Ο ανήφορος
Νίκος Καζαντζάκης
Εκδόσεις Διόπτρα
η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr
Νίκος Καζαντζάκης: «Ο ανήφορος» (diastixo.gr)
Αισθάνουμαι
πως η ανθρώπινη μοίρα περνά μιαν κρίσιμη κατάσταση και γι’ αυτό νιώθω μεγάλη
αγωνία. Σα να εφεύρε ο γορίλλας τη φωτιά, πριχού προλάβει να γίνει άνθρωπος. Αυτό γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης σε επιστολή του στον
ελληνιστή Σουηδό φίλο του Börje Knös στις 12 Σεπτεμβρίου 1946. Η άποψη αυτή αφενός απηχεί
την κατασταλαγμένη αίσθηση που ο
Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος με όλη του τη θηριωδία άφησε στην ψυχή του. Αφετέρου,
συνοψίζει μέσα σε λίγες λέξεις τη βασική ιδέα στην οποία στηρίχτηκε ο Ανήφορος, το ανέκδοτο ως τώρα βιβλίο του,
ένα βιβλίο που επί εβδομήντα πέντε χρόνια περίμενε τη συνάντησή του με το
αναγνωστικό κοινό. Η κυκλοφορία του από τη Διόπτρα, είναι όχι μόνο μια εκδοτική
είδηση αλλά, κυρίως, ένα σπουδαίο πολιτιστικό γεγονός.
Γραμμένος ο Ανήφορος το 1946 (πιθανότερη χρονολόγησή του), έρχεται αμέσως μετά από το Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (πρώτη έκδοση το 1946), ένα από τα έργα που τον κατέστησαν γνωστό διεθνώς αλλά που εδώ, στην Ελλάδα των ταραγμένων εκείνων χρόνων, φάνηκε έργο «λειψό», καθώς δεν είχε καμία αναφορά στην περίοδο της Κατοχής και στα μαρτύρια του ελληνικού λαού. Θα μπορούσε, επομένως, ο Ανήφορος να αποτελέσει την ηθική αποκατάσταση του συγγραφέα, και αυτό γιατί στο βιβλίο ξεκάθαρη είναι η αγωνία του για τα πολιτικά τεκταινόμενα στη μεταπολεμική εποχή, καθώς επίσης διάφανη, όσο πουθενά αλλού σε όλο το έργο του, η κοινωνικο-πολιτική του τοποθέτηση. Μια θεωρία εν τη γενέσει της, στηριγμένη σε πολιτικά συστήματα του καιρού του, όμως τόσο πιο ενδιαφέρουσα στην προοπτική της, άρα πρωτότυπη και πρωτοποριακή στην ουσία της. Ένα σύστημα μετα-κομμουνιστικό, ένας συνδυασμός της μαρξιστικής θεωρίας (χωρίς τον δογματισμό στην εφαρμογή της) με τη χριστιανική ιδεολογία (χωρίς την εναπόθεση της ελπίδας στη βασιλεία των ουρανών): η σοσιαλιστική λαχτάρα για έναν κόσμο πιο δίκαιο κι η νεοχριστιανική αναγέννηση. Μα κι οι δυο αυτές ιδέες συγχρονισμένες. (σ. 161). Το πιο ενδιαφέρον στη θεωρία αυτή: η προϋπόθεση να αποτελέσει κοινό κτήμα όλων και στόχο οραματικό όσο και εν δυνάμει πρακτικό. Ανάμεσα σε τρεις πιθανές διαδρομές, τη μοναχική «σταυροφορία», τον πολιτικό αγώνα και το γκρέμισμα του παλιού για να χτιστεί το καινούργιο, διάλεξε την πιο ανηφορική, την τελευταία. Εκεί στηρίζεται η θέση του Καζαντζάκη για τη δημιουργία μιας Διεθνούς του πνεύματος και της ψυχής, που θα ήταν ικανή να αποτελέσει τον φωτεινό φάρο στον δύσκολο δρόμο των μεταπολεμικών «οδοιπόρων», στην αναπότρεπτα ανοδική τους πορεία προς μια κοινωνία καλύτερη, δικαιότερη, αδελφωμένη. Με τον τρόπο αυτό, όχι απλώς επισημαίνει τον κίνδυνο που διέρχεται ο πολιτισμός μας (ας το δούμε και διαχρονικά αυτό) αλλά προτείνει μια λύση: ένας μεγάλος κίντυνος απειλεί το σημερινό μας πολιτισμό· να δούμε τον κίντυνο τούτον κατάματα, χωρίς τρόμο, έτσι μονάχα θα μπορέσουμε να τον νικήσουμε. […] να επιστρατέψουμε όλες τις φωτεινές δυνάμες που υπάρχουν μέσα στον κάθε άνθρωπο και στον κάθε λαό. (σσ. 166-167).
Η θέση αυτή, που απηχεί την αγωνία ενός από τα
εναργέστερα πνεύματα της ευρωπαϊκής σκέψης, ίσως θα ήταν αναμενόμενο να
αποτελέσει θέμα για ένα από τα πλέον φιλοσοφικά δοκίμια του Καζαντζάκη. Άλλωστε
στο τέλος του βιβλίου γράφει: Πήρε ο
Κοσμάς ένα κόκκινο μολύβι, έγραψε απάνω σ’ ένα καινούργιο τετράδιο με μεγάλα
κεφαλαία γράμματα: ΑΣΚΗΤΙΚΗ· κι άρχισε καθαρά, αναπαμένα, ν’ αντιγράφει τ’
όραμά του: (σ. 251). Με τον τρόπο αυτό δείχνει πως ήθελε να ενσωματώσει στον
Ανήφορο το κείμενο της Ασκητικής του (Ασκητική-
Salvatores Dei, ήδη
γραμμένη από το 1923, σε πρώτη έκδοση το 1927 και σε συμπληρωμένη το 1945)
πιστεύοντας ότι όσα έγραφε εκεί για την αναγκαιότητα των ανθρώπων να εφεύρουν
έναν καινούργιο κόσμο στη θέση του παλαιού και καταρρέοντος, ολοκλήρωναν το
όραμά του για την «Πνευματική Διεθνή» που παρουσίαζε εδώ.
Κι όμως, επέλεξε τη μορφή μυθιστορήματος, παρεμβάλλοντας στην πλοκή της ιστορίας του τον προβληματισμό του και την ανάπτυξη της θεωρίας του ως σκέψεις του ήρωά του, του Κοσμά. Ίσως να ήταν ο καλύτερος τρόπος αυτός ο λογοτεχνικός «μανδύας», ώστε η πολυεπίπεδη σκέψη να φθάσει αβίαστα στην αναγνωστική κατανόηση και εν τέλει αποδοχή. Η ενδιαφέρουσα αυτή λογοτεχνική περσόνα φέρει πολλά από τα στοιχεία του δικού του προσώπου, ενταγμένη σε ένα περιβάλλον που επίσης έχει κοινά χαρακτηριστικά με την προσωπική του ζωή, τόσο σε τόπους όσο και σε πρόσωπα. Ο Κοσμάς είναι ένας συγγραφέας από το Ηράκλειο (Μεγάλο Κάστρο στο βιβλίο), που επιστρέφει στην πατρίδα του μετά από απουσία πολλών χρόνων, έχοντας εν τω μεταξύ λάβει μέρος στον πόλεμο ως αεροπόρος υπηρετώντας στο μέτωπο της Αφρικής. Μαζί του έχει τη γυναίκα του, την Πολωνοεβραία Νοεμή (βαφτισμένη με το χριστιανικό όνομα Χρυσούλα), μοναδική επιζήσασα από τη οικογένειά της που εξοντώθηκε στα κρεματόρια του Χίτλερ. Μετά τον θάνατο του παππού του (πολλά κοινά με τον παππού του Καζαντζάκη, πατέρα του Καπετάν Μιχάλη ή «Δράκου»), θα φύγει μόνος για την Αγγλία με την παρότρυνση της γυναίκας του, για να έρθει σε επαφή με άλλους διανοούμενους και να συν-ιδρύσουν μια «Πνευματική Διεθνή», με στόχο την ανασύνταξη/αναδημιουργία του ευρωπαϊκού πολιτισμού και την επίτευξη της ειρήνης. Απογοητευμένος από την παθητική στάση των άλλων «γραφιάδων», που αρκούνται στη γραφή τους και μάλιστα με αδιάφορη θεματική, αλλά και συντετριμμένος από ένα τραγικό γεγονός στην προσωπική του ζωή, θα απομονωθεί στο Στράτφορντ-απόν-Αίιβον, γενέτειρα του Σαίξπηρ, μόνος και απελπισμένος, και με μια ψυχοσωματικής προέλευσης παραμόρφωση του προσώπου από ένα περίεργο έκζεμα. Ως αντίδοτο θα αρχίσει να γράφει αποτυπώνοντας το όραμά του για τον καινούργιο κόσμο.
Έχουμε, λοιπόν, ένα μυθιστόρημα που προτάσσει την
πλοκή μιας επινοημένης ιστορίας, αφήνοντας όμως μέσα από τον εγκιβωτισμό σ’
αυτήν παλαιών θρύλων, παραμυθιών και ονείρων, μέσα από εκτενείς διαλόγους και
εξωτερίκευση εσώτερων προσωπικών σκέψεων, να διαφανεί ο φιλοσοφικός χαρακτήρας
της γραφής όπως και το κοινωνικο-πολιτικό όραμα του δημιουργού της. Παράλληλα,
ανιχνεύουμε στοιχεία της προσωπικής του ζωής, που καθιστούν τον Ανήφορο, άλλο ένα από τα βιβλία του
Καζαντζάκη που χαρακτηρίζεται εν μέρει αυτοβιογραφικό. Μέσα από τον ήρωά του,
διακρίνουμε τον ανήσυχο διανοούμενο, με τις δύο αντικρουόμενες τάσεις: από τη
μια τον διακαή πόθο να βάλει σε λέξεις όσα του γεννά η ψυχή του και το πνεύμα
του, από την άλλη να αντιμετωπίσει έμπρακτα τη ζωή, να κάνει πράξη όσα επιθυμεί
για την πατρίδα του και τον υπόλοιπο κόσμο, αφήνοντας στην άκρη μια, ατελέσφορη
ίσως, θεωρία. Η ανάγκη να ισορροπήσουν
αυτές οι δύο δυνάμεις, θα τον ωθήσει στην άποψή του (εκφρασμένη με τον έναν ή
τον άλλο τρόπο σε όλο το έργο του, όμως εδώ πιο συγκεκριμένη) για τον ρόλο του
διανοούμενου/«γραφιά»:
[…] να βγάλει
αυτός μιαν κραυγή. Για ποιο σκοπό; Μοναχά για να σωθεί, σ’ ένα κιτρινισμένο
χαρτί, η αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Αν ο Γραφιάς δεν έβλεπε και δεν κατάγγελνε,
η αδικία κι η ατιμία δε θα ’χαν καμιάν τιμωρία στον κόσμο κι η αρετή κι ο πόνος
καμιάν αμοιβή· λίγος καιρός θα περνούσε κι όλα θα σβήναν από τη μνήμη του
ανθρώπου. Μα ο Γραφιάς, ταχτοποιώντας μαγικά
τις λέξες, νικάει τον καιρό κι αθανατίζει την αμοιβή και την τιμωρία.
Όταν ένα πολιτισμός βουλιάξει, ο Γραφιάς μονάχα ανεβαίνει απάνω από τα κύματα
του καιρού και πλέει. (σ. 187).
Μια πάλη να διασωθεί το πνεύμα πάνω από την ύλη, αυτή
η θέση διατρέχει όλο το έργο του Καζαντζάκη και του παρέχει την ικανή
δικαιολογία για να συνεχίσει να γράφει, αλλά και να «χτίσει» λογοτεχνικά τη
μορφή του ελεύθερου ανθρώπου: μια λαχτάρα
ν’ ανέβουμε απάνω από τα χτηνώδη ένστιχτα, να νικήσουμε την ύλη, δηλαδή τη
σκλαβιά, και να γίνουμε ελεύτεροι. Αυτή η κραυγή της ελευτερίας είναι το
αθάνατο που έχει ο θνητός άνθρωπος μέσα του. (σ. 169).
Ο εκδοτικός οίκος Διόπτρα, στηριγμένος σε μια
επιστημονική επιτροπή (Θανάσης Αγάθος, Δημήτρης Κόκκορης και Βαγγέλης
Χατζηβασιλείου) προγραμματίζει την επανέκδοση των βιβλίων του Καζαντζάκη, με
αρχή αυτό το ως τώρα ανέκδοτο έργο του, που ευτύχησε σε όλα, αρχικά από τη μεταγραφή του
χειρογράφου και την επιμέλεια (Βίκυ Κατσαρού) που διασώζει την ιδιότυπη,
ποιητική γλώσσα του Καζαντζάκη, από τον Πρόλογο και το Επίμετρο (Νίκος
Μαθιουδάκης, Παρασκευή Βασιλειάδη), την εξαιρετική γραμματοσειρά, μέχρι την
καλλιτεχνική διεύθυνση από τον Γιάννη Καρλόπουλο, στον οποίο ανήκει το λιτό
σχεδίασμα του εξωφύλλου με το κόκκινο του αίματος και της μελάνης, Εύστοχος και ο τίτλος, Ανήφορος (το χειρόγραφο ήταν άτιτλο), συνοψίζει σε μία λέξη όλη τη
σκέψη του Καζαντζάκη: Έτσι μονάχα η ζωή
σώζεται. Τι θα πει σώζεται; Ανεβαίνει. Επάξια ο Ανήφορος έρχεται να πάρει επιτέλους τη θέση του στο corpus του έργου του.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου