Τετάρτη 24 Μαΐου 2023

Λαχταρώ την αιωνιότητα επιλογή ποιημάτων Άλεξαντρς Τσακς Μετάφραση: Πηνελόπη Ζαλώνη Εισαγωγή: Γιώργος Ρούσκας εκδόσεις Βακχικόν η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

 

Λαχταρώ την αιωνιότητα

επιλογή ποιημάτων

Άλεξαντρς Τσακς

Μετάφραση: Πηνελόπη Ζαλώνη

Εισαγωγή: Γιώργος Ρούσκας

 εκδόσεις Βακχικόν

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Ο σπόρος όλων • Fractal (fractalart.gr)

 


 

Ο σπόρος όλων

 

Ναι, είμαι ένας κόκκος σκόνης. Η αρχή και το τέλος.

Σαν κόκκος σκόνης λάμπω: είμαι ο σπόρος όλων!

 

 

 

Έχουμε πολλές φορές επισημάνει την προσφορά των εκδόσεων Βακχικόν, που με τη σειρά τους «Ποίηση απ’ όλο τον κόσμο» έχουν αναλάβει να παρουσιάσουν ποιητές σημαντικούς στη χώρα τους, ωστόσο σχεδόν ή και εντελώς άγνωστους στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Τον σπουδαίο ποιητή, λοιπόν, της Λεττονίας Άλεξαντρς Τσακς, μας προτείνουν, σε μετάφραση από την Πηνελόπη Ζαλώνη και σε κατατοπιστική εισαγωγή από τον Γιώργο Ρούσκα. Έναν ποιητή που άνοιξε τον δικό του προσωπικό, όσο και πρωτοποριακό δρόμο στην ποίηση της εποχής του, συνδυάζοντας τον ρομαντισμό με τον ρεαλισμό, εντάσσοντας στη θεματική του τον κόσμο της πόλης, τις ανθρώπινες φιγούρες μέσα σε μια (τόσο πρώιμη για την εποχή του) θεώρηση της ζωής τους από την τραγική της διάσταση – αντικρούοντας τη μέχρι τότε περισσότερο ρομαντική και λυρική απεικόνιση της ζωής της υπαίθρου.

Η γλώσσα του, παράλληλα, έχει μια απίστευτη ζωντάνια, σχεδόν θα την έλεγες σύγχρονη, κι ας αφορά ένα δημιουργό που έζησε και έγραψε τόσα χρόνια πριν – η ζωή του σύντομη, (1901-1950)–, οι εικόνες του απηχούν κάτι περισσότερο από τη δική του εποχή, έχουν διαχρονικότητα, φθάνουν με απίστευτη ομοιότητα μέχρι τα δικά μας χρόνια:  Καταρρέει ο χρόνος μας σαν ένας παλιός τοίχος από τούβλα,/ όμως, καθώς πέφτει, θέλει να θάψει/ όλους εκείνους που θέλουν να χαμογελάσουν/ ενώ αυτός σκορπίζεται σαν  πρωινή ομίχλη. («Χρόνος υπό κατάρρευση»). Μιλάει για την πόλη του, τη Ρίγα, τους δρόμους, τις γειτονιές της, τα πρόσωπα των ανθρώπων της, αντλώντας τα μοτίβα της ποίησης του από πεζές αφορμές, δείχνοντας μετά τις αληθινές διαστάσεις του θέματός του, Κίτρινη λάμπα, εσύ, γιατί στέκεσαι στη γωνία/ μέρα και νύχτα σαν μόνιμος φρουρός/ στη ζοφερή αυτή γειτονιά με τους τόσους πενθούντες/ με πρόσωπα βαριά, λυπημένα και σκληρά; («Στη λάμπα της γειτονιάς»).



Ένας ποιητής που διαβάζεται σήμερα, παραμένοντας επίκαιρος (ίσως και προκλητικός ακόμα, όπως τότε στον καιρό του) όταν γράφει: Ω, η μεγαλύτερη φρίκη της εποχής είναι ότι – / αυτά τα φουγάρα των εργοστασίων,/ τα κτίρια και τ’ αεροπλάνα/ σκαρφαλώνουν ήδη ψηλότερα απ’ την ανθρώπινη καρδιά («Ω, η μεγαλύτερη φρίκη») ή αλλού: Η δυσωδία της σκόνης και του αίματος/ πυκνώνει πάνω απ’ τον κόσμο (στο εξαιρετικό ποίημα «Ανησυχία»), όταν, όπως αρμόζει σε ποιητή, προβάλλει την ανησυχία του για την πορεία του κόσμου. 

Ο Γιώργος Ρούσκας θεωρεί πως κοντά στον δικό του ποιητικό τρόπο βρίσκεται ο Βάρναλης, ο Ρίτσος, ο Βρεττάκος, ο Λειβαδίτης, και δεν έχει άδικο, τουλάχιστον ως προς τη θεώρηση του Τσακς για τις πραγματικές διαστάσεις της ζωής, πίσω από την όποια σκόπιμη εξιδανίκευση ή ωραιοποίηση,  και τη διάθεσή του να τις μεταφέρει στην ποίησή του εν είδει χρέους. Αν ο όρος «στράτευση» δεν ήταν φορτωμένος με τόσες αμαρτίες, θα του ταίριαζε, καθώς δηλώνει με τα ποιήματά του, πέρα από κάθε δέσμευση και καθοδήγηση άνωθεν, μια αυθεντική αίσθηση πως του αναλογεί ως ποιητή η ευθύνη να ανασηκώσει τον μανδύα για να φανεί ό,τι υποκρύπτεται, να αφυπνίσει όσους περισσότερους μπορεί. Ο θυμός μου,/ τον οποίο είχα κρύψει σ’ ένα σκεπασμένο μπολ/ γλίστρησε στα δάχτυλά μου/ και πέταξα έξω/ όλα τα λουλούδια, τη φλοξ και τη μυρτιά./ Τράβηξα τις κουρτίνες/ ώστε οι περαστικοί ν’ αναρωτιούνται – είναι κανείς εκεί; («Μπαλάντα της χαράς μου»).

Μια ποίηση κατ’ εξοχήν ανθρωπιστική, που στοχεύει τόσο στο θυμικό του όσο και στη λογική του ανθρώπου, κυρίως με την εικονοπλαστική της δύναμη να τον παρουσιάζει μέσα στην καθημερινότητά του, δείχνοντας τα τρωτά όσο και την πιθανή ανατροπή τους, την άλλη εικόνα της ζωής. Και τότε βλέπω – / σαν μια απαίσια ουρά/ η γλώσσα μου/ υψώνεται και χτυπάει/ ενάντια στις παγκόσμιες ακτές/ με μια απότομη μικρή κραυγή:/ «Πού είναι ο ήλιος;»/ Σείομαι/ και διαλύομαι στην  τελευταία σταγόνα τα κραυγής μου. («Ανησυχία»). Μπορεί η ποίηση να αλλάξει το σκηνικό του κόσμου, όπως τον βιώνουμε και τον έχουμε συνηθίσει; Ίσως όχι. Ωστόσο, προσπάθειες όπως αυτή του Τσακς, δείχνουν τον τρόπο, κηρύσσοντας την ανησυχία ως αντίδοτο στον εφησυχασμό.

 

Διώνη Δημητριάδου

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου