Η γέφυρα των λεμονιών
Κώστας Φέρρης
Πέρσα Κουμούτση
Εκδόσεις Ποταμός
η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress
Ένα σενάριο
συναντά τη μυθοπλασία
«Τρυφερή όσο και ποιητική νουβέλα» χαρακτηρίζει η
Πέρσα Κουμούτση το αφήγημα Η γέφυρα των
λεμονιών, το οποίο είναι μια λογοτεχνική, μυθοπλαστική, μεταγραφή του
αυτοβιογραφικού σεναρίου του Κώστα Φέρρη, που ποτέ δεν πήρε τη μορφή
κινηματογραφικής ταινίας (όπως ήταν η αρχική επιθυμία του σκηνοθέτη), ωστόσο
ευτύχησε να πάρει μια έξοχη χάρτινη εκδοχή με την πένα της. Στο αφήγημα αυτό
συνυπάρχουν και οι δύο: ο Φέρρης, ως αυθεντικό υλικό αρχικά αλλά και ως μνήμη,
ως έντονη αίσθηση νοσταλγίας για την πρώτη του πατρίδα, την αγαπημένη, και η
Κουμούτση, ως εύστοχη μεταποίηση του σεναρίου σε μυθιστόρημα (σ’ αυτό το είδος
περισσότερο ανήκει, ως χρονικό εύρος διαμόρφωσης της πλοκής, από το 1935 μέχρι
το 1957, αλλά και ως «χτίσιμο» των χαρακτήρων, τόσο του κεντρικού ήρωα όσο και
των δευτερευόντων που τον πλαισιώνουν) διατηρώντας ανόθευτο το ύφος, τη γλώσσα,
την ατμόσφαιρα της Αιγύπτου. Καθόλου τυχαίο αυτό το τελευταίο, καθώς και η ίδια
είναι Αιγυπτιώτισσα, με τις εικόνες της πατρίδας ζωντανές και στο δικό της
έργο, με κοινές ή παρεμφερείς μνήμες, μια που ανήκουν σε διαφορετικές γενιές·
ωστόσο λειτουργούν, ακόμη κι έτσι, οι παραστάσεις των παλαιοτέρων διαμορφώνοντας
εικόνες και αναφορές που συνιστούν την πολύτιμη συλλογική μνήμη.
Η «Γέφυρα των Λεμονιών» («Κούμπρι ελ Λεμούν» στ’ αραβικά) είναι η σιδερένια γέφυρα που περνάει πάνω από τον Κεντρικό Σιδηροδρομικό Σταθμό του Καΐ̱ρου αποτελώντας στην ουσία ένα σύνορο «ταξικό» οριοθετώντας το αστικό κέντρο της πόλης και τη φτωχογειτονιά της Σούμπρα. Σ’ αυτή τη γειτονιά, τη γεμάτη λασπόδρομους, που θεωρείται άνοδος κοινωνική να μετακομίσεις ανεβαίνοντας από το ισόγειο μέχρι τον δεύτερο όροφο, γεννιέται ο Τάκης της ιστορίας, που συνοψίζει τα όνειρά του, καθώς καθημερινά διασχίζει τη «Γέφυρα των Λεμονιών», σε τρεις επιθυμίες: να πάει στην Ελλάδα, να μάθει τον έρωτα και να μπορέσει κάποτε να φτιάξει τις δικές του μαγικές εικόνες στην οθόνη – με αυτή την αξιολογική σειρά. Από αυτή την πρώτη του, και μεγαλύτερη επιθυμία, δηλαδή να φύγει προς την Ελλάδα, ξεκινάει η ιστορία με ένα σκηνικό πραγματικά κινηματογραφικό (θαρρείς βγαλμένο από ταινία, με έντονο το «φελινικό» κλίμα) με τον Τάκη, στα είκοσι δύο του πια, να αναχωρεί από το λιμάνι της Αλεξάνδρειας, και να είναι εκεί για να τον αποχαιρετήσουν όλα τα πρόσωπα και όλοι οι μύθοι που συντρόφεψαν τη ζωή του και τη διαμόρφωσαν μέχρι τότε. Με αρχή, λοιπόν, αυτή την αναχώρηση, θα πάει η ιστορία προς τα πίσω σε μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση της ζωής του, για να καταλήξει πάλι στην αρχική αυτή εικόνα. Μια σημαδιακή χρονική στιγμή που εσωκλείει τη ζωή είκοσι δυο χρόνων.
Δεν είναι μόνο η προσωπική περιπέτεια της ζωής του που
ενδιαφέρει, ωστόσο εδώ. Στον δικό του μικρόκοσμο ενσωματώνεται η ευρύτερη
ιστορία του τόπου του, ο κόσμος της Αιγύπτου, από τα μέσα της δεκαετίας του ’30
μέχρι το 1957. Άρα παρακολουθούμε τον τρόπο που τα πολιτικά γεγονότα της πολύ
ταραγμένης εποχής, από τα προπολεμικά χρόνια μέχρι την ανεξαρτησία της χώρας,
γράφουν πάνω στη συνείδηση ενός παιδιού αρχικά, κατόπιν εφήβου και νέου άνδρα. Ο
Τάκης με ελληνική την καταγωγή, τη φοίτηση στο σχολείο του, την περίφημη
Αμπέτειο Σχολή, τις φιλίες με τους ντόπιους αλλά και με τους ξένους, μια
πολυεθνική παρέα στο πολυπολιτισμικό Κάιρο, το ξύπνημα της ερωτικής του
επιθυμίας, τη συμμετοχή του ως κομπάρσος στις ταινίες που γυρίζονταν τότε στα
στούντιο του Καΐρου (τις πιο φτωχικές ελληνικές αλλά και τις υπερπαραγωγές του
Χόλλυγουντ) τη σταδιακή του γνωριμία με τον κόσμο του θεάματος, θα ζήσει την
αγωνία για την επερχόμενη ναζιστική επέλαση, θα γνωρίσει από κοντά την εξέγερση
κατά της αγγλικής κυριαρχίας, την εξορία του βασιλιά Φαρούκ, την άνοδο στην
εξουσία του Νάσερ, την εθνικοποίηση της Διώρυγας του Σουέζ, που σήμανε την
οικονομική ανόρθωση της Αιγύπτου, την πολιτική και κοινωνική της πορεία προς
τον εκσυγχρονισμό της. Ο Τάκης, όπως και οι άλλοι Έλληνες, θα πανηγυρίσει την
κοσμοϊστορική αυτή αλλαγή· στην πλειοψηφία του το ελληνικό στοιχείο ανήκε στα
πιο φτωχά στρώματα της αιγυπτιακής κοινωνίας, οπότε κατανοούσε τι σημαίνει
απαλλαγή από τον ξένο ζυγό, άλλωστε η καθημερινή συμβίωση με τον αιγυπτιακό λαό
καταργούσε στη συνείδηση τα εθνικά σύνορα. Στο τέλος της ιστορίας θα τον δούμε
να παίρνει τις αποφάσεις του. Έτσι, θα αφήσει πίσω του τα «φαντάσματα» και θα
έρθει στην Ελλάδα για να ακολουθήσει εδώ η γνωστή πλέον σπουδαία καριέρα του
στον κινηματογράφο.
Η Πέρσα Κουμούτση, συνταιριάζοντας το αυτοβιογραφικό υλικό που της
εμπιστεύθηκε ο Κώστας Φέρρης, κατόρθωσε,
χωρίς να προδώσει την αυθεντικότητά του, να αποδώσει τόσο τη ζωή στον
μικρόκοσμο του ήρωα όσο και το γενικότερο πλαίσιο σε οικονομικό, κοινωνικό και
πολιτικό επίπεδο. Έτσι, ένα σενάριο αυτοβιογραφικό πήρε τη μορφή της
μυθοπλασίας, με ιδιαίτερη μάλιστα αφηγηματική τέχνη, που ισορροπεί ανάμεσα στη
ρεαλιστική και στην ποιητική γραφή. Η αμεσότητα της φωνής, η χρήση του
ενεστωτικού χρόνου, οι διάλογοι σε δίκαιο μοίρασμα με τα αφηγηματικά κομμάτια,
γειτνιάζουν προς τον κινηματογραφικό τρόπο, οι αφηγηματικές εικόνες μοιάζουν με
πλάνα που προορίζονται για προβολή στη μεγάλη οθόνη. Δεν αποτελεί, επομένως,
αυθαίρετο σχόλιο να πούμε πως εν τέλει το σενάριο ζωής του Φέρρη βρήκε κατά
κάποιο τρόπο τον δρόμο του για τον κινηματογράφο, από μια πλάγια οδό.
Στο εξώφυλλο η Αμπέτειος Σχολή με τους μαθητές της
παραταγμένους μπροστά στο κτίριο – μια κοινή αναφορά για τους δημιουργούς του
βιβλίου, καθώς αποτέλεσε και για τους δύο το σχολείο τους, με διαφορά βέβαια
χρόνων, με τη συγκίνηση, όμως, και αυτή
να είναι κοινή.
Διώνη Δημητριάδου
Αποσπάσματα
Και είναι όλοι τους εκεί, εμφανίζονται από πολλές και
διαφορετικές μεριές του σκηνικού, έπειτα ανοίγουν το βήμα τους για να
συσπειρωθούν με τους άλλους και να τον ακολουθήσουν στην πορεία του προς το
τελωνείο. Τους κοιτάζει όλους έναν έναν, είναι ο κυρ Αλέκος, η Ρίτα, ο μικρός
Σαλάχ, ο μικρός Νταβίντ, η μικρή Άιντα, ο κύριος Λιούρης, η Τατιάνα, η
Ζαχαρούλα, η Ουμ Σαλάχ, ο Κυριάκος, η Θηρεσία μαζί με το μωρό της, ο Ιορδανίδης, η Λάιλα, ο
Αντρέας, ο Μίμης, ο Γιάννης, η Μαλτέζα στρατιωτίνα, ο Αντρέ Ράιντερ με την
ορχήστρα του. Ακόμα και ο γερο-Ασούρ είναι εκεί μαζί με τα παιδιά της
γειτονιάς. Πίσω τους στέκεται η χορωδία του Δημοτικού μαζί με την όμορφη ξανθιά Μαριάννα, και πιο πίσω
οι μαθήτριες της Αχιλλοπουλείου Σχολής, ο μουσαχαράτι του Ραμαζανιού, η
Ασμαχάν, η Ουμ Καλσούμ, η Τουραντό, ο Φαρούκ, ο Χεδίβης Ισμαήλ, ο Βέρντι και ο
Καβάφης. Μόνο η Νάστιενκα απουσιάζει. […] είναι τα φαντάσματα μιας ολόκληρης
εποχής, τα φαντάσματα ίσως μιας μελλοντικής ταινίας. Πρόσωπα που, όσο κι αν
περάσει ο χρόνος, δεν θα τ’ αλλοιώσει η μνήμη, ούτε θα τα ακυρώσει, μόνο που ο
χρόνος θα προσδώσει σ’ αυτά μια διάσταση ονειρική, εξωπραγματική, θα εντείνει
τη νοσταλγία και τη μαγεία που τα τυλίγει ακόμα πιο πολύ. (σσ. 200-201)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου