ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ ΘΗΡΙΟ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ
ΚΑΙ ΤΟΝ ΘΕΟ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Νέο Πλανόδιον
Ανάμεσα στο Θηρίο της μοναξιάς και τον Θεό της δημιουργίας | ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ (neoplanodion.gr)
της ΛΙΛΑΣ ΤΡΟΥΛΙΝΟΥ
Διώνη Δημητριάδου
Θηρίο ή Θεός
ΑΩ, 2023
Το νέο πεζογράφημα της Διώνης Δημητριάδου είναι μια στοχαστική, φιλοσοφική νουβέλα που συνδυάζει αφηγηματικές σελίδες με δοκιμιακά σχεδιάσματα και μας θέτει αντιμέτωπους με θεμελιώδη ερωτήματα του ανθρώπινου βίου.
Τα αφηγηματικά μέρη, τριτοπρόσωπα
(με δύο πλατωνικής έμπνευσης διαλογικά κεφάλαια) ή πρωτοπρόσωπα, εν είδει
ημερολογιακών καταγραφών, θωρακίζονται με έντεχνα δοκίμια, αποτυπώνοντας την
πνευματική περιπέτεια ενός καλλιεργημένου ανθρώπου, του Ευγένιου, ο οποίος σε
ώριμη πλέον ηλικία, έχει αποσυρθεί από τα εγκόσμια και διάγει μοναχικό βίο,
προσηλωμένος στην ανεύρεση της αλήθειας. Πάει καιρός που έχει αφήσει πίσω του
τη δράση –συμμετοχή στα κοινά, συντροφικότητα /πολιτικοί αγώνες, ερωτική ζωή,
φιλικές συναναστροφές και διασκεδάσεις–
σημαδεμένος από μια διπλή απώλεια, την ήττα της αριστεράς, σε συλλογικό
επίπεδο, και τον θάνατο της αγαπημένης γυναίκας, σε προσωπικό επίπεδο).
Τώρα έχει βυθιστεί σε ένα
«εσωτερικό ταξίδι αυτογνωσίας», επιτρέποντας να βγει στην επιφάνεια «ο
προσωπικός του “λύκος”, θεός και δαίμονας μαζί» (σελ. 8). Θεός γιατί τον οδηγεί
σε μια εξυψωμένη ζωή, όπου αναζητάει το νόημα της ύπαρξης στις ύψιστες αξίες,
προπαντός στην ομορφιά. Δαίμονας/θηρίο γιατί τον οδηγεί σε μια άγρια
μοναχικότητα, που μοιάζει με αυτή του ζώου, σε μία απόσυρση, σε μία αδράνεια,
αργή και βασανιστική, στο έρεβος της μη-ζωής, του ενστίκτου, που δεν είναι άλλο
από το ένστικτο του θανάτου. Έτσι είναι καταδικασμένος να ζει ο Ευγένιος, και ο
κάθε ευγενής, πνευματικός άνθρωπος.
Και εδώ η φύση του ανώτερου,
ευγενούς ανθρώπου, έρχεται να αναμετρηθεί με την αριστοτελική διατύπωση, ότι ο
άνθρωπος είναι “φύσει πολιτικό ζώον”. Τότε ποια είναι η φύση του εκτός
κοινωνίας ανθρώπου, του ακοινώνητου συνειδητά ανθρώπου; “Ο άπολις δια φύσιν”,
μας λέει ο Αριστοτέλης, (γιατί υπάρχει και “ο άπολις δια τύχην”, που θα
μπορούσε να είναι ο εξόριστος, ο φυγάς, ο πρόσφυγας) είναι είτε ένας ανεπαρκής
(“φαύλος”), όντας ανίκανος να ενταχθεί στην κοινωνία, καθώς νοιάζεται μόνο για
το ίδιον όφελος. Είτε ένας ανώτερος από άνθρωπος (“κρείττων ή άνθρωπος”,
Πολιτικά, 1253α1-4). Αυτή ακριβώς είναι η περίπτωση του μοναχικού πνευματικού
ανθρώπου, που έχοντας εκούσια απομακρυνθεί από την κοινωνία, στοχάζεται πάνω
στο καλό, το δίκαιο και το αγαθό. Η μοίρα του είναι μία διαρκής ταλάντωση
ανάμεσα στην ερημιά του μοναχικού “θηρίου” και στην ανύψωση σε μια τολμηρότερη
πνευματικότητα που προσεγγίζει την ανεξαρτησία και τη μεγαλοσύνη του “Θεού”.
Ο Ευγένιος από το παράθυρό του ή
καθισμένος στο παγκάκι του μικρού πάρκου της γειτονιάς του γίνεται παρατηρητής
του εξωτερικού κόσμου. Το μυαλό του δουλεύει εξουθενωτικά γρήγορα. Τότε τον
κυριεύει ένας φόβος: μήπως το μυαλό του είναι «ένα σαλεμένο μυαλό ή ένα μυαλό
που ψήλωσε στην προσπάθειά του να υψώσει τείχη απέναντι σε όποιον επιβουλευόταν
την αυτονομία του;» (σελ. 11) Έχοντας
πλέον φτάσει σε μια επικίνδυνη καμπή, όπου αυτό που αμφισβητεί είναι «η ίδια η
ζωή, η αξία της και, φυσικά, ο σκοπός της», επιζητεί να συναντήσει τον μοναδικό
του φίλο, τον Γεράσιμο. Χρειάζεται τη συμπαράστασή του, τώρα που νιώθει «να
αγγίζει το αχνό εκείνο όριο ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, στο είναι και την
αναίρεσή του» (σελ. 21). Ο φίλος του θέλει να τον βοηθήσει να ανοιχτεί και πάλι
στη ζωή και τη δημιουργία. Και πράγματι ο Ευγένιος ανακαλεί από μέσα του μια
παλιά του αγάπη, την τέχνη της φωτογραφίας. Ανασκουμπώνεται και αρχίζει να
τραβάει φωτογραφίες: μία μοναχική γυναίκα στο απέναντι μπαλκόνι που καθαρίζει
με τρυφερότητα τα αραδιασμένα μπιμπελό στο σκρίνιο, ένα παλιό σπίτι με μία
πέτρινη μάντρα σκεπασμένη με πασχαλιές. Οι φωτογραφίες με τη σειρά τους γεννούν
μέσα του στοχασμούς, για το ελληνικό Πάσχα, (σελ. 31) για τον θάνατο και την
ανάσταση, με την πασχαλιά να αναζωογονεί με το άρωμά της αλλά και να στολίζει
το νεκρικό κρεβάτι. Άλλοτε πάλι γίνονται αφορμή για να διερευνήσει τη σχέση τέχνης
και πραγματικότητας, η τέχνη (εδώ της φωτογραφίας) ως αναπαράσταση της ζωής ή
μάλλον ως δημιουργία μιας νέας, εξίσου αληθινής ζωής (σσ 34-35). Αμέσως όμως
σπεύδει να αποσύρει τον ενθουσιασμό του από την χαρά της δημιουργίας,
συμφωνώντας με τον Καρυωτάκη πως η καταφυγή στην τέχνη μας δίνει την
ψευδαίσθηση της προστασίας, «η ποίηση είναι το καταφύγιο που φθονούμε» (σελ.
35). Σταδιακά καταργεί όλα τα καταφύγια που του προσφέρει η τέχνη, αλλά και η
αναπόληση της παλιότερης ζωής του, οι ευτυχισμένες ή οδυνηρές αναμνήσεις. Το
μόνο στο οποίο εξακολουθεί να επιμένει είναι η ημερολογιακή καταγραφή των
σκέψεών του. Έχει πλέον έρθει η ώρα να αντιμετωπίσει την αλήθεια. Γιατί μπορεί
η μνήμη που διασώζεται στη φωτογραφία ή μετουσιώνεται στην τέχνη «να διεκδικεί
ένα κομμάτι αθανασίας, όταν όλες οι ελπίδες της αιωνιότητας διαψεύδονται» (σελ.
27), όμως τώρα πρέπει να αναμετρηθεί με το δικό του τέρας, με το δικό του
σκοτάδι, με τη μη-ζωή που πλησιάζει, να «εξοικειωθεί με τη δική του σιγή και
παύση» (σελ. 80). «Να συμφιλιωθώ με την ιδέα του μη όντος. Αυτό μπορώ να το
κάνω», λέει στην τελευταία καταγραφή του στο ημερολόγιο όπου αποτυπώνει μέρα με
τη μέρα τη βασανιστική πορεία του προς τον θάνατο (“23 Μαΐου, εγώ ακόμα εδώ,
για πόσο όμως;”)
Πέρα από τη συστηματική καταγραφή
των πεισιθάνατων σκέψεών του στο ιδιότυπο ημερολόγιό του, ο Ευγένιος συνθέτει
και πέντε δοκιμιακά κείμενα, με τον επαναλαμβανόμενο τίτλο “Θηρίο ή θεός – ο
χώρος ανάμεσα”, όπου συνδέει την μοίρα του με εκείνη του Οιδίποδα, του
εξεγερμένου ήρωα, του αντάρτη, που τα έβαλε με τη Μοίρα, παίρνοντας ο ίδιος στα
χέρια του τη ζωή και την τιμωρία του. Ο Οιδίποδας τόλμησε να αντιπαραβάλει τη
δική του, ανθρώπινη βούληση στην ανώτερη βούληση και να συνειδητοποιήσει τη
μηδαμινότητά του. Θέλησε να ανοίξει ένα διάλογο με τον Θεό, αλλά το ερωτώμενο
θείον ήταν και είναι αμέτοχο και “ατάραχον”. Η γνώση της αλήθειας που αποκτάει
στο τέλος, τον συντρίβει. Η αποκάλυψη των εγκλημάτων που διέπραξε εν αγνοία
του, τον συγκλονίζει. Τι τον περιμένει, λοιπόν; Ο αφανισμός του. Αυτό όμως που
δεν προέβλεψαν οι θεοί είναι ότι αυτός θα αποφασίσει για την τελική πράξη της
ζωής του, για την τιμωρία του, επιλέγοντας «να αφαιρέσει ο ίδιος το όργανο της
απατηλής του γνώσης, την όρασή του» (σελ. 75).
Έτσι και ο Ευγένιος, προσπαθεί να
εναρμονίσει τα βήματά του με εκείνα του Οιδίποδα, να επιλέξει τον θάνατό του,
να τον προετοιμάσει, όμως η καρδιά του τον προδίδει και τελικά δεν προλαβαίνει
να πάρει αυτή την πρωτοβουλία, όπως γράφει ο φίλος του Γεράσιμος στο κεφάλαιο
με το οποίο κλείνει το βιβλίο. Αυτός, μόλο που το επιθυμούσε, δεν πρόλαβε να
δικαιωθεί όπως ο Οιδίποδας.
Μα για ποια δικαίωση πρόκειται; Η
δικαίωση δεν έρχεται μόνο από το τέλος αλλά και από την πορεία. Και η πορεία
του Ευγένιου είναι ίδια με την πορεία του μοναχικού απόλιδος, του “αθέμιστου”,
του “ανέστιου”, (σύμφωνα με τους χαρακτηρισμούς του Ομήρου, τους οποίους
αναφέρει ο Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1253α5). Είναι ωστόσο και η πορεία του
ξεχωριστού ανθρώπου, του ελεύθερου, που προσπαθεί να ορίσει ένα δικό του
ενδιάμεσο χώρο, ανάμεσα στο Θηρίο της μοναξιάς και τον Θεό της δημιουργίας. Τι
κι αν αυτός ο χώρος δεν είναι υπαρκτός, αλλά υπάρχει ως διεκδίκηση, ως
επιθυμητό εφαλτήριο για τις ανατάσεις του; Τι κι αν είναι φασματικός; Είναι
ωστόσο «αναγκαίος ως όραμα για κάθε ελεύθερο φρόνημα» (σελ. 93). Και αυτό είναι
που έχει σημασία.
Ο ενδιάμεσος χώρος είναι κάτι το
ελάχιστο, το νοητό, που επιτρέπει μια διαρκή ταλάντωση ανάμεσα στην έλλειψη και
την υπερπλήρωση, στην άγνοια και τη γνώση, στην αδυναμία και την αλαζονεία,
στην ευθραυστότητα και τη σκληρότητα. Είναι το πεδίο που διανοίγεται και
προσφέρεται για τους ακροβολισμούς του θαρραλέου πνευματικού ανθρώπου,
παρέχοντάς του θέσεις, οπτικές και θεάσεις για να υπερνικήσει τις ύψιστες
αντιστάσεις, εσωτερικές και εξωτερικές. Το ίδιο πράγμα υπαινίσσεται ίσως και ο
Νίτσε (Ανθρώπινο, πάρα πολύ ανθρώπινο, μετφρ. Ζήσης Σαρίκας, Πανοπτικόν, τόμος
Ι, Μέρος 4, 230-231), όταν αναρωτιέται γιατί το “ελεύθερο πνεύμα” είναι πάντοτε
αδύνατο, ιδιαίτερα όσον αφορά τις πράξεις του. «Είναι γιατί γνωρίζει πάρα πολλά
κίνητρα και οπτικές γωνίες, και γι’ αυτό το χέρι του είναι αβέβαιο, όχι
εξασκημένο». Είναι γιατί έχοντας χάσει το δρόμο του μέσα στο δάσος, πασχίζει να
βγει από αυτό ανακαλύπτοντας κάθε φορά καινούριους, άγνωστους δρόμους. Και η
φλόγα της ευαισθησίας της ελεύθερης πνευματικότητας ενίοτε δυναμώνει τόσο που
μπορεί να προκαλέσει πυρκαγιά, να πυρπολήσει και να πυρποληθεί. Σε αυτούς τους
καινούργιους άγνωστους δρόμους, όπου οι άλλοι βλέπουν το φρικιαστικό, το
αυθαίρετο, το ασυνήθιστο, το επικίνδυνο, το κενό, την τρέλα, την απουσία
νοήματος, ο τολμηρός άνθρωπος απελευθερώνεται από τον καταναγκασμό του
αναγκαίου, του ένσκοπου, του τετριμμένου, και παίζει και γελάει σαν ένας μικρός
θεός.
Είναι επομένως «θέμα οπτικής» η
στάση του Οιδίποδα, αλλά και του Ευγένιου, που αποτελεί ίσως περσόνα της
συγγραφέως, Διώνης Δημητριάδου. Κι αυτή, όπως και κάθε ελεύθερο πνεύμα, μακριά
από συντεχνίες και άσκοπες συναναστροφές, είναι αφοσιωμένη στον στοχασμό, τη
μελέτη, τη συγγραφή. Και η φιλοσοφική της νουβέλα “Θηρίο ή Θεός”, με την εκφραστική
δύναμη της γλώσσας, την υποβλητικότητα του ύφους, τον γοητευτικό δοκιμιακό
λόγο, τη στοχαστική διάθεση, τη συγκινητική της ειλικρίνεια, ανακαλεί στη μνήμη
μας ένα παλιότερο ποίημα, που την περιέχει, θα λέγαμε, εν σπέρματι, από τη
συλλογή της Λέξεις απόκρημνες:
ΘΕΜΑ ΟΠΤΙΚΗΣ
Τον είδα που πλησίαζε με σταθερό
το βήμα
φυλάγοντας το πρόσωπο με μάσκα
σκοτεινή.
Να δω το βλέμμα σου να σε κοιτώ
του είπα.
Σαν έβγαλε τη μάσκα είδα το
πρόσωπό του.
Δυο μαύρες τρύπες στη θέση των
ματιών.
Πώς βλέπεις; ρώτησα.
Τα μάτια είναι καθρέφτες γι’ αυτό
κι εγώ
κοιτάζω προς τα μέσα απάντησε.
Και ο κόσμος σου δεν σκοτεινιάζει
έτσι τυφλά που ψάχνεσαι;
Το τρύγησα το φως και γύρισα την
όψη.
Τώρα μετράω αλλιώς τις οπτικές
γωνίες.
Σαν φόρεσε τη μάσκα του ξανά
έσμιξε με το πλήθος
τυφλός μες στους τυφλούς.
Λίλα Τρουλινού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου