέπει να
ακολουθήσει τη θέληση του ήρωα, να μεταπλάσει την ιστορία του, να λειάνει τις
κοφτερές γωνίες, να μην τον καταστρέψει. «Προτιμούσα να γράφω ιστορίες που δεν
με αφορούσαν άμεσα, που δεν είχαν αναφορά στη ζωή μου και στους δικούς μου
ανθρώπους. Ποτέ δεν πέρασε όμως από το μυαλό μου ότι έτσι έριχνα στην πυρά τους
ήρωές μου. Τους βασάνιζα, τους λόγχιζα το σώμα, τους διέλυα τα όνειρα, τους
τρόχιζα το κλαδί που κάθονταν αμέριμνοι. Ήμουν ένας εκούσιος βασανιστής. Ο πιο
σκληρός τύραννος που μπορούσε να τους τύχει». (σ. 273).
Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου (την τελευταία
ιστορία, στην οποία συντελείται τόσο η απομυθοποίηση της λογοτεχνίας όσο και η
μαγική της αποθέωση), «Μπαρτλ ο γραφιάς», μαζεύονται όλες οι ιστορίες μαζί, στο
μυαλό του δημιουργού τους. Ανοίγει ένα καλειδοσκόπιο με διαδοχικές εικόνες,
διαδοχικούς σχηματισμούς, που σε αφήνουν να απολαύσεις τα παιχνιδίσματα της
γραφής. Δεν είναι μόνον οι ήρωες, εδώ όλοι μαζί, ο καθένας με το δικό του
βάρος, είναι και οι συγγραφικοί διάλογοι. Ο Μαρίνος μάς έχει προϊδεάσει από την προμετωπίδα του βιβλίου (ο
προϊδεασμός είναι μια από τις τεχνικές που αγαπά να χρησιμοποιεί, και μάλιστα
με άριστο τρόπο) για την είσοδο (εντυπωσιακή εισβολή μήπως;) του Χούλιο
Κορτάσαρ και της Γκλέντας του στην ιστορία του Σαν Νορμάλ. Με τα λόγια του
Κορτάσαρ ξεκίνησαν όλα («Ανέκαθεν έγραφα χωρίς να ξέρω καλά καλά γιατί το κάνω,
παρακινούμενος λίγο από την τύχη, από συγκυρίες. Τα πράγματα μου έρχονται σαν
ένα πουλί που περνάει μπροστά από το παράθυρο», Χούλιο Κορτάσαρ). Αυτοί οι δύο
αλλά και ο επινοημένος Μπαρτλ, με τις ιστορίες που γράφει για το Σαν Νορμάλ, «συνομιλούν»
ανιχνεύοντας το νήμα της γραφής, τα όρια μεταξύ τους και μεταξύ των ηρώων τους
– κυρίως τη σχέση με τους ήρωές τους, την αιφνίδια εισβολή τους στον πραγματικό
κόσμο, αν υπάρχει τελικά η έννοια του πραγματικού ή όλα είναι όψεις
υποκειμενικές. Άλλωστε: «Τι άλλο είναι η λογοτεχνία; Παραμύθια για μεγάλους. Το
κρυφό υστέρημα της πραγματικότητας». (σ. 255).
Ήρωες, όμως,
που μοιάζει να «υποχωρούν» μπροστά στον κεντρικό ήρωα του βιβλίου, την ίδια την
πόλη που, μπολιάζοντάς τους με τη δική της παράδοξη αύρα, τους δίνει «πρόσωπο», υπόσταση «σαν νορμάλ»,
σαν να είναι φυσιολογική. Η παραδοξότητα, όπως μας προλαβαίνει ο Μπαρτλ ο
γραφιάς, δεν εντοπίζεται ούτε στον δημιουργό ούτε στον ήρωα: «Ανάμεσα σε μένα
και σε σένα η παραδοξότητα». Στον χώρο που τους ενσωματώνει και τους δύο, στην
επινοημένη πόλη, το Σαν Νορμάλ, που τους θέλει και τους δύο μαζί, αρκεί να
αποδεχθούν την ύπαρξή της αρχικά, και κατόπιν την αναγκαστική (θαυματουργή,
ιαματική όσο και καταστρεπτική) συνύπαρξή τους. Ποιος γλίτωσε ποτέ από τον
μαγικό κόσμο της γραφής;
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου