Θωμάς Κοροβίνης
Ποιήματα και Τραγούδια
Εκδόσεις Άγρα
η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr
Θωμάς Κοροβίνης: «Ποιήματα και τραγούδια» (diastixo.gr)
Μια ακροβασία πάνω στο κύμα, σαν μια παραλλαγή στον
στίχο του άλλου ποιητή (χόρεψε πάνω στο
φτερό του καρχαρία), αυτό μοιάζει να λέει ο Θωμάς Κοροβίνης σε όλα του τα
τραγούδια· αλήθεια, ποιήματα ή τραγούδια; Γιατί, όταν τα ακούς θέλεις να βάλεις
μουσική να τα συντροφέψει, μα κι όταν τα τραγουδάς, στέκεις κάθε τόσο κι
επαναλαμβάνεις δυνατά τους στίχους, να τους ακούς καλύτερα, διαυγέστερα, με τις
δικές σου παύσεις και ανάσες. Έτσι, στην πρόσφατη έκδοση, με τα τρία κεριά
αναμμένα στο εξώφυλλο, ξεκινάς τη συμπόρευση με τον ποιητικό κόσμο του Θωμά,
έχοντας διαρκώς στην ακοή σου τη φωνή του, πότε να τα τραγουδά και πότε να τα
απαγγέλλει.
Ίσως στους στίχους του να εγκιβωτίζεται όλη του η ζωή,
η σκέψη του, η θεώρηση του κόσμου, όπως τον βλέπει στην παρακμή του, αλλά και
όπως τον έχει κρατήσει στη μνήμη του, στην ψυχή του, πιο καθαρό, πιο τίμιο, πιο
δικό του. Στους στίχους του, με τη δύναμη του ποιητικού λόγου, βρίσκουμε όσα
έχουν έτσι κι αλλιώς αποτυπωθεί στην πληθώρα των γραπτών του, στα σπουδαία
βιβλία του. Μόνο που εδώ, στίχο τον στίχο, μαζεύεις και συναρμολογείς όλες τις
ψηφίδες για να φτιάξεις το ένα και μοναδικό στην πολυμορφία του μωσαϊκό της ζωής
του, όπως μιλάει για ό,τι αγαπά και ό,τι τον πληγώνει.
Ο Θωμάς μιλάει για την πόλη του με τον δικό του τρόπο,
όπως κανείς μέχρι τώρα δεν την έχει δει. Για τη χαμένη της μαγεία, το χαμένο
πάθος της, αγαπώντας την για όσα κρύβει πια μέσα στο χώμα, για όσα αναζητάει
απεγνωσμένα μα δεν τα βρίσκει (αγαπημένη
πολιτεία/ οξειδωμένη/ υποταγμένη/ πνιγηρή/ πού είναι το πάθος σου;). Θλίβεται και αγανακτεί (να είσαι καμένη πάνω από αιώνα και να μην αναστηλώνεσαι […] να νιώθω πως το παρακράτος σου δεν έχασε/
πόντο απ’ τη δεκαετία του ’60, «Παρακρατική τσιμεντούπολη»), μετράει τους
χαμένους μέσα στην ακηδία της (ο Ντίνος
σιγολιώνει στην μπερζέρα), ξένος
ανάμεσα σε ξένους, θα πει, σε πόλη
ξένη τώρα πια («Σπανδωνή μ’ Ερμού και Βενιζέλου»).
Ο Θωμάς μιλάει για όσους νιώθει συντρόφους του όπου
γης, τωρινούς και αλλοτινούς. Στα τραγούδια του βρίσκουν τη θέση τους ο
Γκιουνέι, η Μπέλλου, η τραγική Φλέρυ, η Τσόπλιν, η Γώγου, ο Παζολίνι, οι
μπήτνικ, οι άλλοι εκλεκτοί ποιητές, ο Παπαδιαμάντης, όλοι οι πλάνητες,
περιπλανώμενοι, δυνατοί εν αλητεία, με όλη την ακριβή (σωστή μα και πολύτιμη)
ετυμολόγηση (αλάομαι = περιπλανιέμαι) της αιώνιας, άγιας περιπλάνησης. Για τη
δική τους αλητεία γράφει, την πολυδαίδαλη
διαδρομή του καθενός προς τη δική του Ιθάκη, με το ακριβό κόστος του ρίσκου της
προσωπικής επιλογής, του «ανοιχτού δρόμου» κόντρα στο ρεύμα. (Από τον
Πρόλογο του βιβλίου). Γιατί είναι η προσωπική επιλογή που όσο σε κατακρημνίζει
τόσο σε ανυψώνει.
Ο Θωμάς μιλάει για τους κατατρεγμένους, τους βασανισμένους από τη στερεοτυπική ηλιθιότητα, τους παραχωμένους μες στη γη πριν την ώρα τους από τη φασίζουσα (ακόμη ζωντανή) ιδεολογία ή, καλύτερα, ιδεοληψία. Παίρνει τη θέση τους, αυτός στα έξι μέτρα, να νιώθει τον δικό τους κατατρεγμό (Γιατί είμαστε σπορές σκλάβων εμείς/σε φυτείες με σιτάρι και ζαχαροκάλαμο/ μαύροι πίσσα κάτω από ήλιο καυτό, «Αν ήμουν μαύρος»), να μιλήσει αυτός για τη φωνή που τους στέρησαν.
Ο Θωμάς μιλάει
για τον έρωτα, γήινο και χωματένιο, ικανό (γι’ αυτό ακριβώς το
χαρακτηριστικό του) να απογειωθεί εκεί που κανείς ρομαντικός (εκ του ασφαλούς)
δεν το κατόρθωσε ποτέ. Ο κίνδυνος του έρωτα, η γεύση, το άγγιγμα, όλα ένα. Ο
έρωτας που σε τρελαίνει, κατά τον στίχο της Σαπφώς, που όσο τον γεύεσαι τόσο
απόμακρο αίνιγμα φαντάζει (Είσαι το
αίνιγμα που δεν έλυσα/ Το τραγούδι που δεν τραγούδησα/ Η φωτιά που δεν άναψα,
«Έρως, έρως μ’ αλαίνει»), ο έρωτας όπως τον τραγούδησε αυτός, ένας από τους πιο
ερωτικούς γραφιάδες μας.
Ο Θωμάς μιλάει για την αντίπερα όχθη της ίδιας
θάλασσας, που αντί να ενώνει όλο και περισσότερο
χωρίζει τους λαούς της, αιώνες τώρα (Του
πολέμου η φωτιά,/ πικρή λαβωματιά,/ ν’ αγκαλιαστούμε αδέλφια,/ να σβήσει η
πυρκαγιά, «Γετέρ»), μιλάει για τη δική του «πατρίδα» την Πόλη της ψυχής του
(Ω Πόλη, της Αγίας Τριάδας και των
μουεζίνηδων, «Και συ, ω Πόλη»), με όλους τους λαούς μέσα της, τωρινούς και
περασμένους, μείγμα αξεδιάλυτο, γιατί μόνον έτσι μπορείς να τη ζήσεις ολόκληρη.
Ο Θωμάς μιλάει για ό,τι ξεπερνάει το ανθρώπινο μπόι,
πες το θεό, πες το όπως θες, μα ο τρόπος του κι εδώ γήινος και ανθρώπινος,
γιατί μόνον έτσι προσεγγίζεται (Αν μ’
αγαπάς, σε αγαπώ,/ αν με κρατήσεις μένω,/ Χριστέ, στιγμή μη μ’ αρνηθείς,/
Χάνομαι και πεθαίνω, «Ιωσήφ»), μόνον έτσι μπορεί να προσευχηθεί για κάποια
ακόμη στιγμή έρωτα, με όλη την αμαρτία του, όπως εδώ: Όταν καμιά φορά προσφεύγω στην Παρθένο/ έρωτα της ζητώ. Έρωτα πάντα/ Μα
να ’χει κάτι από το πρώτο δόσιμο, κάτι απ’/ τις παιδικές αγνές ασέλγειές μου.
(«Σαν προσευχή»).
Ο Θωμάς, σαν να μπαίνει (μαζί με τους λίγους) απέναντι
στους «άλλους» (δυστυχώς πολλούς), απορεί που δεν είδαν, δεν κατάλαβαν πόσο
βαθιά μπήκε στη σάρκα το μαχαίρι, κι ας ήταν τόσο δίπλα τους, τόσο κοντά τους,
απορεί που δεν τους είδε πουθενά (Δεν σας
είδα να βγάζετε μιλιά/ Δεν σας είδα πουθενά/ Πού ήσασταν κρυμμένοι; […] Δεν σας είδα κόντρα στο ρέμα/ Δεν σας είδα
πουθενά/ Πού ήσασταν κρυμμένοι; («Απορία σε εννιά στροφές»), που δεν ήταν ποτέ
σύντροφοι στον καημό και τον αγώνα του.
Έχοντας διαβάσει όλο το έργο του, έχοντας αγαπήσει όλο
το έργο του, έχοντας μιλήσει για μεγάλο μέρος του έργου του, θαρρώ πως ετούτο
το πρόσφατο με τα τραγούδια του, τα ποιήματά του, είναι ό,τι πιο δικό του,
είναι ο Θωμάς ολόκληρος.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου