Σμύρνα Μάνα Εικοσιτεσσάρων
Ιωάννης Αντιώτης
εκδόσεις άνω τελεία
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal
στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Με τη ρίζα της ψυχής στη Σμύρνη • Fractal (fractalart.gr)
Με τη ρίζα της ψυχής
στη Σμύρνη
Ο Ιωάννης Αντιώτης, στο
πρώτο του βιβλίο, επιχειρεί μια ιδιότυπη «επιστροφή ψυχής» στη Σμύρνη που
συνιστά για όλους μας (ασχέτως καταγωγής) ένα κομμάτι τόσο της συλλογικής μας
ιστορίας όσο και (κυρίως) του συλλογικού μας υποσυνειδήτου – στοιχεία που μας καθιστούν όλους, πέρα από χρονικούς
προσδιορισμούς, μέλη μιας αδιάσπαστης
ενότητας. Με εικοσιτέσσερις μικρές ιστορίες προσεγγίζει την καθημερινότητα των
κατοίκων της, πριν η ζωή σταματήσει την ώρα της καταστροφής. Έτσι, παρουσιάζει
την αγαπημένη πόλη-σύμβολο από την πλευρά των διαφορετικών πολιτισμικά κατοίκων
της που, ωστόσο, είχαν βρει τον δρόμο για μια αγαστή συνύπαρξη. Μέχρι που η
μοίρα τους έγινε παιχνίδι στα χέρια των ισχυρών και αποτέλεσε το τίμημα στα
συμφέροντά τους.
Οι ιστορίες, όλες σύντομες,
λειτουργούν σαν αποτυπώσεις μιας ζωής ενδιαφέρουσας και πολυεπίπεδης, με
συγκλίσεις και αποκλίσεις, όπως καθορίζονταν από την ανάμειξη του μικρόκοσμου
της καθημερινότητας με τη ροή των γεγονότων της μεγάλης ιστορίας, που συνήθως
αδιαφορεί για την ανθρώπινη συνθήκη. Ο Αντιώτης ενδιαφέρεται να αποδώσει όλα τα
κοινωνικά, θρησκευτικά και πολιτιστικά στρώματα της Σμύρνης, εισχωρώντας με τη δύναμη
του νου στα ταπεινά σπίτια και στα αρχοντικά, Ρωμιών και Τούρκων, Χριστιανών
και Μουσουλμάνων, αλλά και αλλοδαπών,
καθόσον πολυμορφικός ο χαρακτήρας της ξακουστής πόλης. Ομοίως, θα ασχοληθεί με
μικρές λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής, όσο και με καθοριστικά, τραυματικά
γεγονότα, δείχνοντας με τον τρόπο αυτό αφενός τη δύναμη της λογοτεχνίας να
αναγάγει σε σπουδαία τα μικρά, αλλά αφετέρου και τον συμφυρμό όλων των εικόνων,
όλων των αποτυπώσεων, σε μια πολυπρισματική εικόνα που ξεχειλίζει από λαχτάρα
για ζωή.
Η γραφή του νεοπαρουσιαζόμενου στο αναγνωστικό κοινό συγγραφέα χαρακτηρίζεται από αίσθηση του μέτρου, καθώς αρκείται σε λίγες κάθε φορά σελίδες για να συμπεριλάβει όλη την εικόνα που η φαντασία του έχει επινοήσει – γεγονός που τον διακρίνει από άλλους πρωτοεμφανιζόμενους που πλατειάζουν χωρίς λόγο. Εδώ, η πληρότητα των στιγμών που αποτυπώνονται, η σοφή «φωτογραφική ματιά» που ξέρει πού αξίζει να στρέψει το ενδιαφέρον της, δείχνουν μια γνήσια αίσθηση για το λογοτεχνικά κάθε φορά σημαντικό. Οι λέξεις έχουν τέτοια δυναμική που είναι αρκετές (αν και λίγες) για να δώσουν τόσο την αρχική ιδέα όσο και τη νοηματική της επεξεργασία.
Η γλώσσα, από την άλλη, πλούσια
και εύστοχη, με τις αφηγηματικές τεχνικές (οπτική γωνία και εστίαση) να
καθοδηγούν τους αφηγηματικούς τρόπους (περιγραφή, αφήγηση, διάλογο), συντελούν
σε μια ενδιαφέρουσα πρώτη πεζογραφική εμφάνιση, που υπόσχεται μια ανάλογη
συνέχεια.
Αξίζει να ειπωθεί εδώ πως ο
Ιωάννης Αντιώτης (με καταγωγή από τη Νάξο)
μιλά για τη Σμύρνη με τόση αγάπη, σαν να έλκει από αυτήν τη ρίζα του. Γράφει
προλογίζοντας τις ιστορίες του: «Η Σμύρνη συνεχίζει να υπάρχει στο ελληνικό
συλλογικό υποσυνείδητο ως μια πόλη πανέμορφη, πλούσια, γοητευτική. Νιώθουμε όλο
ότι είμαστε ένα κομμάτι της, ασχέτως εάν έχουμε ρίζες από εκεί ή όχι. Πονάμε
όλοι με το φριχτό τέλος της ως μιας πολυπολιτισμικής πόλης το 1922. […] Κάποιου
είδους μάνα ήταν η Σμύρνη για τους κατοίκους της, κι εγώ γονιός των πολύπαθων
ηρώων της και των βιωμάτων τους».
Κι ενώ όλες οι ιστορίες
αφορούν τα χρόνια πριν την καταστροφή, έρχεται η τελευταία («Καψαλισμένα τριαντάφυλλα»)
να αντιστρέψει την εικόνα (γιατί και οι αντιθέσεις αποτελούν δείγμα μιας καλής
γραφής), παραπέμποντας στη διάλυση και
την καταστροφή – μια έντονη αντίθεση ανάμεσα στη ζωή που παλλόταν ξεχειλίζοντας
από επιθυμία για το μέλλον και στο τέλος που διέγραψε μεμιάς τα πάντα. Παραθέτω
εδώ την ακροτελεύτια παράγραφο του τελευταίου διηγήματος:
Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα δεν κατάλαβα τίποτα.
Σκοτάδι απόλυτο. Το αμέσως επόμενο που θυμάμαι είναι να ’μαι σε μια αμμουδιά
της Χίου, στην αγκαλιά της μάνας μου, κι εκείνη να κλαίει βλέποντας απέναντι
τις τερατώδεις φλόγες να σβήνουν τη Σμύρνη μας απ’ τον χάρτη. Άνοιξα τη
σφιγμένη από ώρες χούφτα μου και μέσα ήταν τα σκουλαρίκια που μου είχες
χαρίσει. Βυσσινί και μπλε μενεξεδένια τριανταφυλλάκια, καψαλισμένα από τη
φωτιά. Καψαλισμένα όπως η ψυχή μου… (σ.
168).
Μια γραφή «ψυχής», που
αξίζει να προσεχθεί. Ίσως γιατί, πέρα από την αξία της αυτή καθεαυτή, δείχνει
να γεννήθηκε από γνήσια αγάπη, με ειλικρίνεια και αυθεντικότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου