ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ
Διήγημα
της Αρετής Πάνου
Ο Γ και η Ε,
είκοσι χρονών, φοιτητές της Φυσικομαθηματικής, βγήκαν από το αμφιθέατρο του
παλιού Χημείου και κοντοστάθηκαν στα σκαλιά του κοιτάζοντας κατά τον ουρανό.
Κανένα σύννεφο. Αν και προχωρημένο φθινόπωρο ο καιρός προμηνυόταν καλός. Θα
ήταν κρίμα να κλειστούν πάλι μέσα για μάθημα, αντί να πάνε μια βόλτα. Στη
Σόλωνος ακούστηκαν φωνές. Ορμητική και φουριόζα κατέβαινε μια ομάδα νέων -από
τους νέους που τους έλεγαν αλήτες ή και προβοκάτορες- κραυγάζοντας συνθήματα,
«φτάνει πια», «θάνατος στο φασισμό». Στο τέλος της πορείας, με δυσκολία
προσπαθώντας να τους προλάβει, βάδιζε με το ιδιόρρυθμο δικό του βήμα ο Κ, ο
συμφοιτητής τους που κούτσαινε. Ο Γ και η Ε κοιτάχτηκαν για μια στιγμή και
χωρίς να πουν λέξη κατέβηκαν τα σκαλιά που τους χώριζαν από το οδόστρωμα της
Σόλωνος και μπήκαν στην πορεία πίσω από τον συμφοιτητή που κούτσαινε. Τα
επόμενα τρία μερόνυχτα τα πέρασαν μαζί, άγρυπνοι, και ήταν τα πρώτα από τα
πολλά μερόνυχτα που θα περνούσαν μαζί στη συνέχεια της ζωής τους.
Όταν στην
Πατησίων εμφανίστηκε μια ομάδα αντρών που κράταγε το πανό «εργάτες αγρότες φοιτητές» το πλήθος τους άνοιξε δρόμο
για να περάσουν και να μπουν στον περίβολο. Κάποιοι νέοι ήθελαν να τους
σηκώσουν στα χέρια. Η εικόνα είχε κάτι το θεατρικό, το συμβολικό. Η φτιαξιά
τους, τα πρόσωπα και τα ρούχα που φορούσαν ήταν τέτοια που δεν άφηναν καμιά αμφιβολία ότι
ήταν αυτό που έλεγε το πανό τους, εργάτες και αγρότες που έρχονταν να ενωθούν
με τους φοιτητές σε έναν κοινό αγώνα. Πολλά μάτια δάκρυσαν από συγκίνηση και
χαρά και μια αίσθηση ενότητας και αρμονίας. Ενότητα απτή, καθαρή σαν καινούριο
σπίτι και ζεστή σαν φρέσκο ψωμί που δεν είχε καμία σχέση με τις κουβέντες που
κάποιοι άνοιγαν κιόλας στα πηγαδάκια για κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον
έναν ή τον άλλο γηραιό πολιτικό. Αίσθηση
ενότητας και αρμονίας που έμοιαζε με έκσταση και μπορούσε να συγκριθεί μόνο με
τη στιγμή που μπήκε ο Ξυλούρης στον περίβολο και όλοι μαζί τραγούδησαν το
«πότε θα κάνει ξαστεριά». Γιατί μπορεί
να ήταν άοπλοι και ανίσχυροι μπροστά στους αστακούς αντιπάλους τους, αλλά ήταν
μαζί και είχαν ένα δυνατό όπλο ολοδικό τους, την ανθρώπινη φωνή και τι φωνή!
Και το τραγούδι.
Ο Π, εξηνταπέντε
χρονών, πρώην εαμίτης και πρώην μακρονησιώτης δηλωσίας πάντα ορμήνευε τα παιδιά
του να προσέχουν, να κοιτάνε τη δουλειά τους και τις σπουδές τους, να μην
μπλέξουν με τα πολιτικά γιατί μόνο προβλήματα και δυστυχία θα τους φέρουν στη
ζωή τους, φτάνει να έπαιρναν παράδειγμα από τα δικά του βάσανα. Πολύ
περισσότερο τώρα που οι καιροί είναι πονηροί, γεμάτοι φασίστες και χαφιέδες αδίστακτους. Όταν άκουσε τον
ραδιοφωνικό σταθμό και κατάλαβε πού ήταν και τι έκαναν τα παιδιά του που είχαν
να φανούν ολόκληρα μερόνυχτα και ούτε φωνή ούτε ακρόαση, έφυγε αμίλητος από το σπίτι
και κατέβηκε στο κέντρο. Γύριζε γύρω γύρω από τον περίβολο σαν θηρίο που
προστατεύει τα μικρά του. Τα παιδιά του δεν τα είδε, ποιος ξέρει πού να ήταν
χωμένα. Είδε όμως άλλα παιδιά, άλλων, και
τους μίλησε και τα ρώτησε αν χρειάζονται κάτι και τι μπορεί να κάνει αυτός και
τους πήγε σάντουιτς και πορτοκαλάδες. Κάθισε
εκεί για ώρες, άκουσε σειρήνες και πυροβολισμούς, είδε πληγωμένους και μόνο όταν
απαγορεύτηκε η κυκλοφορία και επιτράπηκε μόνο για τις ερπύστριες, πήρε το δρόμο
για το σπίτι. Ανήσυχος και με σφιγμένη την καρδιά. Το είχε όμως αποδεχτεί και
το είχε πάρει απόφαση μέσα του. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα πια για να τους
προστατεύσει, να τους προφυλάξει. Αυτή ήταν η δική τους ώρα.
Ο Χ, 19 χρονών, που ορφάνεψε μικρός από μητέρα,
ήταν φοιτητής της φιλοσοφικής, μελετηρός και μοναχικός. Όταν έφεραν στον
περίβολο, εκεί δίπλα του, τον πρώτο πληγωμένο και είδε τα αίματα, έπαθε σοκ. Πώς
μπορεί ένας άνθρωπος να σηκώσει ένα όπλο, να σημαδέψει έναν άλλο για να τον
σκοτώσει. Αυτά τα πράγματα δεν συνέβαιναν στ’ αλήθεια, μόνο στα μυθιστορήματα
και στο σινεμά. Τώρα έβλεπε τη σφαίρα να έρχεται κατά πάνω του, άνοιγε μια
τρύπα στο δικό του σώμα, έτρεχε αίμα, το δικό του αίμα. Το πρόσωπο του θανάτου
δεν ήταν μια απουσία που ξεθώριαζε σιγά σιγά, αλλά η μάσκα ενός διεστραμμένου
παρανοϊκού δολοφόνου από το πιο τρομακτικό κόμικς που όλο τον πλησίαζε. Ένας
εφιάλτης από τον οποίο έπρεπε να ξυπνήσει. Έχασε το χρώμα του, κρύος ιδρώτας τον έλουσε,
άρχισε να τρέμει και να χτυπιέται, να κλαίει και να φωνάζει. Δολοφόνοι. Ένα κορίτσι τον έπιασε από το χέρι. Ένα αγόρι
τον έπιασε από τους ώμους και τον έσφιξε δυνατά. Κάποιος άλλος έφερε λίγο νερό.
Έπλυνε το πρόσωπό του και ήπιε. Συνήρθε κι έμεινε εκεί. Ήταν αργά για να φύγει.
Πού να πάει; Όποιος ξεμύτιζε κινδύνευε να φάει καμιά αδέσποτη. Ήταν παγιδευμένος,
ποντίκι πιασμένο σε θανατηφόρα
φάκα. Αλλά ήταν και κάτι άλλο, πιο
δυνατό από τον πανικό του. Για πρώτη φορά στη ζωή του ίσως, αισθανόταν ότι
κάπου ανήκε, ότι ήταν εκεί που έπρεπε να είναι.
Η Ν, 22 χρονών,
απόφοιτος του μαθηματικού, ήταν από μικρή προκομμένη και γρήγορη. Έτσι τελείωσε
τη σχολή πρώτη σχεδόν απ’ όλους τους φίλους και τους συμφοιτητές της. Περνούσε
τα μαθήματα από έτος σε έτος με μεγάλη ευκολία και καλούς βαθμούς, χωρίς να
φαίνεται ότι στερείται και τις συνηθισμένες διασκεδάσεις των νιάτων, λίγες παρέες
με μουσική και χορό πότε πότε, μικρές εκδρομές και ατελείωτες κουβέντες μέσα σε
φοιτητικά δωμάτια γεμάτα καπνό και τις
νότες μιας κιθάρας. Ήταν τόσο γρήγορη που λίγες μέρες πριν, μαζί με τα
αποτελέσματα του τελευταίου μαθήματος που τη χώριζε από το πτυχίο, πήρε και τα
αποτελέσματα του τεστ εγκυμοσύνης. Και τα δύο θετικά. Έτρεξε να βρει τους
φίλους της να τους πει ότι πάει, εκείνη τελείωσε τη σχολή, γύριζε σελίδα στη
ζωή της. Έπρεπε να σκεφτεί και το γάμο. Για την εγκυμοσύνη δεν ήξερε τι να τους
πει, αισθανόταν κάπως χαμένη και αβέβαιη η ίδια. Έμεινε μαζί τους μέχρι το
τέλος σαν σε μια τριήμερη τελετουργία θυσίας και αποχαιρετισμού αυτού που ήταν μέχρι
τότε η ζωή της. Εκεί προς το τέλος, που ο φόβος την έπνιγε στον λαιμό και δεν
την άφηνε να ανασάνει, έπιανε την κοιλιά της και προσευχόταν μια δική της
προσευχή γι αυτό και σ’ αυτό που ζούσε μέσα της. Μετά, όταν οι δικοί της, ακόμα και ο πατέρας
του παιδιού της, την κατηγορούσαν γι αυτό που έκανε, δεν την κατηγορούσαν απλώς
τη σκυλόβριζαν για πολύ καιρό, ότι ήταν μεγάλη ανοησία, άγνοια κινδύνου, αν όχι
καθαρή τρέλα, έπιανε την κοιλιά της, τους κοίταζε στα μάτια και τους έλεγε, «μα
δεν μπορούσα να αφήσω τα παιδιά μόνα τους».
Η Μ, δεκαπέντε χρονών
μαθήτρια λυκείου ήρθε πιασμένη χέρι χέρι με το αγόρι της τον Λ, πρωτοετή φοιτητή
των πολιτικών μηχανικών. Εκείνος έφυγε, αυτή έμεινε. Πρώτη φορά διανυκτέρευε
έξω από το σπίτι της, χωρίς να πάρει την άδεια των γονιών της, ούτε καν να τους
ενημερώσει. Όταν μετά αναρωτιόταν γιατί το έκανε δεν μπορούσε να βρει μια
λογική απάντηση, μόνο της ερχόταν στο μυαλό μια φθινοπωρινή εικόνα. Ήταν ο αέρας, παράσερνε τα φύλλα, τα
στροβίλιζε και τα απόθετε απαλά στο δρόμο και στο πεζοδρόμιο. Κάτι στον αέρα
την έσπρωξε και κείνη. Τα λόγια, τα βλέμματα, οι κινήσεις.
Ο Β,
τριανταπέντε χρονών, ιδιωτικός υπάλληλος, κατηφής και κουμπωμένος, μετά τη
δουλειά γύριζε στο σπίτι του περπατώντας, γιατί η συγκοινωνία είχε σταματήσει
λόγω των φοιτητικών. Έμενε με τη μάνα του. Σκεφτόταν το φαί του που θα κρύωνε
στο τραπέζι της κουζίνας και το ζεστό κρεβάτι που περίμενε το σώμα του να
ξεκουραστεί, να ανακλαδιστεί και να ισιώσει μετά από τόσες ώρες σκύψιμο πάνω
από δυσανάγνωστα λογιστικά βιβλία. Να κλείσει τα μάτια του και να πάψουν οι
αριθμοί να τον βασανίζουν, να του στραγγαλίζουν και να του στραγγίζουν το μυαλό
και τη ζωή. Να ονειρευτεί κάτι άλλο, ένα ματσάκι στην αλάνα που έπαιζε παιδί,
μια βουτιά στη θάλασσα, ένα ταξίδι.
Κοντεύει σαράντα χρονών, τον πήραν τα χρόνια κι ακόμα δεν την χάρηκε τη ζωή
του. Αλλά τι να καταλάβουν από τις δικές του τις ανησυχίες και τους φόβους οι
φοιτητές, ανόητοι εικοσάρηδες. Ονειροπαρμένοι. Αργόσχολοι. Ακόμα παιδιαρίζουν
στις αλάνες. Σε λίγο θα καταλάβουν τι σημαίνει ψωμί και πόσο δύσκολα βγαίνει,
όσο για παιδεία και ελευθερία, ας γελάσει. Τώρα ούτε δουλειά, ούτε σκοτούρες, ούτε
αρρώστιες, ούτε γέρους γονείς, μπορούν να παίζουν και να τραγουδάνε ακόμα. Δεν
τον φτάνει η κούραση της δουλειάς, έχει και τον ποδαρόδρομο, εξαιτίας τους. Κοντοστάθηκε
να πάρει μιαν ανάσα. Κοίταζε τις ομάδες των νεαρών που πηγαινοέρχονταν στη
λεωφόρο φωνάζοντας και μπαινόβγαιναν στο
προαύλιο, τα πανό με τα συνθήματα, τις σημαίες που ανέμιζαν. Το βλέμμα του
στάθηκε σε μια κοπέλα που στεκόταν μόνη της μπροστά στα κάγκελα με ύφος χαμένο,
ονειροπαρμένο. Τα μαλλιά της ανέμιζαν. Έμοιαζε λίγο με μια γειτόνισσά του που
την έβλεπε καμιά φορά στον ύπνο του. Μα όλο αυτό έμοιαζε με όνειρο, με ματσάκι
στην αλάνα, βουτιά στη θάλασσα και ταξίδι μαζί. Ήχοι πυροβολισμών τον ξύπνησαν,
τον επανέφεραν στην πραγματικότητα. Ξαναπήρε το δρόμο του, σκυφτός και
βιαστικός. «Μήπως όμως έπρεπε να πάω κοντά της, να της μιλήσω», αναρωτήθηκε. Αυτή
ήταν η τελευταία του σκέψη, πριν φάει την αδέσποτη στο μέρος της καρδιάς που
τον ξύπνησε σ’ έναν άλλο κόσμο.
Πενήντα
χρόνια μετά.
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που μπορεί να σκοτώθηκαν ή να επέζησαν από τότε, που στο
μεταξύ έζησαν ή πέθαναν πολύ διαφορετικές ζωές και πολύ διαφορετικούς θανάτους,
που κέρδισαν ή έχασαν, που ευτύχησαν ή δυστύχησαν, που πρόδωσαν ή προδόθηκαν, που συντροφεύτηκαν
ή έμειναν μόνοι, που χώρισαν και χωρίστηκαν ο ένας από τον άλλο, από δικούς και
φίλους και συντρόφους, που μπορεί να είναι εδώ ή κάπου αλλού πολύ μακριά ή και
στον άλλο κόσμο, όλοι αυτοί κάθε τέτοιες
μέρες, στο τέλος του φθινοπώρου, συναντιούνται σε μια νοερή σύναξη, σαν
συνεννοημένοι μεταξύ τους, μυστικά. Δεν ομονοούν πάντα, πολλές φορές οι
καυγάδες τους ακούγονται μέχρις εδώ.
Ακούγονται και οι φωνές, τα γέλια και τα τραγούδια τους. Και όλοι
συμφωνούν ότι εκείνες οι ημέρες, εκείνες οι ώρες, είναι ένα φωτεινό κέντρο στη
ζωή τους, ένα άστρο που γύρω του περιστρέφονται τα πριν και τα μετά σαν
ετερόφωτα ουράνια σώματα. Ακόμα κι αυτοί που διακτινίζονται στη φθινοπωρινή
σύναξη από τον άλλο κόσμο. Σαν τον Ξυλούρη που τραγουδάει πάντα στο τέλος της
το «πότε θα κάνει ξαστεριά», με κείνη την υπέροχη φωνή του, που περίεργο πράμα,
δεν έχει αλλάξει καθόλου.
Αρετή Πάνου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου